Με αφορμή τη συμπλήρωση 10 χρόνων από τη μεγαλύτερη επιτυχία του ελληνικού ποδοσφαίρου, οι παίκτες που έβγαλαν όλη την Ελλάδα στο δρόμο για να πανηγυρίσει, μίλησαν για την κατάκτηση του Euro.
Η εκπομπή Legend Stories της NOVA μίλησε με τους πρωταγωνιστές του θριάμβου της Πορτογαλίας αλλά και με μέλη της Εθνικής που θα ταξιδέψει στην Βραζιλία.
O Αντώνης Νικοπολίδης θυμήθηκε την πιο έντονη στιγμή: «Όταν τελείωσε το παιχνίδι έπεσα κάτω και προσπαθούσα να κοιτάξω γύρω μου να δω αν πραγματικά αυτό που γίνονταν ήταν αλήθεια. Ναι παίζεις για να κερδίσεις, πιστεύεις ότι μπορείς να κάνεις τα πάντα, αλλά το να πάρεις ένα Ευρωπαϊκό Κύπελλο για μας ήταν θαύμα. Η λογική δεν το χώραγε».
Ο Τραϊανός Δέλλας σχολίασε την υποδοχή: «Οι στιγμές που με στιγμάτισαν ήταν δύο. Ένα παιδί να κοιτά το λεωφορείο και να κλαίει και μια γιαγιά με ένα «πι» πίσω από το πούλμαν να στέλνει φιλιά και να λέει ευχαριστώ».
Ο Δημήτρης Παπαδόπουλος τόνισε: «Θυμάμαι κάποιος στην υποδοχή μέσα στον κόσμο κράταγε ένα παιδάκι μηνών στην αγκαλιά του. Και άρχισε ξαφνικά να το πετάει ψηλά. Κι όλοι λέγαμε μεταξύ μας “μα τι κάνει αυτός!”».
Ο Γιάννης Γκούμας είπε: «Προσωπικά μέσα στο λεωφορείο δάκρυσα διότι καταφέραμε να δώσουμε τόσο μεγάλη χαρά στην Ελλάδα. Και τώρα που το λέω είμαι πολύ συγκινημένος που μας αξίωσε ο Θεός να είμαστε μέλη αυτής της ομάδας και να πάρουμε το Euro».
Ένα αστείο περισστατικό θυμήθηκε ο Στέλιος Γιαννακόπουλος: «Μετά την επιτυχία όλοι ήμασταν σε άλλη διάσταση, άλλο κόσμο. Θυμάμαι τον Καραγκούνη να έχει φορέσει κάποιο στέμμα και να μοιάζει σαν Βασίλισσα. Αυτό ήταν απερίγραπτο έβγαζε πάρα πολύ γέλιο η σκηνή».
Ο Φάνης Κατεργιαννάκης σχολίασε συνθήματα που ακούγονταν: «Παίζαμε με την Πορτογαλία, βγαίνουμε να δούμε τον αγωνιστικό χώρο και άρχισαν να φωνάζουν οι πρώτοι Έλληνες, “σήκωσε το, το τιμημένο”. Θυμάμαι τι λέγαμε με τα παιδιά, πάμε να φύγουμε πάλι μέσα αλλά στο τέλος το θυμόμασταν όλοι και το συζητάγαμε».
Ο Γιώργος Καραγκούνης μίλησε για τον Ότο Ρεχάγκελ: «Δημιούργησε μια ομάδα και αυτό ήταν το πιο σημαντικό όπως αποδείχθηκε από τα αποτελέσματα. Δεν άλλαζε παίκτες είχε μία βάση και αυτό λειτούργησε θετικά».
Ο Θοδωρής Ζαγοράκης ανέφερε για το γκολ με την Γαλλία: «Η ικανότητα, το τάιμινγκ όλα έπαιξαν ρόλο. Θα μπορούσαν να χαλάσουν πολλά. Ήταν μια φάση που «έκατσε» όπως λέμε στο ποδόσφαιρο. Η σέντρα η κεφαλιά ήταν τέλεια και πήγαμε στον ημιτελικό».
Ο Ζήσης Βρύζας θυμήθηκε το γκολ κόντρα στη Ρωσία: «Κατά τη διάρκεια του αγώνα αισθανόμουν πως πήγαμε να καταστρέψουμε ότι φτιάξαμε στα δύο προηγούμενα. Με το γκολ σώσαμε την καταστροφή από τα δύο προηγούμενα επιτυχημένα αποτελέσματα».
Στη φιλοσοφία της ομάδας αναφέρθηκε ο Βασίλης Λάκης: «Επειδή όλες οι ομάδες ήταν πολύ καλές, λέγαμε θα καθίσουμε όλοι πίσω και ο Άγγελος μπροστά θα βάλει ένα γκολ. Ήταν τόσο προσηλωμένη η ομάδα στα αμυντικά της καθήκοντα που λέγαμε ότι αν θα πάμε καλά πίσω ένα γκολ θα βάλουμε. Είχαμε αυτή την πίστη που μας ακολούθησε μέχρι το τέλος».
Στο γκολ κόντρα στην Τσεχία αναφέρθηκε ο Βασίλης Τσιάρτας: «Όταν πήρα φόρα να χτυπήσω το κόρνερ ο στόχος ήταν να περάσω το πρώτο παίκτη που βάζουν οι ομάδες στο πρώτο δοκάρι σχεδόν στην γωνία της μικρής περιοχής. Στα παιδιά που έκαναν ζέσταμα και ετοιμάζονταν για την παράταση, γύρισα και τους είπα “μάγκες αφού δεν χάσαμε μέχρι τώρα, πάμε να κερδίσουμε”».
Για το μετάλλιο του πρωταθλητή Ευρώπης είπε ο Νίκος Νταμπίζας: «Είχε πλάκα με το μετάλλιο καθώς όταν γύρισα στην Αγγλία όλοι μου ζητούσαν να το δουν και να βγουν φωτογραφίες. Κάποιοι έκαναν πλάκα και μου έλεγαν να το πουλήσω στην μαύρη αγορά. Το έχω φυλαγμένο στο σπίτι και μετά από χρόνια όταν θα το κοιτάω θα θυμάμαι τα πάντα».
Κάτι που βρήκε σύμφωνο τον Νίκο Νταμπίζα: «Το γούρι ήταν οι τηγανητές πατάτες και η κόκα κόλα στο τραπέζι. Είναι παράδοξο γιατί δεν κολλά με τις σωστές διατροφικές συνθήκες των ποδοσφαιριστών. Εμείς πηγαίναμε κόντρα στο ρεύμα».
Όχι όμως και τον Παντελή Καφέ: «Όσοι καθόμασταν στον πάγκο καθόμασταν με συγκεκριμένη σειρά και αυτό ήταν το γούρι ειδικά μετά το πρώτο ματς που νικήσαμε την Πορτογαλία. Το σημαντικότερο ήταν ότι όλοι γίναμε μια οικογένεια. Το κλίμα κάθε μέρα γίνονταν και καλύτερο σε συνδυασμό με τα θετικά αποτελέσματα. Είχαμε γίνει ένας βράχος μια γροθιά που δεν μπορούσε να σπάσει με τίποτε».
Γιατί δεν εκμεταλλεύτηκε το ελληνικό ποδόσφαιρο την ευκαιρία: «Διότι δεν ενδιαφέρθηκε κανένας σοβαρά για το ποδόσφαιρο. Το κράτος κατ’ αρχήν να επενδύσει παρότι λέμε ότι είναι αυτοδιοίκητο το ποδόσφαιρο. Κατά δεύτερον αν πάμε όλοι 30 χρόνια πίσω να δούμε ποιοι παράγοντες μπήκαν στο άθλημα γιατί το αγαπούσαν και ήθελαν ανυστερόβουλα να το βοηθήσουν, δεν ξέρω πόσους θα βρούμε. Φαντάζομαι πολύ λίγους.
Δεν υπήρχε αγάπη για το ποδόσφαιρο, ο καθένας έπαιρνε ομάδα για δικό του λόγο. Καμία οργάνωση, κανένα πλάνο, κανένα σχέδιο και δεν υπάρχει ακόμα αυτό το πράγμα. Η πρωταθλήτρια ομάδα στην Ελλάδα περνάει απευθείας στους ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ, εξασφαλίζει πριμ 15-20 εκατομμύρια ευρώ άρα κάνει τα πάντα για να το πάρει.
Τρία-τέσσερα πρωταθλήματα να πάρει ο πρωταθλητής Ελλάδας ανοίγει την ψαλίδα με τον δεύτερο και τον τρίτο οικονομικά. Αυτό δεν συμβαίνει αλλού στην Ευρώπη. Δεν αφήνω υπονοούμενο, εννοώ την ομάδα που παίζει καλά. Κανένας δεν ασχολήθηκε με το ποδόσφαιρο και ούτε πρόκειται γιατί αυτό θέλει άτομα ν’ αγαπάνε το άθλημα κι εγώ δεν έχω δει πολλά.
Για να φτιάξει νομίζω ότι θέλει σωστή κρατική παρέμβαση και συνεργασία με την ΟΥΕΦΑ. Δεν είμαι καθόλου αισιόδοξος και είναι κρίμα γιατί συμφέρει μία χώρα να έχει προηγμένο πρωτάθλημα. Δεν ασχοληθήκανε. Απλά πήραμε το Euro, ανέβηκε η ψυχολογία και το ειδικό βάρος της εθνικής ομάδας. Μέχρι εκεί…»
Για την επιστροφή του στην εθνική ομάδα: «Ήμουν έτοιμος να επιστρέψω. Έλειπα δύο χρόνια και όλη μου τη ζωή έπαιζα στις εθνικές ομάδες. Απλά, περίμενα έναν άνθρωπο, που θα δω την αλήθεια μέσα στα μάτια του και να δω ότι θέλει τους καλύτερους στην εθνική ομάδα. Το είδα από τον κύριο Ρεχάγκελ και καθώς έλειπα καιρό από την εθνική ομάδα ήταν μία απόφαση που την ήθελα πολύ κι εγώ».
Για την πλάκα που έκαναν μεταξύ τους οι παίκτες πριν από την Πορτογαλία για το τι θα ζητούσαν αν κατακτούσαν το τρόπαιο: «Ένα σωρό βλακείες λέγαμε τότε (γελάει). Και ήταν και το καλό γιατί υπήρχε χαβαλές στην ομάδα. Επί της ουσίας κάναμε πλάκα και λέγαμε ότι ο ένας θα πάρει την Ακρόπολη, ο άλλος τον Λευκό Πύργο, κάποιος την Κηφισίας και άλλος το αεροδρόμιο “Μακεδονία”»
Για την πρώτη του σκέψη όσον αφορά στο τι μπορούσε να κάνει η Ελλάδα στην Πορτογαλία: «Να κάνει μία καλή πορεία, να κάνει νίκη. Αυτός ήταν ο πρωταρχικός στόχος. Το ταβάνι στο μυαλό μου ήταν να περάσουμε τους ομίλους».
Για το ότι πολλοί παίκτες εκείνης της ομάδας έπαιζαν σε ξένα πρωταθλήματα: «Ήταν σημαντικό διότι έφεραν νέα νοοτροπία, νέες εμπειρίες και είχαν αντιπάλους μεγάλους ποδοσφαιριστές. Επομένως ήταν μαθημένοι σε υψηλότερο επίπεδο, είχαν διαφορετικό αέρα και νοοτροπία. Αυτή ήταν βασική διαφορά σε σχέση με την Ελλάδα των προηγούμενων ετών»
Για τη δήλωσή του πριν από το δεύτερο ματς με την Ισπανία όπου έφερνε παράδειγμα την κατάκτηση του Euro 92 από τη Δανία: «Δεν μπορώ να πω ότι πίστευα στην κατάκτηση του τροπαίου όταν έκανα εκείνη τη δήλωση. Απλά ήταν η δική μου αλήθεια. Πίστευα αυτά που έλεγα γιατί πραγματικά η Δανία είχε πάει από τις παραλίες στο Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα και χωρίς προετοιμασία και είχε πάρει την πρωτιά χωρίς να το περιμένει κανένας. Εξηγούσα έτσι ότι τίποτα δεν είναι απίθανο. Ευτυχώς βγήκε η γνώμη μου (χαμογελάει)».
Για το τι οδήγησε την Ελλάδα στην ιστορική διάκριση: «Νομίζω ότι το νούμερο ένα ήταν το κλίμα και η ψυχολογία και σε αυτό συνέβαλε καθοριστικά ο Ρεχάγκελ. Ήταν ο μοναδικός προπονητής για τον οποίο ήμασταν σίγουροι ότι ήταν δίκαιος. Δεν άκουγε τον πρόεδρο της ΕΠΟ, δεν είχε άλλες πιέσεις στο να βάλει παίκτες κάνοντας πολιτική, έκανε ό,τι είχε στο μυαλό του. Το ξέραμε και γι’ αυτό ήταν πολύ καλό το κλίμα μεταξύ μας. Η συντροφικότητα, το κλίμα ήταν στοιχεία που μέτρησαν. Όταν υπάρχουν ομάδες είναι πολύ σημαντικό να υπάρχει συνοχή και κοινός στόχος. Μας πρόσεχαν πολύ και από την ομοσπονδία. Ο καθένας περνούσε καλά κι αισθανόταν σπουδαίος ως ποδοσφαιριστής. Πάντα περνούσαμε καλά και ποτέ δεν βαρεθήκαμε».
Για το ότι καταφέρνει να διατηρείται ψηλά η εθνική παρά τα διάφορα προβλήματα του ελληνικού ποδοσφαίρου: «Υπάρχει το ατομικό ταλέντο των παικτών, το ειδικό βάρος της φανέλας και η δυνατή πλέον ψυχολογία. Με άλλο αέρα παίζει ο Έλληνας ποδοσφαιριστής. Αυτή είναι η κληρονομιά, που άφησε η εθνική ομάδα. Γίνεται να έχεις μη ανταγωνιστικό πρωτάθλημα, αλλά καλή εθνική ομάδα. Δεν ξέρω πόσο θα κρατήσει αυτό, αλλά υπάρχει μία ώθηση από το 2004 και μετά».
Στα χαρακτηριστικά που οδήγησαν την Ελλάδα στην κατάκτηση του Euro, αλλά και στην αδυναμία των αντιπάλων να την αντιμετωπίσουν αναφέρθηκε ο Φερνάντο Σάντος:
«Τα χαρακτηριστικά της Ελλάδας ήταν το πάθος και η συγκέντρωση. Όλα αυτά συνέβησαν σε μια γενιά με πολύ ταλέντο. Ήταν τεράστια έκπληξη για τους Πορτογάλους η ήττα στην πρεμιέρα. Πέρα από τους Έλληνες που ήταν αισιόδοξοι για το αποτέλεσμα κανένας άλλος δεν το πίστευε.
Στην Πορτογαλία γνώριζαν τους Έλληνες παίκτες. Την τακτική, τον τρόπο άμυνας και ανάπτυξης, όπως και οι Έλληνες γνώριζαν πολλά για τους Πορτογάλους. Στο πρώτο ματς τους έλεγα ότι δεν είναι εύκολο να κερδίσεις την Ελλάδα. Η Ελλάδα προηγήθηκε νωρίς και εκείνοι συνέχισαν να λένε ότι κάτι θα γίνει στο τέλος. Τίποτα όμως δεν έγινε.
Αρχικά πίστευα ότι η Ελλάδα μπορεί να κάνει κάτι καλό σε εκείνο το EURO, όχι βέβαια να το κατακτήσει. Έβλεπα ότι υπήρχε ρεαλισμός στο παιχνίδι της ομάδας και έδειχναν ότι έχουν ικανότητες να πετύχουν το στόχο τους. Όλα τα φαβορί πίστευαν ότι η Ελλάδα δεν ήταν ικανή για να τους κοντράρει, αλλά οι Έλληνες ήταν προσγειωμένοι και τα κατάφεραν.
Στο ματς με τη Γαλλία οι Γάλλοι μπήκαν στο ματς με ύφος μπλαζέ. Σαν να είχαν στο μυαλό τους το επόμενο παιχνίδι. Κανένας δεν είχε την απάντηση στο ερώτημα πως μπορείς να κερδίσεις τους Έλληνες. Μόνο ο Σκολάρι ξέρει πως προετοιμάστηκε η Πορτογαλία. Αυτό που αποδείχθηκε όμως είναι ότι δεν κατάλαβε καλά τι ακριβώς είναι η Ελλάδα.
Στον τελικό πίστευαν στην Πορτογαλία ότι με κάποιο τρόπο θα πάρουν το κύπελλο. Υπήρχε όμως νευρικότητα, αφού η Ελλάδα δε δεχόταν εύκολα γκολ και είχαν ήδη μια ήττα. Είναι ξεκάθαρο ότι η Ελλάδα έφτασε ψηλά επειδή μπορούσε και όχι επειδή δε μπορούσαν οι άλλοι. Στην Ελλάδα έχετε μάθει να ενεργείτε εγωιστικά. Η βάση είναι το “εγώ”. Η ομάδα μου. Δε θα το κρύψω ότι ήθελα να νικήσει η Πορτογαλία, αλλά μόνο από την Ελλάδα θα ήθελα να χάσει».
Στο κίνητρο που έδωσε στους Έλληνες ποδοσφαιριστές η κούπα αναφέρθηκε ο Δημήτρης Σαλπιγγίδης:
«Τότε ήμουν 23 ετών. Άνηκα στον ΠΑΟΚ και ήμουν ποδοσφαιριστής για δεύτερη σερί χρονιά. Μετά τον δανεισμό μου σε Λάρισα και Καβάλα επέστρεψα και ολοκληρώθηκε η δεύτερη σεζόν.
Τα παιχνίδια της Εθνικής τα έβλεπα μοιρασμένα. Τα πρώτα στο σπίτι μου με φίλους, δύο σε διακοπές και ημιτελικό και τελικό ξανά στο σπίτι. Όλα τα ματς τα θυμάμαι σαν ένα όμορφο όνειρο. Ξεκινώντας αρχικά από το ότι πήγαμε σε μεγάλη διοργάνωση μετά από χρόνια και μετά οι καλές εμφανίσεις και η μία επιτυχία που διαδεχόταν την άλλη.
Ήταν σαν ένα όμορφο όνειρο χωρίς τελειωμό. Χαρακτηριστικά θυμάμαι τη σιγουριά και τη θετική ενέργεια που είχαμε. Πίστευα ότι θα πάμε και δε θα χάσουμε. Έτσι ένιωθα. Άσχετα με το ότι ήμουν ποδοσφαιριστής, ένιωθα κι εγώ σαν όλους τους φιλάθλους. Έβλεπες χαρούμενα πρόσωπα, κόρνες, αυτοκίνητα και χαρούμενα πρόσωπα παντού.
Όλος ο κόσμος ήταν ευτυχισμένος εκείνο το διάστημα. Ο κόσμος ζούσε ένα όνειρο. Μετά από κάθε αγώνα ζήλευα με όλη τη θετική ενέργεια και τη θετική πλευρά τα παιδιά που ζούσαν αυτό το ταξίδι. Ήθελα πολύ να είμαι κι εγώ. Νομίζω κάθε Έλληνας ήθελε να ήταν κοντά στα παιδιά με οποιαδήποτε ιδιότητα.
Νιώθω πολύ περήφανος που ως Έλληνας έζησα έστω από μακριά αυτή την επιτυχία. Με επηρέασε πολύ θετικά, αλλά για τη χώρα μας δεν έγιναν πολλά πράγματα, αλλά η Εθνική ομάδα ποδοσφαίρου άφησε ένα στίγμα εθνικής δύναμης».
Στις… θέσεις που δεν άλλαζαν κατά τη διάρκεια της διοργάνωσης, αλλά και στο κίνητρο που του έδωσε αναφέρθηκε ο Ορέστης Καρνέζης:
«Το 2004 ήμουνα 19 χρονών. Ήταν η τρίτη χρονιά που βρισκόμουν στον ΟΦΗ και ήταν η πρώτη μου ως επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Είχαμε διακοπές και είχα πάει στην Κέρκυρα για να δω τους δικούς μου και θυμάμαι ότι όλοι, με τους κολλητούς μου και τον αδερφό μου μαζευτήκαμε σε ένα συγκεκριμένο σπίτι και είδαμε εκεί το πρώτο παιχνίδι.
Όπως κερδίσαμε το πρώτο ματς είπαμε ότι θα κάνουμε τα ίδια πράγματα σαν γούρι, όπως και το κάναμε ως το τέλος. Μετά ήρθε το παιχνίδι της Ισπανίας, μια δύσκολη αντίπαλος και φαβορί για την κατάκτηση του Euro, αλλά και εκεί η Εθνική τα κατάφερε. Στο 1-1 κοιταζόμασταν και δεν ξέραμε τι γίνεται. Δεν πιστεύαμε σε αυτά που βλέπαμε.
Στο τέλος κάθε ματς βαθιά μέσα μου έλεγα μακάρι να με αξιώσει ο Θεός να έρθω κι εγώ σ’ αυτή τη θέση. Έλεγα πόσο τυχεροί είναι και πόσο μαγκιά τους είναι που καταφέρανε αυτό που καταφέρανε. Ήταν πολύ σημαντικό στην αρχή της καριέρας μας να βλέπαμε μια τέτοια επιτυχία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Μας έδωσε κίνητρο για τη συνέχεια».
Στους ξέφρενους πανηγυρισμούς που ακολούθησαν το γκολ κόντρα στην Τσεχία στάθηκε ο Κώστα Μανωλάς:
«Το 2004 όταν έβλεπα τον τελικό ήμουν 13 χρονών και βρισκόμουν στη Νάξο, αφού έπαιζα στον Πανναξιακό, στο εφηβικό. Θυμάμαι το ματς με την Τσεχία στον ημιτελικό. Αυτός ήταν ο πιο έντονος πανηγυρισμός που είχα στο Euro. Έσπαγα τα τραπέζια. Ξέφυγα όπως ο κάθε Έλληνας. Από τη στιγμή που πήγαμε τελικό ήμουν σίγουρος ότι θα το παίρναμε. Ξεχυθήκαμε όλοι στους δρόμους και ήταν πολύ ωραίο συναίσθημα το να είσαι Έλληνας. Τα παιδιά αυτά ήταν ήρωες αν αναλογιστούμε τα μεγάλα ονόματα που είχαν οι άλλες ομάδες και παρόλα αυτά κατάφεραν να τους ισοπεδώσουν».
Στον πανικό που επικράτησε μετά την κατάκτηση του Euro 2004 αναφέρθηκε ο Σωκράτης Παπασταθόπουλος, ταυτίζοντας την συγκεκριμένη επιτυχία με αυτή της γενιάς του Γκάλη:
«Το 2004 ήμουν 15 χρονών. Έπαιζα στον Απόλλωνα Πεταλιδίου. Τα παιχνίδια τα έβλεπα με πολλούς φίλους απ’ την πρώτη μου ομάδα, τον Αίαντα Καλαμάτας. Εκεί μαζευόμασταν γιατί ήταν κάτι σαν καφετέρια και βλέπαμε τα ματς. Σαν γούρι είχαμε το να μη λείπει κανείς και όλοι καθόμασταν στις ίδιες καρέκλες.
Αν δεν πήγαινε κάτι καλά ρίχναμε κάτω λίγο νερό. Πριν το ματς με τη Γαλλία λέγαμε είμαστε ευχαριστημένοι που φτάσαμε εδώ και μας αρκούσε μια αξιοπρεπή εμφάνιση, αλλά όσο περνούσε η ώρα ελπίζαμε. Όταν μπήκε το γκολ καλύτερα να μην πούμε το τι ξεστόμισε ο καθένας.
Μετά το ματς αυτό λέγαμε όλοι ότι η ομάδα μας μπορεί να κάνει πολλά πράγματα. Σε κάθε στημένη φάση κρατιόμασταν μεταξύ μας. Δε θα ξεχαστούν ποτέ αυτές οι στιγμές και είναι ακατόρθωτο να ξαναγίνει. Βγήκα κι εγώ στους δρόμους για πολλές ώρες επικρατούσε κάτι που δεν περιγράφεται. Δεν είχα ξαναδεί τον κόσμο πιο χαρούμενο.
Αν έλεγες σε έναν Έλληνα τότε θα σου δώσω ένα Χ ποσό για να αλλάξεις αυτό που συμβαίνει, κανένας δεν θα το δεχόταν. Έπιανε ο καθένας τον διπλανό του και χόρευαν, γελούσαν, έκλαιγαν από χαρά μαζί. Επικρατούσε πανικός. Είμαι περήφανος που γεννήθηκα Έλληνας. Πως ήταν η γενιά του Γκάλη που όλα τα παιδιά άρχιζαν να παίζουν μπάσκετ; Έτσι έγινε τότε και με το ποδόσφαιρο. Παιδιά που δεν τους άρεσε το ποδόσφαιρο, αλλά είδαν αυτό που τους έκανε περήφανους».
Στο πρότυπό του, τον Αντώνη Νικοπολίδη, αλλά και στην επιρροή που είχε απ’ αυτόν μετά το Euro αναφέρθηκε ο Στέφανος Καπίνο:
«Ήμουν 10 χρονών. Έπαιζα ποδόσφαιρο από τεσσάρων χρονών και μόλις είχα μπει στις ακαδημίες του αετού Κορυδαλλού. Όλοι μαζί το βλέπαμε σπίτι μου και το γούρι ήταν ότι όλη η οικογένεια βλέπαμε μαζί τα ματς. Θυμάμαι τον Νικοπολίδη στο ματς με την Τσεχία και τον Καψή που ήταν μαν του μαν στον Κόλερ. Ο Νικοπολίδης ήταν πρότυπο για μένα και συνέχισε να είναι. Σκεφτόμουν ότι θα ήθελα πολύ να βρεθώ κι εγώ σ’ αυτή τη θέση. Αυτό ονειρευόμουν μετά από κάθε παιχνίδι. Στην περιοχή μου πανηγύριζαν στο Πασαλιμάνι, αλλά εγώ πήγα στο κέντρο και πανηγύρισα. Το ποδοσφαιρικό μου μέλλον επηρεάστηκε σημαντικά, αφού είχα κι εγώ πρότυπα τους διεθνείς».