Τι θα έκανε σήμερα αν ήταν 25 χρόνων και έβλεπε αυτή την κατάσταση στο ελληνικό ποδόσφαιρο; «θα έκανα όπως τότε που πήγα να πετάξω τη φανέλα μου στον Πατακό στο «Γ. Καραϊσκάκης» στο παιχνίδι Ολυμπιακός-ΠΑΟΚ… Πήγα να σηκωθώ να φύγω και με κράτησαν οι συμπαίκτες, οι παράγοντες και οι προπονητές. “Θα μας στείλεις στη Γιάρο, στη Λέρο και στον Αϊ Στράτη” μου έλεγαν. Το ίδιο θα έκανα και σήμερα. Θα έλεγα: “Πάμε στον πρωθυπουργό να του πούμε ή θα σταματήσουν ή δεν παίζουμε ποδόσφαιρο».
-Κύριε Κούδα, διανύετε πλέον την 8η δεκαετία της ζωή σας; Tι σας έδωσε το ποδόσφαιρο;
«Για μένα το ποδόσφαιρο ήταν ανοιχτό πανεπιστήμιο. Ένα σχολείο… εφόρου ζωής, αφού μπήκα στα 12 και διήρκεσε μέχρι το 1984 που σταμάτησα. Πήγαινα νυχτερινό σχολείο, δούλευα και προπονούμουν από παιδί. Μέσα σε αυτό το χώρο συνάντησα πολύ μεγάλους παράγοντες εκείνης της εποχής που ήταν δάσκαλοι, καθηγητές πανεπιστημίου στο… ποδόσφαιρο της ζωής. Ήμουν ένα παιδί που άκουγα πολλά πράγματα, επεξεργαζόμουν, πετούσα τα άχρηστα και κρατούσα τα θετικά. Αυτό με βοήθησε και στο ποδόσφαιρο και στη ζωή μου».
-Ποια ήταν τα θετικά που κρατήσατε από τα λόγια τους και από το ποδόσφαιρο;
«Αξίες όπως η αλληλεγγύη και η συναδελφικότητα. Όλα αυτά τα κατέκτησα και τα κράτησα εφόδιο στη ζωή μου, μέχρι σήμερα… 32 χρόνια μετά το τέλος της καριέρας μου».
-Και αρνητικά;
«Η περιπέτειά μου με τη μεταγραφή που δεν ολοκληρώθηκε από τον ΠΑΟΚ στον Ολυμπιακό. Έμεινα δύο χρόνια χωρίς ομάδα (1966-68). Μια μεταγραφή που δεν έγινε και ούτε επρόκειτο να γίνει. Προπονούμουν ένα χρόνο και κάτι, μέχρι τον Απρίλιο του 1967 με τον Ολυμπιακό. Εν συνεχεία έπαιζα μόνο στην εθνική Ενόπλων και στο Λιμενικό σώμα, στο οποίο κατετάγην ως εθελοντής. Έπρεπε να παρουσιαστώ στη Σύρο για να υπηρετήσω τη στρατιωτική θητεία μου, αλλά επέλεξα να πάω εθελοντής στο Λιμενικό. Έμεινα εκτός πραγματικότητας. Στα 10 χρόνια είσαι ακόμη ένα ταλέντο μόνο και τα δύο αυτά χρόνια είχαν επιπτώσεις».
-Πως πήρατε την απόφαση να πάτε στον Ολυμπιακό αφού αγαπούσατε τον ΠΑΟΚ;
«Επειδή έβλεπα έναν πατέρα να δουλεύει σκληρά (ήταν σερβιτόρος), προσπαθούσα να βελτιώσω το επίπεδο της ζωής της οικογένειας. Είχα έναν σύμβουλο, ο οποίος είχε θέση στο Δ.Σ. του ΠΑΟΚ και του ζήτησα να με βοηθήσει, να φτιάξει δηλαδή ένα μαγαζί για τον πατέρα μου. Πήραμε καινούρια κουζίνα, ψυγείο που είχαν μείνει απλήρωτα και όταν έφτασε η ώρα να πληρωθούν έπρεπε να συναινέσει ο πρόεδρος του ΠΑΟΚ, κ. Παντελάκης με απόφαση του Δ.Σ. για καταβολή των χρημάτων, κάτι που δεν συνέβη. Είχαν αλλάξει τα πρόσωπα στη διοίκηση. Υπήρξε σύγκρουση γιγάντων. Τότε, ο πατέρας μου που είπε πως είχε κάνει κάποια επαφή με τον Ολυμπιακό και έπρεπε να πάω, για να πληρώσουμε τις υποχρεώσεις μας. Πήγα για να μην βρεθεί με χρέη ο πατέρας μας».
-Και γιατί δεν μιλούσατε με τον πατέρα σας για έξι χρόνια μετά, όπως έχετε δηλώσει;
«Ο πατέρας μου έκλεισε το μαγαζί στη Θεσσαλονίκη και άνοιξε μπιστρό στην Αθήνα. Εκείνος ήθελε να μείνω στον Πειραιά, κάπου ήλπιζε πως θα ολοκληρωθεί η μεταγραφή. Μου είπε: “Εδώ θα μείνεις”. Δεν θα χαλάλιζα το ταλέντο μου και την αγάπη μου για το ποδόσφαιρο. Εμένα δεν θα με έθρεφε ο Ολυμπιακός μη αγωνιζόμενος. Εκείνος ήθελε να δουλεύω στο μπιστρό. Ήταν εκτός ποδοσφαιρικής πραγματικότητας. Κι όταν πήρα την απόφαση να επιστρέψω στον ΠΑΟΚ δεν μου μιλούσε για 6 χρόνια. Ήταν ισχυρογνώμων. Ήμουν κι εγώ εγωιστής. Μιλούσα, βέβαια με τη μητέρα μου…».
-Τι πιστεύετε πως θα είχε αλλάξει στη ζωή σας αν είχατε αγωνιστεί εν τέλει στον Ολυμπιακό;
«Δεν μπορώ να κάνω υποθέσεις. Μακαρίζω, όμως την απόφασή μου να επιστρέψω στον ΠΑΟΚ γιατί έδειξα ότι δεν έμεινα σε εκείνες τις δάφνες, στο ταλέντο. Έκανα αυτό που πρόσταζε η καρδιά μου και η ψυχή μου και δούλεψα το ταλέντο που είχα. Περνώντας τόσο δύσκολες καταστάσεις! Από παντού υπήρχαν… σειρήνες αυτά τα δύο χρόνια που δεν αγωνιζόμουν! Κατάφερα να περάσω μεταξύ σκύλας και Χάρυβδης και βγήκα αλώβητος. Από το αποτέλεσμα δικαιώθηκα!».
-Και οι φίλαθλοι του ΠΑΟΚ δεν σας συγχώρεσαν απλώς, αλλά σας λάτρεψαν στη μετέπειτα καριέρα σας. Πως;
«Κάποια πράγματα τα κερδίζεις με τη συμπεριφορά σου. Μάθαιναν πως ήθελα να επιστρέψω και δεν με αφήνανε. Τους έκανα να με αγκαλιάσουν και λόγω της προσωπικότητάς μου και του ταλέντου μου. Δεν διέψευσα τις προσδοκίες τους. Δεν ήμουν ο άνθρωπος που θα έβγαινα να πω εύκολες δικαιολογίες. Ο κόσμος έχει αλάνθαστο κριτήριο. Όταν του πεις ψέματα το καταλαβαίνει κάποια στιγμή. Γι’ αυτό έχω την αγάπη του. Κρατάω και πως με σέβονται άνθρωποι που γνώρισα στον Πειραιά. Ποδοσφαιριστές όπως ο Σιδέρης και ο Πολυχρονίου να σε αγαπούν ως χαρακτήρα και όχι μόνο ταλέντο! Ήταν μεγαλύτεροι μου κι εγώ έπαιρνα τα θετικά από αυτούς τους ανθρώπους».
-Αισθάνεστε σήμερα μια κάποια ενοχή για την όξυνση της αντιπαλότητας ανάμεσα στους φιλάθλους ΠΑΟΚ και Ολυμπιακού;
«Υπήρχε η αντιπαλότητα, αλλά πράγματι οξύνθηκαν τα πράγματα, μετά τη δική μου ιστορία. Όταν… εξάπτεις το φίλαθλο κοινό με εμπρηστικά συνθήματα, τότε έχουμε αυτά τα αποτελέσματα. Είτε πρόκειται για πολιτικές παραταξιακές εφημερίδες, είτε για οπαδικές. Πάντα υπήρχαν οπαδικές εφημερίδες, ίσως όχι σε τόσο μεγάλο βαθμό, όπως σήμερα, αλλά υπήρχε το ΦΩΣ, η Αθλητική Ηχώ, τα Σπορ και τα Αθλητικά Νέα. Όταν υποδαυλίζουν και προβάλουν τέτοια συνθήματα… Όταν κατέβαινα και με φώναζαν “Βούλγαρο”! Βέβαια, το συγκεκριμένο απαράδεκτο σύνθημα το άκουγα και πριν κατέβω στον Πειραιά. Tο 1959 άρχισε το Πανελλήνιο Πρωτάθλημα κι εγώ έπαιξα το 1963 στην πρώτη ομάδα. Μας θεωρούσαν Βούλγαρους! Δεν ξέρω πως προέκυψε. Κάποτε θα πρέπει να το καταλάβουμε, είμαστε αντίπαλοι και όχι εχθροί. Αντίπαλοι στον αγωνιστικό χώρο… από εκεί και πέρα… τέλος».
-Ποιες στιγμές θα επιλέγατε να ξαναζήσετε, αν μπορούσατε;
«Θέλω να διαγράφω τις κακές στιγμές. Θέλω να ζω μόνο όμορφες στιγμές. Σίγουρα, η μία είναι ο πρώτος τίτλος που κατέκτησε ο ΠΑΟΚ το 1972 στον τελικό Κυπέλλου στο Γ. Καραϊσκάκης, με τον Παναθηναϊκό (2-1), με δύο δικά μου γκολ. Και η πιο συγκινητική στιγμή, ήταν το 1995, όταν διοργανώθηκε προς τιμή μου αγώνας ανάμεσα στην εθνική Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας (λόγω του πολέμου ανάμεσα στις χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας), μέσα στην Τούμπα. Μετά το τέλος του παιχνιδιού, χωρίς να το ξέρω με φώναξαν σε ένα σκεπασμένο χώρο και έγιναν τα αποκαλυπτήρια της προτομής μου μέσα στο γήπεδο της Τούμπας».
-Μια προτομή… που δεν υπάρχει πια…
«Την γκρέμισαν! Οι “επιστήμονες”. Έτσι τους είχε αποκαλέσει ο τότε πρόεδρος του Ολυμπιακού. Δεν ξέρω ποιοι ήταν. Μπήκαν στο γήπεδο, μάλλον οπαδοί του Ολυμπιακού και την γκρέμισαν. Έκτοτε, έγιναν προσπάθειες από τους φιλάθλους του ΠΑΟΚ να ξαναφτιαχτεί, αλλά δεν ξανάγινε».
-Κύριε Κούδα, δώσατε αγώνες όχι μόνο ποδοσφαιρικούς, αλλά και για την κοινωνία; Πως νιώθετε σήμερα που βλέπετε τη φτώχεια, φιλάθλους του ΠΑΟΚ να μην έχουν λεφτά ούτε για το εισιτήριο;
«Δεν μπορείτε να καταλάβετε τον πόνο ψυχής που έχω με όλα αυτά που συμβαίνουν. Ο πατέρας μου, όπως σας είπα ήταν άσχετος από ποδόσφαιρο. Δούλευε σε ένα από τα δύο μεγαλύτερα εστιατόρια της Θεσσαλονίκης. Ήταν το “ΟΛΥΜΠΟΣ ΝΑΟΥΣΑ” και ο “Στρατής”. Δούλευε στο δεύτερο. Όταν άρχισα να γίνομαι γνωστός, πήγαιναν φίλαθλοι εκεί και τον έδειχναν με το δάχτυλο: “Αυτός είναι ο πατέρας του Κούδα”. Τότε ήρθε και μου είπε: “Έρχονται πελάτες που σε βλέπουν στο γήπεδο και μου αφήνουν και 2 δραχμές μπουρμπουάρ. Εσύ τι τους δίνεις;” Toυ απάντησα: “Tίποτα”. Mε ξαναρώτησε: “Kαι πόσα πληρώνουν για να σε δουν να παίζεις;” Tου απάντησα: “Γύρω στις 10 με 15 δραχμές”. Kαι μου είπε τότε: “Να τους σέβεσαι κι εσύ όπως εγώ τους πελάτες. Να σέβεσαι αυτόν τον κόσμο που έρχεται να σε δει”. Όταν σε γαλουχεί με τέτοιες αρχές ο πατέρας σου, γίνεσαι άνθρωπος. Καταλαβαίνετε πως νιώθω, λοιπόν σήμερα».
-Αν σήμερα ήσασταν 25 χρόνων πως θα αντιμετωπίζατε την κατάσταση με το ελληνικό ποδόσφαιρο;
«Όταν θέλεις να αλλάξεις κάτι… το αντιμετωπίζεις! Όπως τότε που πήγα να πετάξω τη φανέλα μου στον Πατακό στο Γ. Καραϊσκάκης στο παιχνίδι Ολυμπιακός-ΠΑΟΚ. Ο διαιτητής έκανε ότι δεν καταλάβαινε… πέντε παίκτες του ΠΑΟΚ ήταν κάτω στο χόρτο και δεν σφύριζε τίποτα. Πήγα να σηκωθώ να φύγω και με κράτησαν οι συμπαίκτες, οι παράγοντες και οι προπονητές. “Θα μας στείλεις στη Γιάρο, στη Λέρο και στον Αϊ Στράτη” μου έλεγαν. Το ίδιο θα έκανα και σήμερα. Θα έλεγα: “Πάμε στον πρωθυπουργό να του πούμε ή θα σταματήσουν ή δεν παίζουμε ποδόσφαιρο».
-Πιστεύετε ότι μπορεί να αλλάξει κάτι;
«Απευθύνετε αυτό το ερώτημα σε έναν άνθρωπο που έχει παίξει 21 χρόνια στην πρώτη ομάδα και μέχρι σήμερα δεν έχε αλλάξει τίποτα στην Ελλάδα! 32 χρόνια μετά; Και επικαλούμαστε τους ξένους; Για το χρέος; Για όλα; Όλα μας τα έκαναν οι ξένοι; Ή λένε πως στο ποδόσφαιρο φταίνε οι ξένοι που ανέβασαν το μπάτζετ των ομάδων; Αυτοί έπρεπε να μας διορθώσουν; Εμείς δεν βλέπαμε τα κακώς κείμενα και όλες αυτές τις καταστάσεις; Καταφέραμε να πάρουμε ένα ευρωπαϊκό πρωτάθλημα με την εθνική, στο Euro 2004 κι αντί να κάνουμε βήματα μπροστά κάναμε βήματα πίσω; Δεν μιλάω μόνο για την εθνική. Ανοργανωσιά! Επαναπαυόμαστε εύκολα στις δάφνες μας και τελειώνει εκεί. Δεν σκεφτόμαστε ότι αύριο ξεκινά μια νέα μέρα που πρέπει να παράγεις. Παράλογα πράγματα…».
-Ο παραλογισμός φτάνει μέχρι τον… εμπρησμό στο σπίτι του αρχιδιαιτητή Γ. Μπίκα…
«Αυτοί που πρόκειται να χάσουν τη μάσα και τη μίζα ενεργούν έτσι. Δεν τους συμφέρει να μπουν τίμιοι και σωστοί. Από την άλλη, δεν ξέρω αν είναι τόσο μεγάλη μερίδα οι πρώτοι ώστε να “σκοτώσoυν” ό,τι γίνεται προς το καλύτερο. Ελπίζω…»
-Αλήθεια γνωρίζατε από πριν πως Ρασούλης και Παπάζογλου ετοίμαζαν τραγούδι με το επίθετό σας “πότε Βούδας, πότε Κούδας”; Το έχουμε τραγουδήσει όλες οι γυναίκες…
«Αν δεν το έχετε τραγουδήσει οι γυναίκες, τότε το έχετε χορέψει (γελάει). Ο άνθρωπος που συνεργάστηκε με τον Μανώλη Ρασούλη στους στίχους, όπως έμαθα, ήταν γείτονάς μου και με γνώριζε και ως φίλαθλος. Προσωπικά, δεν ήξερα τίποτα. Μήκα μια μέρα στο αυτοκίνητο, ανοίγω το ραδιόφωνο και ακούω… Κούδας! Άρχισα να ψάχνω! Γνώρισα τον Νίκο Παπάζογλου! Τι να πω για τον Νίκο Παπάζογλου; Εκπληκτική εκτέλεση, φωνή, αλλά κυρίως άνθρωπος. Τον θεωρώ κι εκείνον έναν από τους δασκάλους στη ζωή μου. Με αφορμή το τραγούδι τον γνώρισα και βρισκόμασταν τακτικά σε μπαράκια. Ήταν κι εκείνος λάτρης του έξω. Με τον Ρασούλη βρεθήκαμε σε μία εκπομπή του Δημήτρη Κωνσταντάρα και της Σεμίνας Διγενή, στην ΕΡΤ. Προσκεκλημένος ήταν ο Ρασούλης κι εγώ ήμουν πίσω από ένα πάνελ κρυμμένος και φαινόταν η σκιά μου. Το μυστικό πρόσωπο ήμουν εγώ!».
-Tι σημαίνουν για εσάς: Βούδας, Ιησούς, Ιούδας;
«Ο Βούδας: είναι θεότητα για κάποιους ανθρώπους. Δίδαξε πολλά, συνδέεται με το διαλογισμό, τη γαλήνη και την ψυχική ηρεμία. Ο Ιησούς είναι η δική μας θρησκεία. Είναι αυτός που δίδαξε αγάπη και αλληλεγγύη ανάμεσα σε πολλά άλλα. Ιούδας; Γνωρίζουμε πάρα πολλούς σήμερα που για πολύ πιο λίγα αργύρια προδίδουν τα πάντα».
-Είχατε Ιούδες στη ζωή σας;
«Ναι! Λόγω χαρακτήρα… ευκολόπιστος, αθώος, με καλή πρόθεση. Έχω πληρώσει πάρα πολλά πράγματα λόγω χαρακτήρα».
-Και… Μέγας Αλέξανδρος, το προσωνύμιό σας;
«Η φιλοσοφία του Μεγάλου Αλεξάνδρου ήταν να εκπολιτίσει κάποιους όχι και τόσο πολιτισμένους λαούς. Να εκπολιτίσει και όχι να κάνει πόλεμο. Έτσι άφησε το στίγμα του. Είμαστε απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Όσους κατέκτησε… δεν τους έκανε κακό. Πολιτισμός και όχι πόλεμος, αυτό το μήνυμα επιδίωξα να στείλω κι εγώ. Νομίζω πως το προσωνύμιο «Μέγας Αλέξανδρος» μου το έβγαλε ο Γιώργος Λιάνης. Παίζαμε αντίπαλοι όταν αγωνιζόταν στον Ηρακλή και μετά έγινε δημοσιογράφος. Προσωπικά, τον αποκαλώ συμπαίκτη. Εννοώ πως συμπαίκτες ονόμαζα πάντα τους αντίπαλους. Σήμερα παίζαμε ένα παιχνίδι, ΠΑΟΚ-Παναθηναϊκός και την επόμενη ημέρα κάναμε προπόνηση μαζί στην εθνική με τον Καψή και τον Γαλάκο. Πως ήμασταν αντίπαλοι;»
-Πώς αξιολογείτε τη συνεργασία σας με τον Ιβάν Σαββίδη;
«Είμαι σύμβουλος του κύριου Σαββίδη στον ΠΑΟΚ. Η συνεργασία μας είναι άψογη. Εκείνο που του μετέφερα είναι οι παθογένειες αυτής της ομάδας και του ελληνικού ποδοσφαίρου. Άνθρωποι που θέλουν να μπουν σε αυτό το χώρο εκμεταλλεύονται παράγοντες όπως ο Σαββίδης, ο Μαρινάκης, ο Αλαφούζος και ο Μελισσανίδης. Εγώ θέλω μόνο μέσα από εμπειρία μου να εκμηδενίσουμε τις παθογένειες και τα κακά στοιχεία. Να προχωρήσουμε βήμα βήμα σε αυτό που ξέρω, το ποδόσφαιρο. Με κάλεσε 4 χρόνια, αφού είχε έρθει στον ΠΑΟΚ. Του είπα: “Αργήσατε να με καλέσετε. Εγώ δεν πηγαίνω κάπου από μόνος μου. Έφυγα από αυτό το σπίτι, δεν είμαι ένοικος αυτού του σπιτιού. Τώρα που με φωνάξατε θα σας πω. Αγάπησα αυτή την ομάδα, έφαγα ψωμί και πρέπει να το εκτιμήσω».
-Ποιον προπονητή και ποιον συμπαίκτη θα θυμάστε για πάντα;
«Οι μεγάλες αγάπες έρχονται αργά στη ζωή μας: Ο Γερμανός Γκιούλα Λόραντ ήταν ο προπονητής που θα θυμάμαι για πάντα. Μας διόρθωσε, δεν υπέκυψε στα… αμαρτήματα τα δικά μας. Αναρωτιέμαι γατί να έρθει τόσο αργά στην ομάδα μου και στη ζωή μου; Κατακτήσαμε μαζί του το πρώτο πρωτάθλημα στην ιστορία του ΠΑΟΚ τη σεζόν 1975-76. Πέθανε μέσα στο γήπεδο, το 1980 σε μια φάση στο παιχνίδι με τον Ολυμπιακό, κοιτάζω προς τον πάγκο και βλέπω πως του έκαναν μαλάξεις. Από συμπαίκτες, το alter ego μου ποδοσφαιρικά, ήταν ο Δημήτρης Παρίδης. Έφυγε πέρυσι. Ένας εξαιρετικός άνθρωπος με μεγάλη ψυχή».
-Γιατί δεν ασχοληθήκατε με την προπονητική;
«Δεν ήταν η φιλοσοφία μου να γίνω προπονητής, δεν ταίριαζε ο χαρακτήρας και η ιδιοσυγκρασία μου. Ήθελα να γίνω δάσκαλος στις ακαδημίες, πραγματοποίησα την επιθυμία μου για λίγο και έκλεισε ο κύκλος. Ήξερα πως δεν ήθελα να γίνω δημόσιος υπάλληλος. Από το 1964 διατηρώ Πρακτορείο ΠΡΟΠΟ στη Μεγάλου Αλεξάνδρου. Άνοιξα αντιπροσωπεία αυτοκινήτων (1972-76). Σούπερ μάρκετ που το έκλεισα το 1979 και έχω μια βιοτεχνία μέσα στις δέκα πρώτες της Ελλάδας με ένδυση σπιτιού».
-Ποιο μήνυμα θα θέλατε να στείλετε;
«Πρέπει να έχουμε ανοιχτό μυαλό και μάτια, να προσπαθούμε. Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία! Το ποδόσφαιρο είναι άμεσα συναρτώμενο με τη ζωή, όλα είναι αλυσίδα. Αλληλεγγύη και αγάπη. Επίσης πως αν είναι καλός σε κάτι ο άλλος θα κερδίσεις κάτι κι εσύ. Προσπάθησε να γίνεις κι εσύ λίγο καλύτερος. Ο κόσμος, όμως έχει αγανακτίσει στην Ελλάδα. Όταν ακούμε τόσα ψέματα τόσα χρόνια… αγανακτείς! Ψέματα από όλους εδώ και 50 χρόνια. Δεν φταίω εγώ, φταίει ο άλλος».
Πηγή: ΑΠΕ