Στην εκπομπής Novasports Stories, μίλησε μεταξύ άλλων και για τη μεταγραφή του από τον Ολυμπιακό στον Παναθηναϊκό, το καλοκαίρι του 2010.
Οσα είπε ο «Αφρου» στην κάμερα της NOVA
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Για το ξεκίνημα της καριέρας του: “1987, καλοκαίρι μάλιστα, επηρεασμένος κι εγώ όπως και όλη η γενιά μου από τη μεγάλη επιτυχία της Εθνικής ομάδας μπάσκετ των ανδρών. 15 μέρες μετά έχω πάει για μπάνιο με τον πατέρα μου και τον αδερφό μου στα Κανάρια στη Βάρκιζα. Εκεί συναντάμε μια παρέα που συνήθως παίζει με τον πατέρα μου μέσα στη θάλασσα σ’ ένα τερέν που το έχουν φτιάξει οι ίδιοι με ένα τέρμα, μπαίνω κι εγώ μέσα να παίξω, κάνω τις πρώτες μου πάσες, είχα την πρώτη μου επαφή με το πόλο. Βγαίνοντας από το νερό, ο κύριος που το διοργάνωνε, ο κύριος Μάκης, που ακόμα υπάρχει, έχουν περάσει 30 χρόνια από τότε, λέει στον πατέρα μου, γιατί δεν πας τον πιτσιρικά να τον γράψεις στο Ναυτικό όμιλο Βουλιαγμένης που έχει πολύ καλές ακαδημίες και δουλεύουν πολύ σωστά και μπορεί να κάνει καλή καριέρα. Και πράγματι ακούστηκε η εισήγησή του, την επόμενη μέρα ήμουν ήδη στη Βουλιαγμένη, έπεσα μέσα κολύμπησα και ήταν η πρώτη μου βουτιά…30 Ιουνίου πρέπει να ήταν γιατί ήταν οι γιορτή των Αγίων Αποστόλων, το θυμάμαι πολύ καλά γιατί μετά την πρώτη μου προπόνηση με είχε καλέσει ο ξάδερφος μου σπίτι του και με υπερηφάνεια έδειχνα την ταυτότητά μου ότι ξεκίνησα πόλο στο Ναυτικό Όμιλο Βουλιαγμένης.
Ταλέντο υπήρχε, η αλήθεια είναι ότι υπήρχε ταλέντο, είχε ταλέντο σε όλα τα αθλήματα που είχα ασχοληθεί μέχρι να φτάσω να παίζω πόλο, μπάσκετ και ποδόσφαιρο, κυρίως, μιας και η γενιά μου κυρίως μπάσκετ και ποδόσφαιρο έπαιζε, αλλά σίγουρα είναι κάτι που το κατάλαβα καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας μου, ότι δεν ήταν μόνο το ταλέντο που με έφτασε εδώ, πιστεύω πως ο συνδυασμός ταλέντου με τη σκληρή δουλειά που έκανα όλα αυτά τα χρόνια με οδήγησαν να κάνω αυτή την καριέρα που έκανα.
Πρώτος προπονητής ήταν ο Άκης ο Κακαρνάκης ο οποίος ήταν στις ακαδημίες της Βουλιαγμένης, αλλά πάνω από τον Άκη τον Κακαρνάκη ήταν ο τεράστιος Γιάννης Γιαννουρής ο οποίος είχε οραματιστεί όλο αυτό το οικοδόμημα της Βουλιαγμένης, ένα μεγάλο οικοδόμημα, αυτή τη στιγμή 30 χρόνια μετά είναι ο μεγαλύτερος αθλητικός οργανισμός της Ελλάδας ειδικά στο κομμάτι της υδατοσφαίρισης, έχει βγάλει πολύ μεγάλους αθλητές, ήταν και τα πρώτα χρόνια που ξεκίνησε η πισίνα τη χειμερινή της λειτουργία. Μέχρι το 1988 η κύρια βάση της Βουλιαγμένης ήταν η Αθήνα, οι ακαδημίες της ήταν στην Αθήνα, στο Ζάππειο ή στα Πατήσια αν δεν κάνω λάθος, ήμουν τυχερός γιατί ήταν ο πρώτος χειμώνας που έμεινε το κολυμβητήριο ανοιχτό, οπότε συνέχισα να προπονούμαι κι εγώ εκεί πέρα. Ίσως αν εκείνα τα χρόνια δεν είχε ανοίξει χειμώνα η πισίνα να μην είχα συνεχίσει να ασχολούμαι με το πόλο.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Ήμασταν όλοι μια παρέα, μια οικογένεια, ήμασταν όλα τα παιδιά, από Βουλιαγμένη, Βούλα, Βάρκιζα, ήμασταν όλη τη μέρα μαζί, μετά την προπόνηση καθόμασταν στον όμιλο, είτε για μπάνιο, άλλοι έκαναν θαλάσσιο σκι ή ιστιοπλοΐα. Ήμασταν μια οικογένεια δεμένη και κάναμε πολλές ώρες προπόνηση. Πραγματικά υπήρχαν καλοκαίρια που ξεχνιόμασταν μέσα στο νερό. Φεύγαμε από το σπίτι μας στις 9 το πρωί και γυρνάγαμε στις 9 το βράδυ από τον όμιλο έχοντας κάνει 7-8 ώρες προπόνηση την ημέρα. Εκεί ξεκινάει και η δική μου αγωνιστική αντεπίθεση στο χώρο του πόλο, με αυτές τις πολλές ώρες προπόνησης έχω αρχίσει και χτίζω και βάζω τις βάσεις ώστε να μπορέσω να κάνω το επόμενο βήμα στην καριέρα μου, ώστε να είμαι σιγά, σιγά στην αντρική ομάδα και μετά φυσικά στην Εθνική.
Η αλήθεια είναι πως ήμουν από τους καλούς αθλητές, δεν είναι ότι ξεχώριζα τόσο πολύ από τους άλλους. Ήμουν μέσα στο τοπ 5 των καλύτερων παικτών αλλά υπήρχαν κι άλλοι καλοί αθλητές. Δεν φαινόταν ότι είμαι ο καλύτερος, ήμουν σ’ ένα γκρουπ καλών παικτών. Οπότε δεν ήρθε κάποιος να μου πει Γιώργο μείνε εδώ, σε ‘σένα στηρίζουμε την ομάδα της Βουλιαγμένης.
Εγώ όλο αυτό το είχα οραματιστεί από μικρός. Με έβλεπα πρωταθλητή σε ηλικία 7-8 ετών ήταν δικό μου όραμα, το σχεδίαζα μόνος μου, το έφτιαχνα μόνος μου στο μυαλό μου και μάλιστα στην επιστολή την οποία έκανα φεύγοντας από τον χώρο του πόλο, δήλωνα πως όλα αυτά που έζησα ήταν σαν να τα είχα οραματιστεί από πιο πριν. Και ισχύει αυτό. Από πολύ μικρή ηλικία έζησα πολύ έντονα τον αθλητισμό, τον αγαπούσα πάρα πολύ, έκανα πάρα πολλά πράγματα μόνος μου, είτε φτιάχνοντας τουρνουά μπάσκετ μέσα στο σπίτι μου,είτε καλώντας τους φίλους μου κι έφτιαχνα τουρνουά πινγκ πονγκ με παιδιά από την περιοχή μου. Ξύπναγα και κοιμόμουν μόνο για το πως θα παίξω με τους φίλους μου ποδόσφαιρο, πως θα παίξω μπάσκετ, πως θα παίξω πινγκ πονγκ, ποιος θα πάρει το πρωτάθλημα στο πινγκ πονγκ, το τουρνουά στο ποδόσφαιρο, οπότε όλα αυτά που βίωνα μικρός τα σχεδίαζα μόνος μου και κάποια στιγμή έλεγα πως όταν μεγαλώσω θα τα ζήσω κιόλας.
Όπως είπα ξεκίνησα την υδατοσφαίριση το 1987 σε ηλικία 11 ετών, μια εποχή που μεσουρανούσε το μπάσκετ, μία χρυσή εποχή για τον αθλητισμό, θεωρώ πως ξεκίνησαν πολλά πράγματα από εκείνη την επιτυχία, οπότε ήταν φυσικό, τον αθλητή που είχαμε μπροστά μου και τον θαύμαζα και τον είχα ίνδαλμα μου να είναι ο Νίκος Γκάλης. Τον αγαπούσα πάρα πολύ, μου άρεσε πολύ ο τρόπος σκέψεώς του, ο επαγγελματισμός που είχε στο παιχνίδι του και θεωρώ πως είναι ένας αθλητής που μαζί με το μπάσκετ αλλάξανε πάρα πολλά πράγματα στον Ελληνικό αθλητισμό”.
Για το ότι πολλοί τον θεωρούν τον “Γκάλη του πόλο”: “Εντάξει είναι λίγο βαρύ να το λες αυτό, απλώς πιστεύω πως έβαλα κι εγώ ένα λιθαράκι για να πάει το πόλο ένα βήμα παραπάνω. Αυτός ήταν και ο στόχος μου, όταν άρχισα να σκέφτομαι πιο ώριμα. Θεωρούσα πως ο στόχος ήταν να βάλω το όνομά μου στην ιστορία της Ελληνικής υδατοσφαίρισης που θα κάνει το βήμα παραπάνω για τα επόμενα χρόνια και πιστεύω πως αυτό το κατάφερα. Αλλά δε μπορώ να πω πως μόνο εγώ το κατάφερα, είναι πάρα πολλοί οι αθλητές που έχουν συμβάλει σε αυτή την επιτυχία και είμαι πολύ χαρούμενος που μετά από χρόνια, τώρα που σταμάτησα, βλέπω όλο και περισσότερους γονείς, να θέλουν να βάλουν τα παιδιά τους στο άθλημα του πόλο. Αυτό είναι επιτυχία για μένα και ορμώμενος ξανά από την επιτυχία του ’87, τα παιδιά του μπάσκετ τόνιζαν ότι θέλουμε να βάλουμε τις μπασκέτες μέσα στις παιδικές χαρές, θέλουμε να βάλουμε τον κόσμο να παίζει μπάσκετ. Αυτό εγώ το είχα κρατήσει από τότε, από εκείνη την ηλικία και πιστεύω πως αυτό προσπάθησα τόσα χρόνια να κάνω σαν αθλητής και που θα προσπαθήσω να κάνω ακόμα και τώρα και τα επόμενα χρόνια που θα είμαι στον χώρο, να μπορέσω να βάλω όλο και περισσότερα παιδί μέσα στον χώρο που λέγεται υδατοσφαίριση. Όλο και περισσότεροι γονείς να βάζουν τα παιδιά τους σ’ αυτό το άθλημα. Αυτό πιστεύω πως είναι η μεγαλύτερη επιτυχία για ένα άθλημα, να ανοίξει τον κύκλο του, ακόμα και από ένα Ολυμπιακό μετάλλιο, αυτό είναι κάτι που δεν ανταλλάσσεται με τίποτα.
Σιγά σιγά κάνω τα πρώτα μου βήματα στο Ναυτικό όμιλο Βουλιαγμένης, κάνω τα βήματα σταδιακά, ξεκινάω με την είσοδό μου στην αντρική ομάδα που ήταν και το όνειρό μου, γίνομαι παίκτης 7άδας, ξαφνικά έρχονται συμμαθητές μου να με δούνε που παίζω στην αντρική ομάδα σε θέση βασικού. Τα επόμενα 2-3 χρόνια, από το 1993 που μπήκα στην αντρική ομάδα, είναι χρόνια που η Βουλιαγμένη αρχίζει να πρωταγωνιστεί κι έρχεται η χρυσή στιγμή και προσωπική και της Βουλιαγμένης, αλλά και του Ελληνικού αθλητισμού, η κατάκτηση το 1997 του Κυπέλλου Κυπελλούχων από το Ν.Ο.Β.
Πιστεύω πως ήταν μία μοναδική στιγμή, ανεπανάληπτη, την οποία τη βίωσα έντονα γιατί σε αυτή την ομάδα έτυχε να έχει ρόλο και ο πατέρας μου αλλά και ο μετέπειτα πεθερός μου, είναι μια ανεπανάληπτη επιτυχία και για εμένα και για τα παιδιά της Βουλιαγμένης, ήταν μία τεράστια επιτυχία και το λέω συνέχεια πως άμα κάτσει κάποιος και ψάξει γενικά τους νικητές όλων των Ευρωπαϊκών κυπέλλων σε όλα τα ομαδικά αθλήματα σίγουρα δεν θα βρει ομάδα οι 12 στους 13 αθλητές της να είναι γηγενείς, παίκτες της Βουλιαγμένης, παίκτες που ξεκίνησαν από τις ακαδημίες της Βουλιαγμένης. Πιστεύω πως σε οποιοδήποτε ομαδικό άθλημα ομάδα που έχει κατακτήσει ευρωπαϊκό τίτλο δεν έχει καταφέρει να πετύχει κάτι τέτοιο και είμαι 100% σίγουρος.
Δεν θα ξεχάσω πετά τον πρώτο ισόπαλο τελικό με τη Ρόμα, μία υπερδύναμη του ευρωπαϊκού πόλο, με τους δύο καλύτερους εν ενεργεία παίκτες στον κόσμο, τον Μπένεντεκ και τον Φερέτι, το επόμενο πρωινό προπονητής και παίκτες κάναμε σύσκεψη για το σε ποια έδρα θα αγωνιστούμε. Οι λύσεις ήταν, κολυμβητήριο Νέας Σμύρνης, στο οποίο είχαμε παίξει τα προηγούμενα παιχνίδια μας στη διοργάνωση και κολυμβητήριο ΟΑΚΑ. Η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι παίκτες προτιμούσαν τη ζεστασιά της Νέας Σμύρνης και την ατμόσφαιρα που μπορούσα να δημιουργήσει ένα πιο μικρό κολυμβητήριο γεμάτο κόσμο, από το να πάμε στο αχανές ΟΑΚΑ το οποίο σίγουρα δεν είχαμε στο μυαλό μας πως μπορεί να γεμίσει και να μας βοηθήσει έτσι ώστε να πάρουμε τη νίκη έστω με ένα γκολ για να πάρουμε το Κύπελλο Ευρώπης. Τελικά μέτρησε η γνώμη του Γιάννη Γιαννουρή ο οποίος πρότεινε το ΟΑΚΑ και ήταν κάθετος σε αυτό και νομίζω πως δικαιώθηκε 100%. Ζήσαμε τρομερές στιγμές γέμισε όλο το κολυμβητήριο από τη μία άκρη ως την άλλη, περίπου 7-8 χιλιάδες κόσμος σε μια πόλη όπως η Βουλιαγμένη που όπως ξέρουμε έχει μόνιμους κατοίκους 3 χιλιάδες, να γεμίζει ένα κολυμβητήριο με 7 χιλιάδες ήταν κάτι το πρωτοφανές. Ήταν μία εβδομάδα που πέρασε με πολύ μεγάλη αγωνία για τον κόσμο, υπήρξε τεράστια προβολή για εκείνο το παιχνίδι, τώρα μιλάμε και το 1997 όπου δεν υπήρχαν τόσα πολλά γεγονότα όπως τώρα και δικαιώσαμε όλους εκείνους που περίμεναν και ήθελαν να πανηγυρίσουν ένα κύπελλο Ευρώπης με αυτή την πολύ μεγάλη νίκη που κάναμε επί της Ιταλικής Ρόμα. Πραγματικά είναι από τις στιγμές εκείνες που αν όχι η κορυφαία μία από τις κορυφαίες στιγμές της καριέρας μου. Πιστεύω πως άμα από κάπου πρέπει να ξεκινήσουμε την πορεία του Ελληνικού πόλο κι αν φτάσει 100 χρόνια μετά αυτή επιτυχία θα μνημονεύετε”.
Για τη φυγή από τη Βουλιαγμένη: “Το να φύγω από τη Βουλιαγμένη ήταν η πιο δύσκολη απόφαση που έχω πάρει, εξίσου δύσκολη με αυτή να σταματήσω. Πραγματικά μέσα μου έσπασα το να αποχωριστώ την οικογένειά μου και το σπίτι μου. Έκρινα όμως πως για να μπορέσω να έχω κίνητρο στην καριέρα μου και να έκανα το επόμενη βήμα, έπρεπε να άλλαζα παραστάσεις, εικόνες και στόχους. Τη δεδομένη στιγμή η Βουλιαγμένη έδειχνε ότι δε μπορούσε να εκπληρώσει τις προσωπικές μου φιλοδοξίες, είχε ρίξει λίγο τον πήχη των απαιτήσεων και των φιλοδοξιών. Εγώ θεώρησα πως το επόμενο βήμα μου ήταν σωστό να το κάνω στον Πανιώνιο, μία ομάδα που ήθελε να πρωταγωνιστήσει, οπότε πήρα αυτή τη δύσκολη απόφαση σ’ ένα καλοκαίρι πολύ δύσκολο για εμένα και με την Εθνική ομάδα στενάχωρο για στο τέλος δεν καταφέραμε να πάρουμε το μετάλλιο, βέβαια η εμπειρία της Ολυμπιάδας στην Αθήνα δεν ξεχνιέται. Γενικά ήταν ένα δύσκολο καλοκαίρι γιατί είχε τύχει κάποιο πρόβλημα, προσωπικό, οικογενειακό, οπότε ήταν μια χρονιά πολύ δύσκολη για εμένα, μ’ έναν χαμένο μικρό τελικό, την πιο δύσκολη στιγμή της καριέρας μου και με μια αλλαγή τεράστια αφού μετά από 18 χρόνια αποχωριζόμουν το σπίτι και την οικογένειά μου”.
Για τον Πανιώνιο και το στοίχημα στην καριέρα του: “Ναι, ο Πανιώνιος ήταν το νέο στοίχημα για το Ελληνικό πόλο. Πήγα το 2004 και θεωρώ πως μπήκαν τα θεμέλια σε μία ομάδα όπως ο Πανιώνιος να χτίσει κάτι μοναδικό, κατάφερε τα επόμενα χρόνια να πρωταγωνιστήσει στο Ελληνικό πόλο, βέβαια εγώ είχα φύγει, παίζοντας τελικούς Πρωταθλήματος και Ευρώπης, μία ομάδα η οποία στα καλά χρόνια πρόσφερε στην Ελληνική υδατοσφαίριση πολύ καλούς αθλητές και στις Εθνικές ομάδες νέων από τις ακαδημίες του, είχε γιγαντωθεί εκεί ο Πανιώνιος, βέβαια τα τελευταία χρόνια είχε πολλά προβλήματα, γι αυτό άλλωστε έπεσε και στην Α2. Η κίνηση (να πάει στον Πανιώνιο) ήταν πάρα πολύ σωστή, βάλαμε μία καινούργια ομάδα στον χώρο του Ελληνικού πόλο, μία ομάδα που δεν είχε τόσο μεγάλη παράδοση, διότι στο Ελληνικό πόλο ξέραμε όλοι Βουλιαγμένη , Ολυμπιακό, Εθνικό, Γλυφάδα, έτσι μπήκε μία νέα δύναμη στο Ελληνικό πόλο, πρωταγωνίστησε, έπαιξε σε τελικούς, βέβαια δεν πήρε κάποιον τίτλο, αλλά νομίζω το πέρασμά μου αυτά τα χρόνια ήταν πετυχημένο. Θυμάμαι την πρώτη μου προπόνηση, φεύγοντας από το σπίτι μου στη Βουλιαγμένη να πάω στη Νέα Σμύρνη μου φάνηκε κάτι πολύ διαφορετικό, να πρέπει να κάνω απόσταση για να πάω προπόνηση, γιατί είχαμε συνηθίσει όλα τα παιδιά της Βουλιαγμένης το κολυμβητήριο να είναι δίπλα στο σπίτι μας, το πολύ 5 λεπτά είχαμε όλοι μας απόσταση. Και ξαφνικά έπρεπε να πάρω το αυτοκίνητο να πάω στη Νέα Σμύρνη που ήταν περίπου μισή ώρα, ήταν κάτι πάρα πολύ περίεργο το ότι έπρεπε να πάρω αυτοκίνητο για να πάω για προπόνηση”.
Για τη μεταγραφή στον Ολυμπιακό και τον Λεωνίδα Θεοδωρακάκη: “Σίγουρα μία πολύ έντονη στιγμή στην καριέρα μου. Ουσιαστικά ο Ολυμπιακός μέχρι το 2006 είναι ο μεγάλος μου αντίπαλος, με τη Βουλιαγμένη είχαμε δώσει πολύ μεγάλες μάχες, από το ’94 ως το 2004 και η αλήθεια είναι πως δεν πίστευα ποτέ πως θα πάω να παίξω στον Ολυμπιακό γιατί πάντα τον έβλεπα σαν αντίπαλο, αλλά τα έφερε έτσι η ζωή και ο αθλητισμός…τα λεφτά ήταν σίγουρα ήταν ένα κομμάτι το οποίο όμως δεν το είχα ως πρώτη επιλογή, αυτό που με κέρδισε στον Ολυμπιακό ήταν η προσπάθεια το Λεωνίδα Θεοδωρακάκη να με φέρει στον Ολυμπιακό, τον οποίο (Λεωνίδα Θεοδωρακάκη) θεωρώ πως είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες στην Ελληνική υδατοσφαίριση, καθώς και το όραμα που είχαν ώστε να ξανακάνουν τον Ολυμπιακό Πρωταθλητή Ευρώπης μετά από 5 χρόνια. Από το 2002 και μετά ο Ολυμπιακός, όχι απλά δεν πρωταγωνιστεί στην Ευρώπη αλλά έχει και κακές πορείες. Οπότε οι άνθρωποι του Ολυμπιακού ήθελαν να τον ξανακάνουν πρωταγωνιστεί στην Ευρώπη και να φτάσει και πάλι στο υψηλότερο σκαλοπάτι του Ευρωπαϊκού πόλο. Συν του ότι το 2006 ο Ολυμπιακός έχει χάσει το Πρωτάθλημα Ελλάδας. Έτσι λοιπόν ο Ολυμπιακός κάνει κινήσεις ώστε να επιστρέψει στην κορυφή του Ελληνικού Πρωταθλήματος, αλλά και να πρωταγωνιστήσει στην Ευρώπη. Αυτό εμένα με κέρδισε, μου άρεσε πάρα πολύ, νομίζω πως είχαμε μία τρομαχτική ομάδα, είχαμε την αφρόκρεμα της Ελληνικής υδατοσφαίρισης και 3 πάρα πολύ καλούς ξένους. Είχαμε κι έναν πάρα πολύ δυνατό αντίπαλο, τον Εθνικό, σ’ ένα πρωτάθλημα ανταγωνιστικό στο 100%, μακάρι να είχαμε ξανά εκείνο το πρωτάθλημα, με υψηλά μπάτζετ στις δύο ομάδες αλλά και στις άλλες ομάδες υπήρχαν μεγάλα μπάτζετ. Το επίπεδο ήταν υψηλό, οι ομάδες έκαναν διπλές προπονήσεις, κάθε μέρα το επίπεδο ανέβαινε. Στον Ολυμπιακό το ότι υπήρχε ο στόχος να πάρει έναν Ευρωπαϊκό τίτλο μου άρεσε πολύ και το προσπάθησα με τα 1000 που λένε, δυστυχώς καταφέραμε μόνο να προκριθούμε στο F4 του 2007. Βέβαια ήταν το πρώτο βήμα, αφού ο Ολυμπιακός απουσίαζε πολλά χρόνια από το κορυφαίο επίπεδο. Καταφέραμε να πάρουμε και το Πρωτάθλημα και το Κύπελλο που το είχε χάσει από τον Εθνικό. Ήταν 4 χρόνια πάρα πολύ σημαντικά για εμένα, γέμισα την καριέρα μου με Πρωταθλήματα και Κύπελλα, αλλά η αλήθεια είναι πως αυτό που ήθελα με τον Ολυμπιακό και αυτό που επεδίωκα ήταν να γίνω Πρωταθλητής Ευρώπης με την ομάδα του Πειραιά. Το οποίο δυστυχώς δεν το κατάφερα αυτά τα 4 χρόνια”.
Για την μετακίνηση από τον Ολυμπιακό στον Παναθηναϊκό: “Θεώρησα ότι ο Ολυμπιακός δεν μπορεί να μου δώσει κάτι παραπάνω, βέβαια είχα φτάσει και σε μία ηλικία 34 ετών όπου και ο Ολυμπιακός θα μπορούσε να μου πει ότι Γιώργο θέλουμε να κάνουμε μία ανανέωση να πάρουμε κάτι άλλο, έναν άλλο παίκτη, οπότε έκρινα πως το πλήρωμα του χρόνου έφτασε, ήμουν γεμάτος αυτά τα 4 χρόνια, έζησα αρκετές μεγάλες στιγμές, κι έπρεπε να κάνω το επόμενο βήμα στην καριέρα μου που θα μου δώσει κίνητρο και όρεξη. Νομίζω πως το επόμενο βήμα με δικαίωσε 100%…να πάω στον Παναθηναϊκό, διότι έβαλα τις βάσεις σε μία ομάδα που μέχρι εκείνα τα χρόνια βολόδερνε μεταξύ Α2 και Α1 και στην Α1 ήταν μεταξύ 6ης και 8ης θέσεις, έβαλα λοιπόν τις βάσεις στον Παναθηναϊκό ώστε να κάνει το βήμα παραπάνω και σταδιακά να χτίζει μία ομάδα που όπως βλέπουμε τα τελευαία χρόνια να πρωταγωνιστεί στην Ελληνική υδατοσφαίριση. Μπορεί να μην έχει πάρει Πρωτάθλημα ή Κύπελλο, αλλά είναι μέσα στις υποψήφιες ομάδες που διεκδικούν μία θέση στον τελικό, μία νίκη επί του Ολυμπιακού, ίσως κάποια στιγμή να καταφέρει να κερδίσει ένα Πρωτάθλημα ή ένα Κύπελλο. Αυτό σε ότι αφορά στον Παναθηναϊκό, επί προσωπικού ένοιωσα ότι έπρεπε να βρω όρεξη και κίνητρο να κάνω ξανά πιο δυνατή προπόνηση να μπορέσω να είμαι ακόμα καλύτερος γιατί πια ένοιωθα ότι στον Ολυμπιακό κάπου κρυβόμουν, είχα κι άλλους καλούς παίκτες δίπλα μου, ενώ τώρα στον Παναθηναϊκό έπρεπε να είμαι και πάλι ο leader της ομάδας, ο πρωταγωνιστής της ομάδας, αυτός που θα βοηθήσει τον Παναθηναϊκό στο να κάνει αυτά που έκανε. Και με βοήθησε γιατί τότε είχα αποχωρήσει από την Εθνική ομάδα ή αν θες η Εθνική ομάδα είχε αποφασίσει να δώσει χρόνο σε νέα παιδιά, είχα κάνει τόσο καλό πρωτάθλημα με τον Παναθηναϊκό τον πρώτο χρόνο που έβαλε νερό στο κρασί και η ομοσπονδία αλλά κι εγώ προσωπικά κι έγινε η επιστροφή στην Εθνική ομάδα ύστερα από 2 χρόνια απουσίας, που με οδήγησε να βοηθήσω την Εθνική ομάδα σ ένα πολύ δύσκολο προολυμπιακό τουρνουά. Είχαμε χάσει πολύ έδαφος τα τελευταία χρόνια μη συμμετέχοντας σε μεγάλες διοργανώσεις, στο Παγκόσμιο στη Ρώμη το 2009 και στο Πανευρωπαϊκό του 2010 ήμασταν με όχι και τόσο καλή ομάδα, οπότε η πρόκριση ήταν πάρα πολύ δύσκολη εκείνη την χρονιά. Οπότε γυρνάω στην Εθνική κάνουμε τεράστια προσπάθεια να προκριθούμε στην Ολυμπιάδα. Καταφέρνουμε και παίρνουμε την πρόκριση και βάζω κι εγώ μια 5η συμμετοχή σε Ολυμπιακούς αγώνες στο παλμαρέ μου. Μπορεί να μην τελείωσα στην Εθνική ομάδα έτσι όπως θα ήθελα, πίστευα πως θα μπορούσαμε να έχουμε καλύτερη πορεία στους Ολυμπιακούς του Λονδίνου αλλά καμιά φορά στον αθλητισμό και η συμμετοχή είναι εξίσου σημαντική και καλή”.
Για την Εθνική ομάδα, την ήττα από τους Ρώσους στην Αθήνα και το μετάλλιο στο Μόντρεαλ: “Το καλοκαίρι του 1991 Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα στην Αθήνα, είναι η πρώτη μεγάλη διοργάνωση που παίρνει η Αθήνα στον υγρό στίβο, τότε μας μαζεύει ο Γιαννουρής που ήταν στον Όμιλο και μας είπε πως πρέπει να να γίνουμε εθελοντές να πάμε να βοηθήσουμε τη διοργάνωση που γίνεται στην Αθήνα. Οπότε φεύγαμε από τη Βουλιαγμένη με πούλμαν και πηγαίναμε να βοηθήσουμε αυτή τη μεγάλη διοργάνωση που γινόταν στο ΟΑΚΑ, τότε ήμουν ball boy το 1991, οπότε παρακαλούσα να με βάζουν στα παιχνίδια της Εθνικής ομάδας. Τα παιχνίδια είχαν πάρα πολύ κόσμο και αισθανόμουν μεγάλη υπερηφάνεια που με έβλεπε ο κόσμος να πέφτω να πιάνω τη μπάλα κι έλεγαν κοίτα το παιδάκι πέφτει να πιάσει τη μπάλα.
Το ωραίο είναι το πόσο μικρός είναι ο χρόνος, αφού 3 χρόνια μετά το ball boy της Αθήνας γίνεται μέλος της Εθνικής ομάδας. Τότε, το 1994 παίζω για πρώτη φορά στην Εθνική. Ήρθε ο Γιαννουρής ο οποίος το Φεβρουάριο του 1994 καλεί πολλά νέα παιδιά να πάνε να συμμετέχουν σ’ ένα φιλικό με την Ουγγαρία, δεν είμαι στις κλήσεις, κάτι το οποίο με στεναχωρεί γιατί παιδιά στην ηλικία μου, νομίζω ο Κοκκινάκης, ο Βλοντάκης, ο Μάζης, ο Θωμάκος, ο Χατζηθεοδώρου, ήταν σ’ αυτό το φιλικό. Τους επόμενους μήνες ο Γιαννουρής δουλεύει πολύ αυτή την ομάδα, με αρκετά καμπ 3ήμερα με αρκετά κολυμβητικά τεστ στα οποία τότε έδινα τα πάντα και ήμουν πάρα πολύ καλός. Οπότε έρχεται και η κλήση της Εθνικής ομάδας είμαι στην επιλογή του καλοκαιριού πριν την Ρώμη στους 21 αθλητές, αλλά ταυτόχρονα έχω και την Εθνική νέων. Πανευρωπαϊκό νέων στην Μπρατισλάβα, το 94 αγωνιζόμαστε οι γεννημένοι το 1975 δηλαδή 19 ετών, μία μέρα τους αγώνες έρχεται ο προπονητής και μου λέει ξέρεις θα φύγεις από εδώ και θα πας στην Ολλανδία που κάνει προετοιμασία η ανδρών για να μπεις στην Εθνική ομάδα. “Σε μένα μιλάς” του είχα πει θυμάμαι, δεν κατάλαβα. Πράγματι φεύγω από τη Μπρατισλάβα με αυτοκίνητο και πάω στην Ολλανδία όπου η Εθνική ομάδα κάνει προετοιμασία και βλέπω μπροστά μου αθλητές που τους είχα ινδάλματα και τους θαύμαζα.
Τον Γιώργο Μαυρωτά, τον Τάσο Παπαναστασίου, τον Καϊάφα, τον Βολτυράκη και συμμετέχω στην προετοιμασία εν όψη του Παγκοσμίου στη Ρώμη. Πίστευα πως θα είμαι εκεί μόνο στην προετοιμασία και ότι δεν θα έχω συνέχεια. Αλλά πραγματικά πάω πολύ καλά στα φιλικά και στα επόμενα τουρνουά, ο Γιαννουρής τότε βλέπω ένα μοντέλο νέου φουνταριστού, ο οποίος αρχίζει να κινείται στην επίθεση, αφού μέχρι τότε οι φουνταριστοί ήταν οι πιο δυνατοί οι οποίοι είτε τελείωναν τις φάσεις είτε έπαιρναν αποβολή αλλά ήταν βαρύς και δεν κολυμπούσε οπότε ο Γιάννης στο πρόσωπό μου βλέπει τον καινούργιο φουνταριστό της νέας εποχής που κολυμπάει κάνει κινήσεις στην επίθεση ζητάει και τη μπάλα όχι μόνο την περιμένει και με επιλέγει στο Παγκόσμιο της Ρώμης.
Σίγουρα απρόσμενα για πολλούς, γιατί δεν είχα κλείσει τα 18, μόλις είχα τελειώσει το σχολείο. Και σε μία διοργάνωση που ήταν κομβική για το Ελληνικό πόλο, ήταν η πρώτη φορά που Εθνική ομάδα πόλο, έπαιρνε πρόκριση στις 8 καλύτερες του κόσμου. ήταν αυτός ο στόχος της ομάδας, γι αυτό λέω κομβική, γιατί είχαμε πολύ μεγάλη πίεση να το πετύχουμε αυτό. Το πετύχαμε και το πανηγυρίσαμε σαν να πήραμε χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο, ήταν η πρώτη φορά που μπαίναμε στους 8 και ήταν μια τεράστια εμπειρία για στα 18 μου… δεν θα ξεχάσω ότι όταν τελείωσε το παιχνίδι, κρατάω τα πράγματά μου και το μπουρνούζι μου βλέπω μπροστά μου 15 δημοσιογράφους, ξέρεις μου φάνηκε όλο αυτό σαν όνειρο. ήταν μεγάλη διοργάνωση, ήταν και στο κέντρο της Ευρώπης, είχε μεγάλη προβολή, οπότε ήταν σίγουρα μια από τις σημαντικές στιγμές της καριέρας μου. Πριν το Πεκίνο έκατσα και σκέφτηκα και λέω θα είναι καλώ να κλείσω την καριέρα στην Εθνική το 2009 στο Παγκόσμιο της Ρώμη ώστε να κάνω αυτόν τον κύκλο από Παγκόσμιο σε Παγκόσμιο στην ίδια πόλη, βέβαια ποτέ δε μπορείς να κάνεις σχέδια στη ζωή, τον επόμενο μήνα, όταν σκέφτηκα αυτό, δυστυχώς απρόσμενα αποκλειστήκαμε οπότε αυτό δεν κατάφερα να το εκπληρώσω αλλά η αλήθεια είναι ότι έτυχε και ξαναγύρισα στην Εθνική ομάδα κι έκλεισα την καριέρα μου σε αυτήν στους Ολυμπιακούς του Λονδίνου.
Αυτό είναι που μου έχει αφήσει πίκρα (ήττα από τη Ρωσία). Ως αθλητής όταν έχανα από ομάδα που ήταν καλύτερη μου, την αποδεχόμουν την ήττα, μπορούσα να συμβιβαστώ. Αυτήν την ήττα δεν την χώνεψα ποτέ, αυτόν τον χαμένο μεσημεριανό τελικό της Κυριακής 29 Αυγούστου, γιατί θεώρησα και θεωρώ πώς ήμασταν πολύ καλύτερη ομάδα από τη Ρωσική ομάδα. Καλύτερα προετοιμασμένοι και παίζαμε στην έδρα μας και θέλαμε πάρα πολύ το μετάλλιο, είναι από τα παιχνίδια που πραγματικά ήθελα να ξαναπαίξω, αν μπορούσα να διαλέξω ένα παιχνίδι θα διάλεγα αυτό, είναι ένα χαμένο Ολυμπιακό μετάλλιο το οποίο έχει στοιχίσει πάρα πολύ σε μένα αλλά και στους συμπαίκτες μου, αλλά στη ζωή δε μπορεί να γίνονται όλα όπως τα θέλεις, στεναχωρηθήκαμε και τον επόμενο χρόνο καταφέραμε και πήραμε ένα μετάλλιο στο Παγκόσμιο του 2005″.
Για την ώρα του Μόντρεαλ: “Ήταν ένας μικρός τελικός, πολύ ιδιαίτερος, ήταν ο 3ος συνεχόμενος μικρός τελικός, μετά τη Βαρκελώνη από τους Σέρβους το 2003 και της Αθήνας το ’04 από τους Ρώσους και βρισκόμαστε ξανά σ’ ένα μικρό τελικό αυτή τη φορά με τους Κροάτες στο Μόντρεαλ. Η αλήθεια είναι πως ήμασταν καλύτερα προετοιμασμένοι, το να παίζεις για 3η φορά σε μικρό τελικό το παιχνίδι το προετοιμάζεις καλύτερα, το περιμένεις καλύτερα γιατί κακά τα ψέματα, για να γυρίσω τον χρόνο πίσω στην Αθήνα χειριστήκαμε λάθος την πρόκρισή μας στην 4αδα. Μετά την πρόκριση αδειάσαμε. Μας έφυγε ένα τεράστιο άγχος, είχαμε πολύ άγχος ενώ δεν θα έπρεπε, κάπου χάσαμε το μυαλό μας, δεν εντοπίσαμε πως στόχος μας ήταν να παίξουμε στην Ολυμπιάδα για να πάρουμε το μετάλλιο.
Μπήκαμε στους 4 και αδειάσαμε, χειριστήκαμε λάθος τον μικρό τελικό και τον ημιτελικό. Είχαμε και ατυχίες με τον τραυματισμό του Βλοντάκη, ενός σημαντικού παίκτη και όλο το βάρος έπεσε επάνω μου. Δεν ήταν κάποιος από την περιφέρεια που κάπως μπορείς να το καλύψεις, ήμασταν δύο κι έμεινε ένας. Οπότε στο Μόντρεαλ ήμασταν έτοιμοι σε όλα. Έτοιμοι να πάρουμε το παιχνίδι, ένα παιχνίδι βέβαια που έδειχνε να στραβώνει αφού 30” πριν το τέλος της κανονικής διάρκειας οι Κροάτες ήταν ένα γκολ μπροστά. Αρχίσαμε την επίθεσή μας, πήραμε αποβολή, η μπάλα γύρισε μόλις δύο φορές στην περιφέρεια και ξαφνικά ο Χρήστος (Αφρουδάκης) αποφάσισε ότι πρέπει να σουtάρει, εκτός συστήματος γιατί μόλις είχε γυρίσει η μπάλα και συνήθως οι ομάδες στον παίκτη παραπάνω γυρίζουν τη μπάλα ώστε να χαλάσουν την ισορροπία της αντίπαλης άμυνας, ο Χρήστος είδε μάλλον ανοιχτή τη γωνία του Πάβιτς εκτέλεσε κι έστειλε το παιχνίδι στην παράταση. Όπου εκεί στην παράταση οι δύο ομάδες σκόραραν από ένα γκολ, πρώτα οι Κροάτες και μετά εμείς. Οι Κροάτες έκαναν μετά επίθεση την έχασαν και πήραμε τάιμ άουτ.
Εκεί ο Σάντρο Καμπάνια βάζει εμένα φουνταριστό, ο Αντώνης Βλοντάκης είχε γυρίσει σε θέση αμυντικού αφού είχαμε και τον Χατζηθεοδώρου και τον Μάζη εκτός με 3 αποβολές. Οπότε παίζω εγώ φουνταριστός, ο Αντώνης παίζει έξω… και αυτό είναι που πάντα μου προκαλούσε εντύπωση και δεν ξέρω ακόμα και τώρα πως έγινε…όταν έχεις τελευταία επίθεση αυτό που προσπαθείς να κάνεις είναι να πάρεις αποβολή ώστε να έχεις έναν παίκτη παραπάνω ώστε να εκτελέσεις με παίκτη παραπάνω στο τέλος του παιχνιδιού. Γυρίσαμε 7-8 δευτερόλεπτα τη μπάλα και ο Χρήστος πέρασε τη μπάλα σε μένα, που κι αυτός θα περίμενε να πάω να κερδίσω αποβολή. Αυτό είναι το σωστό και αυτό μαθαίνουμε όλοι όσοι ασχολούμαστε με το πόλο. Εγώ τότε, δεν ξέρω πώς τα έφερε…βρήκα τη μπάλα μπροστά μου, έκανα μια κίνηση προς τα δεξιά κι έτσι όπως την έφερε προς τα δεξιά μετά την έφερα προς τα αριστερά κι έκανα ένα γυριστό το οποίο ανέλπιστα, γιατί πραγματικά ήταν ένα γυριστό το οποίο βέβαια το δούλευα ώρες στην προπόνηση, πήγε τέλεια, ακριβώς στο “Γ’ του Πάβιτς κι έτσι γράφτηκε ιστορία, πρώτη φορά κατακτά ένα μετάλλιο σε μεγάλη διοργάνωση και πραγματοποιήθηκε ένα παιδικό μου όνειρο, όπως είπαμε και πριν όταν σχεδίαζα στο σπίτι μου μόνος μου μπάσκετ και ποδόσφαιρο πάντα έβαζα εγώ το μπάζερ μπίτερ. Οπότε το ήθελα αυτό το γκολ σε όλη μου τη ζωή και το πέτυχα σε ένα τόσο μεγάλο παιχνίδι που με έκανα διπλά χαρούμενο”.
Για την παρουσία του πάντα δίπλα στην πισίνα: “Είμαι αθλητής που πάντα ψάχνω το κίνητρο μ’ άρεσε πάρα πολύ να έχω μπροστά μου ευκαιρίες, σίγουρα κι αυτή τη στιγμή που μιλάμε έχω πάρα πολλά στο μυαλό μου στο να μπορέσω να βρω το νέο κίνητρο εκτός πισίνας, χωρίς να φοράω το μαγιό μου. Θα είμαι πάντα δίπλα στον χώρο της πισίνας, έχω στο μυαλό μου μερικά πράγματα, θέλω να βοηθήσω πάρα πολύ αγαπάω πάρα πολύ αυτό τον χώρο και έχω κάποιες ιδέες τις οποίες σιγά σιγά… είναι φρέσκος ο αποχωρισμός μου από την ενεργώ δράση…σιγά σιγά θα μπορέσω να τις πραγματοποιήσω. Αλλά πάντα βλέπω μπροστά, θέλω να πετυχαίνω πράγματα που δεν έχουν ξαναγίνει, να είμαι πάντα πρώτος σε αυτό που έχω καταφέρει. Ήμουν τυχερός που πέτυχα μια γενιά αθλητών που πετύχαμε πολλά πράγματα που γινόντουσαν για πρώτη φορά. Αυτό μ’ άρεσε πάρα πολύ και τώρα ψάχνω τρόπους κι εκτός του να είμαι αθλητής να πετύχω πράγματα που είναι για πρώτη φορά στην Ελληνική υδατοσφαίριση είτε σε Εθνικό είτε σε συλλογικό. Θα είμαι πάντα στην πισίνα, αγαπάω πάρα πολύ τον αθλητισμό, θα προσπαθήσω με όλες μου τις δυνάμεις να βοηθήσω τα νέα παιδιά και ότι αναλάβω να το πετύχω 100% καλύτερα”.
Για το ότι ανήκε σε μία χρυσή γενιά αθλητών: “Σίγουρα ήταν μια χρυσή γενιά για την Ελληνική υδατοσφαίριση, ήταν η πρώτη γενιά που είχε μεγάλους αθλητές, χωρίς να θέλω να μειώσω της προηγούμενης γενιάς, αλλά ήμασταν η γενιά που προπονηθήκανε σωστά. Δεν είναι ότι εγώ ήμουν καλύτερος από τον Αρώνη, απλά ήμασταν η πρώτη γενιά που προπονηθήκαμε όπως έπρεπε, γιατί τα προηγούμενα χρόνια οι αθλητές ήταν καθαρά ερασιτέχνες. Ήμασταν αθλητές επιπέδου”.
Για το ότι έφτασε μία ανάσα να παίξει στο εξωτερικό: “Το όνειρο του να παίξεις έξω υπήρχε για όλους, αλλά δυστυχώς εκείνα τα χρόνια οι συνθήκες δεν ήταν ακόμα ώριμες ώστε ο αθλητής να κάνει το βήμα παραπάνω και να παίξει εκτός Ελλάδας. Ζούσαμε ακόμα το μεταβατικό στάδιο του ερασιτεχνισμού προς τον επαγγελματισμό ήμασταν οι περισσότεροι δεσμευμένοι με συμβόλαιο μέχρι τα 28 μας στις ομάδες μας, αλλά νομίζω και σε αυτό το κομμάτι βοηθήσαμε αρκετά ως γενιά μπορεί εμείς να μην το πετύχαμε αλλά βάλαμε τις βάσεις αυτή η γενιά που έρχεται να μπορεί να έχει ιδιωτικά συμφωνητικά να κλείνει συμφωνίες για 2-3 χρόνια και να μπορεί να πηγαίνει όπου θέλει γιατί εμείς μην ξεχνάς ότι από τη στιγμή που έβαζες την υπογραφή σου στο αθλητικό δελτίο της ομάδας σου έμενες ελεύθερος στα 28 σου. Εγώ δηλαδή έβαλαν οι γονείς μου την υπογραφή τους στο δελτίο μου στη Βουλιαγμένη και θα ήμουν ελεύθερος στα 28 μου. Οπότε κάθε διάθεση να αγωνιστούμε στο εξωτερικό είτε σε κάποια άλλη ομάδα στην Ελλάδα κοβόταν από την ομάδα στην οποίο αγωνιζόσουν. Χωρίς να λέω πως είχα κάποιο παράπονο από τη Βουλιαγμένη.
Βέβαια έφτασα πολύ κοντά στο να παίξω στο εξωτερικό, παρόλο που θα έπρεπε να περάσω από μία διαδικασία, το 200 είχα υπογράψει με την Προ Ρέκο, είχα πάει μάλιστα και στη Γένοβα και υπέγραψα, αλλά όπως είπαμε υπήρχε ακόμα ο ερασιτεχνικός αθλητισμός που δε μου επέτρεπε να είμαι ελεύθερος οπότε έπρεπε να μπω σε μία διαδικασία με τη Βουλιαγμένη σε ευρωπαϊκό δικαστήριο για το που ανήκω, ε κάποια στιγμή έκανε πίσω η Ρέκο, έκανα πίσω κι εγώ κι έμεινα στη Βουλιαγμένη. Ε μετά τα 28 που έμεινα ελεύθερος είχα άλλες βλέψεις στη ζωή μου και στην καριέρα μου, ήθελα να κάνω οικογένεια, οπότε έκανα πίσω στο κομμάτι να πάω έξω, αν και δεν ήταν ποτέ το μεγάλο μου όνειρο να παίξω έξω, απλά θα ήθελα να το έχω βάλει κι αυτό στην καριέρα μου. Ο Χρήστος ( Αφρουδάκης) είναι ο πρώτος που έπαιξε στο εξωτερικό κι επειδή για τον Χρήστο αποφάσισε κάποιο δικαστήριο από την υπόθεση του Χρήστου το 2004 άνοιξαν τα πράγματα σιγά σιγά ελευθερώθηκαν οι αθλητές, αρχίσανε σιγά σιγά να γίνονται μεταγραφές αφού υπήρχε απόφαση δικαστηρίου Έκανε το πρώτο βήμα ο Χρήστος και ήταν πολύ σημαντική αυτή η νίκη θα έλεγα των Ελλήνων αθλητών προς τα σωματεία”.
Για το γεγονός ότι το πόλο αποτελούσε οικογενειακή υπόθεση: “Το πόλο ήταν όλη μας η ζωή, η οικογένειά μας, το σπίτι μας, ήταν focus μόνο στο πόλο, 100% πόλο, τίποτε άλλο δε μας απασχολούσε, σίγουρα τα αδέρφια μου τα πρώτα παιχνίδια που έπαιξα στη Βουλιαγμένη ήρθαν τα παρακολούθησαν και τους κέρδισε το θέαμα και σιγά σιγά μπήκαν στον χώρο του πόλο. Ήταν μαζί μου σε όλη την πορεία μου και με βοήθησαν και τους βοήθησα, είναι διαφορετικό συναίσθημα να πετυχαίνεις επιτυχίες με την οικογένεια σου να είναι μέλη μίας επιτυχίας επίσης ο αδερφός σου ή ο πατέρας σου, όπως σου είπα είχε ασχοληθεί με το ΝΟΒ. Είναι κάτι το οποίο το εκτιμώ πάρα πολύ με κάνει περήφανο όλα αυτά τα χρόνια που κατάφερα να αγωνίζομαι με την οικογένειά μου και νομίζω πως είναι από τις ωραίες στιγμές της αθλητικής μου σταδιοδρομίας, το ότι έζησα ακόμα και τις δύσκολες στιγμές που ζήσαμε είτε στην Εθνική ομάδα, είτε χάνοντας ένα πρωτάθλημα ή ένα κύπελλο, είναι κι αυτές έντονες στιγμές και είναι ωραίο να τις ζεις με τα αδέρφια σου”.
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΑΘΛΗΤΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΤΟ NEWSIT