Ο Μίμης Δομάζος, ο εμβληματικός «στρατηγός» του ελληνικού ποδοσφαίρου, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 83 ετών, αφήνοντας πίσω του μια ανεκτίμητη κληρονομιά. Το πρωί της Τετάρτης, 22 Ιανουαρίου 2025, ενώ βρισκόταν έξω από διαγνωστικό κέντρο στο Χαλάνδρι, υπέστη ανακοπή καρδιάς. Παρά τις άμεσες προσπάθειες ανάνηψης και τη μεταφορά του στον «Ερυθρό Σταυρό», όπου νοσηλεύτηκε διασωληνωμένος, δεν κατάφερε να επανέλθει και άφησε την τελευταία του πνοή το πρωί της Παρασκευής, 24 Ιανουαρίου 2025.
Η καριέρα του Μίμη Δομάζου υπήρξε θρυλική και ανεξίτηλη στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Με τη φανέλα του Παναθηναϊκού, κατέκτησε 9 πρωταθλήματα και 3 Κύπελλα Ελλάδας, ενώ πρόσθεσε ένα ακόμη πρωτάθλημα με την ΑΕΚ. Η ηγετική του παρουσία και η απαράμιλλη ικανότητά του στο γήπεδο τον καθιέρωσαν ως έναν από τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές στην ιστορία της χώρας.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Ο ίδιος μιλώντας πριν από μερικούς μήνες στην εκπομπή «Στούντιο» 4, γύρισε το χρόνο πίσω και αναφέρθηκε στα πρώτα του βήματα, εξηγώντας πως ξεκίνησε από τις αλάνες των Αμπελοκήπων και κατάφερε να βρεθεί στον τελικό του Γουέμπλεϊ.
«Στην αλάνα έμαθα εγώ μπάλα! Απέναντι από τον Παναθηναϊκό. Εκεί κατεβαίναμε και παίζαμε εμείς. Χώμα ήταν τότε, δεν υπήρχε κάτι. Όταν σχόλαγα από το σχολείο, πηγαίναμε εκεί, βγάζαμε τις τσάντες και παίζαμε μπάλα. Έτσι ξεκίνησα, από τον δρόμο. Είχα το ταλέντο, δεν με έμαθε κανείς μπάλα, μόνος μου έμαθα.
Το γήπεδο υπήρχε εκεί, αλλά δεν είχε χόρτο. Ξεκίνησα από τη Άμυνα Αμπελοκήπων, δίπλα στον Παναθηναϊκό. Κάναμε εκεί προπόνηση. Οπότε παίζαμε στο δρόμο, μας έδιναν το γήπεδο και κάναμε και καμιά προπόνηση. Επειδή είχε χώμα και δεν είχε το γρασίδι, δεν θα χαλούσαμε τίποτα, έτσι μας άφηναν», είχε πει ο αξέχαστος «Στρατηγός».
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
«Αν δεν χώριζαν οι γονείς μου δεν θα γινόμουν ποδοσφαιριστής»
Ο ίδιος παραδεχόταν ότι δεν ήταν καλός μαθητής και υποστήριζε ότι αν δεν είχαν χωρίσει οι γονείς του δεν θα είχε γίνει ποδοσφαιριστής.
«Εγώ ήμουν τυχερός γιατί γεννήθηκα στους Αμπελοκήπους, στα Τουρκοβούνια κι όταν χώρισε η μάνα μου με τον πατέρα μου, 10 χρονών ήμουν, έμεινα με τη μητέρα μου στην αδελφή της, δίπλα στον Παναθηναϊκό. Μας φιλοξενούσε κι έτσι έγινα ποδοσφαιριστής. Ο πατέρας μου δεν ήθελε να παίξω μπάλα. Αν καθόμουν και δεν χώριζαν οι γονείς μου, πιστεύω δεν θα γινόμουν ποδοσφαιριστής. Ούτε η μητέρα μου ήθελε να παίζω, γιατί φοβόταν μη χτυπήσω. Όταν πήγα στην Άμυνα Αμπελοκήπων, για να με βάλουν να παίξω, ήμουν 14 ετών τότε, με έγραψαν 16 στα δελτία για να παίζω στο πρωτάθλημα της Άμυνας. Ο πατέρας μου δεν ερχόταν να με δει, ήρθε αργότερα.
«Όταν υπέγραψα στον Παναθηναϊκό, είχα μείνει σε δύο μαθήματα τότε στο σχολείο κι έφυγα. Ένας διευθυντής φώναξε τη μάνα μου τον τελευταίο χρόνο και της είπε “πάρτον από εδώ. Αυτός δεν διαβάζει, δεν κάνει τίποτα. Θα γίνει λούστρος. Αυτός όλο μπάλα θέλει να παίζει κάθε μέρα”. Κι έτσι έφυγα. Είχα μείνει σε δύο μαθήματα. Πώς αλλάζει όμως ο καιρός; Μετά από ένα τρίμηνο, τετράμηνο, η σχολή, η Σεβαστούπολη, έπρεπε να παίξει με μια άλλη σχολή και με φωνάζει ο διευθυντής και μου λέει: “Έλα να γράψεις και να σου δώσω και το δίπλωμα”, του απαντώ: “αφού δεν ξέρω τίποτα”, “θα σου τα γράψουμε μόνοι μας”, λέει. Δεν πήγα γιατί είμαι πάρα πολύ σκληρός. Είμαι πάρα πολύ εγωιστής κι έτσι δεν το πήρα ποτέ το απολυτήριο».
Οι λεγόμενοι «ψαράδες», οι σκάουτερ της εποχής εντοπίζουν του ταλέντο του 15χρονου Μίμη. Εκείνοι μπορούσαν να διακρίνουν τότε ότι το μέλλον του πιτσιρικά με τα κοντά παντελονάκια είναι προδιαγεγραμμένο!
«Αγαπούσα το ποδόσφαιρο, αλλά δεν έλεγα ότι θα γίνω και πλούσιος, γιατί εκείνη την εποχή από το ποδόσφαιρο δεν έπαιρνες λεφτά. Οι άλλοι πίστευαν ότι θα γίνω σημαντικός, όχι εγώ. Με έβλεπαν, οι λεγόμενοι “ψαράδες” στο δρόμο που έπαιζα, κι έλεγαν “ο μικρός αυτός κάποτε θα γίνει μεγάλος ποδοσφαιριστής”. Ξυπόλητοι παίζαμε, με το τόπι. Ένας μεγάλος προπονητής τότε ο Γκλίσοβιτς, κάθε μεσημέρι ερχόταν και με έβλεπε να παίζω. Και μια μέρα με πήρε στη θύρα 13. Εγώ ήμουν 15 χρονών τότε. Μου λέει “έλα στον Παναθηναϊκό”, “δεν έρχομαι” του απαντώ, εγώ αγαπώ την “Άμυνα”», είχε εξομολογηθεί ο Μίμης Δομάζος .
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΡΧΕΙΟΥ EUROKINISSI
Η μεταγραφή στον Παναθηναϊκό με αμοιβή… μια πορτοκαλάδα
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει και τρόπος που έγινε η μεταγραφή του στον Παναθηναϊκό. Ο νεαρός Μίμης με αντάλλαγμα μια πορτοκαλάδα θα φορέσει την πράσινη φανέλα.
«Εργάστηκα για πέντε μήνες στην Ιζόλα, ως οξυγονοκολλητής. Βοηθός ήμουν. Μετά υπέγραψα στον Παναθηναϊκό κι έφυγα. Η Άμυνα πήρε μια εμφάνιση κι εγώ μια πορτοκαλάδα, όταν υπέγραψα. Δεν έδιναν λεφτά τότε. Πάντα ήξερα ότι είμαι καλός στο ποδόσφαιρο. Όταν έμπαινα στο γήπεδο, δεν λογάριαζα κανέναν, ήμουν εγωιστής. Υπάρχει ποδοσφαιριστής στον κόσμο που προετοιμαζόταν από τη Δευτέρα για να παίξει την Κυριακή; Δεν κουραζόμουν σωματικά, μόνο το μυαλό μου. Σκεφτόμουν τις κινήσεις μου, των συμπαικτών και των αντιπάλων μου. Υπάρχει ποδοσφαιριστής στον κόσμο που χάνει 4 κιλά όταν παίζει; Έτρεχα παντού. Το βιοτικό μας επίπεδο καλυτέρευσε μετά.
Το ποδόσφαιρο ήταν το πάθος του, η μπάλα η αγάπη του και οι κινήσεις του στον επόμενο αγώνα ήταν η μοναδική του σκέψη. Όπως είχε πει μάλιστα ό ίδιος, για να είναι σε φόρμα έκανε ασκητική ζωή, μακριά από καταχρήσεις.
«Η αναγνωρισιμότητα δεν με ενδιέφερε. Εγώ δεν ήμουν star. Δεν με ένοιαζε. Εμένα με ένοιαζε να μπω στο γήπεδο, να ιδρώσω τη φανέλα, να παίξω για τον κόσμο και να είμαι πρώτος. Έπαιζα 22 χρόνια. Είναι πάρα δύσκολο να είσαι πρώτος τόσα χρόνια. Έκανα ζωή ασκητική. Κοιμόμουν από τις 19:00. Δεν έπινα, δεν κάπνιζα. Καφέ δεν έχω πιει. Τότε, στον Παναθηναϊκό, ο αρχηγός έκανε εφόδους στα σπίτια μας για να μη βγαίνουμε εξω τα βράδια. Από εμένα δεν πέρασε ποτέ κανένας γιατί ήξεραν ότι θα κοιμόμουν νωρίς. Εγώ ήμουν ερωτευμένος με τη μπάλα! Αυτή είχα στο μυαλό μου, διαρκώς! Η προσωπική μου ζωή έμπαινε σε δεύτερη μοίρα», είχε παραδεχτεί.
Ο επιχειρηματίας Δομάζος και η θρυλική μπουάτ «Ζυγός» στην Πλάκα
Ο Μίμης Δομάζος, εκτός από την σπουδαία ποδοσφαιρική του καριέρα, είχε επιχειρηματική δραστηριότητα στη θρυλική μπουάτ «Ζυγός» στην Πλάκα. Σε συνεντεύξεις του, έχει αναφερθεί σε αυτήν την περίοδο της ζωής του.
«Είχα τρία μαγαζιά. Τον “Ζυγό”, τον είχα με τον αδελφό του Δημήτρη Παπαμιχαήλ, τον Νίκο. Εκείνος μου το πρότεινε. Εγώ του είπα “παίζω μπάλα” αλλά με έψησε, αν και δεν ήμουν γλεντζές. Από εκεί πέρασαν μεγάλοι καλλιτέχνες. Δούλεψα με τον Πάριο, την Αλεξίου, τον Χάρρυ Κλυνν, με τον Μίμη Πλέσσα, με τον Κηλαηδόνη, με τον Μητροπάνο. Εκείνη την εποχή, το Σάββατο κάναμε τρία προγράμματα».
Η απώλειά του βυθίζει στο πένθος όχι μόνο την οικογένεια του Παναθηναϊκού, αλλά και ολόκληρο το ελληνικό ποδόσφαιρο, που αποχαιρετά έναν αληθινό θρύλο.