Την απώλεια του «Κάιζερ» Φραντς Μπεκενμπάουερ θρηνεί το παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Ο Γερμανός άσσος των δεκαετιών του ’60 και του ’70 θεωρείται ένας από τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών, καθώς και εκείνος που καθιέρωσε τη θέση του λίμπερο στις τέσσερις γραμμές του γηπέδου.
Ο Φραντς Μπεκενμπάουερ «έφυγε» στα 78 του χρόνια από τη ζωή, έναν χρόνο μετά την απώλεια του Πελέ και λίγα 24ωρα μετά τον Μάριο Ζαγκάλο, βυθίζοντας στη θλίψη το παγκόσμιο ποδόσφαιρο.
Στο ξεκίνημα της καριέρας του ο Μπεκενμπάουερ έπαιζε στη θέση του αμυντικού μέσου ή του αριστερού κεντρικού χαφ, αλλά με την πάροδο των χρόνων οπισθοχώρησε και καθιερώθηκε ως ελεύθερος παίκτης της άμυνας ή αλλιώς ως λίμπερο, όρο που έκανε γνωστό ο Ιταλός δημοσιογράφος, Τζάνι Μπρέρα.
Η θέση του λίμπερο δεν ήταν ακόμα γνωστή και ο Μπεκενμπάουερ ταυτίστηκε με αυτήν όσο κανείς στα χρονικά του παγκόσμιου ποδοσφαίρου.
Ο Γερμανός άσσος ήταν άριστος χειριστής της μπάλας, εξαιρετικά πειθαρχημένος, με ιδιαίτερα επιτυχημένες μεταβιβάσεις σε απόσταση ακόμα και 40 μέτρων με μεγάλη ακρίβεια.
Η ψυχραιμία του Μπεκενμπάουερ ήταν από τα πιο χαρακτηριστικά του τρόπου παιχνιδιού του.
Ως ένας αμυντικός για όλες τις… δουλειές, απέτρεπε όλες τις απειλές παραβίασης της αμυντικής γραμμής των ομάδων του.
Από τη θέση του ως τελευταία γραμμή άμυνας, άρχιζε, επίσης, αντεπιθέσεις, φέρνοντας την μπάλα έξω από την αντίπαλη περιοχή, αξιοποιώντας τις δεξιότητές του ως υπερταλαντούχος μέσος με άριστο έλεγχο της μπάλας και κάτοχος επιδέξιας ντρίμπλας, με την οποία «άδειαζε» τους προσωπικούς του αντιπάλους.
Ο Κάιζερ της στρογγυλής θεάς
Την αγωνιστική περίοδο 1968 – 1969, ονομάστηκε Der Kaiser, δηλαδή Κάιζερ ή Αυτοκράτορας, λόγω του κομψού του στυλ, της κυριαρχίας και της ηγετικής του παρουσίας στο γήπεδο, καθώς και του πρώτου του ονόματος «Φραντς» που παρέπεμπε στους Αυστριακούς μεν, αυτοκράτορες δε.
Την ίδια χρονιά άρχισε να παίζει ως λίμπερο, ενώ έγινε και αρχηγός μόλις στα 23 του χρόνια. Σε αυτή τη θέση και με λιγότερες αμυντικές υποχρεώσεις, πρόσφερε επιθετική βοήθεια χάρις στη διορατικότητα που διέθετε, δείχνοντας ακούραστος και απλοποιώντας τις πρωτοβουλίες που έπαιρνε στον αγωνιστικό χώρο.
Θεωρείται ως ο ποδοσφαιριστής που εφηύρε τη θέση του λίμπερο, δημιουργώντας μία από τις σημαντικότερες αλλαγές στους ποδοσφαιρικούς ρόλους.
Ο περίφημος Ουρουγουανός φιλόσοφος του ποδοσφαίρου, ο Εδουάρδο Γκαλεάνο, περιέγραψε τον Φραντς Μπεκενμπάουερ ως εξής:
«Διέταζε και την επίθεση και την άμυνα με αρχοντιά: Στην άμυνα τίποτα δεν του ξέφευγε, ούτε μία μπαλιά, ούτε μία… μύγα, ούτε ένα… κουνούπι δεν μπορούσε να περάσει. Και όταν διέσχιζε το γήπεδο ήταν σαν φωτιά»!
Με τη φανέλα της εθνικής Δυτικής Γερμανίας κατέκτησε, αρχικά, το Euro του 1972 κόντρα στη Σοβιετική Ένωση με σκορ 3-0, και δύο χρόνια αργότερα ως αρχηγός, το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974 απέναντι στην Ολλανδία του μεγάλου Γιόχαν Κρόιφ, κυριαρχώντας με 2-1 στον τελικό του Μονάχου, ενώ είχε δώσει το παρών με τη «Νάσιοναλμανσάφτ», επίσης, στα Μουντιάλ του 1966 και του 1970.
Σε συλλογικό επίπεδο, από τη στιγμή που εντάχθηκε στην Μπάγερν Μονάχου, οι Βαυαροί άρχισαν να χτίζουν τον θρύλο τους ως νέα παγκόσμια δύναμη.
Έτσι ξεκίνησε η χρυσή εποχή του γερμανικού ποδοσφαίρου και της Μπάγερν, με τον Φραντς Μπεκενμπάουερ σε ρόλο αδιαφιλονίκητου πρωταγωνιστή.
Με τον Κάιζερ στον αγωνιστικό χώρο οι Βαυαροί κατέκτησαν τρία σερί πρωταθλήματα Γερμανίας (1972, 1973, 1974), αλλά κυρίως τρία, συνεχόμενα μάλιστα, Κύπελλα Πρωταθλητριών Ευρώπης (1974, 1975, 1976), όπως νωρίτερα ο θρυλικός Άγιαξ (1971, 1972, 1973), και πίσω μόνο από τη μυθική Ρεάλ Μαδρίτης της δεκαετίας του 1950 (1956, 1957, 1958, 1959, 1960).
Ο Αυτοκράτορας Φραντς Μπεκενμπάουερ δεν θα ζήσει για να γιορτάσει σε λίγους μήνες τον μισό αιώνα από την κατάκτηση του Μουντιάλ, στον αξέχαστο τελικό του Μονάχου απέναντι στους Οράνιε του αείμνηστου, ιπτάμενου Ολλανδού, Γιόχαν Κρόιφ, ενός αγώνα όπου το νικητήριο γκολ είχε πετύχει ο μακαρίτης Γερμανός αρχισκόρερ, Γκερντ Μίλερ.