Σε ηλικία 39 ετών, ο Βασίλης Σπανούλης ανακοίνωσε την αποχώρηση του από τα παρκέ, εκεί όπου δοξάστηκε και έγραψε το όνομά του δίπλα στους κορυφαίους του αθλήματος, με την ιστορία του να ξεκινά από την Λάρισα και το ταλέντο του να τον κάνει γνωστό σε κάθε γωνιά της Ευρώπης και όχι μόνο.
Ένας πραγματικός θρύλος του μπάσκετ έβαλε σήμερα (26/6/2021) τέλος σε μία λαμπρή καριέρα 22 ετών, κατά τη διάρκεια της οποίας «υπέγραψε» με τις εμφανίσεις, το πάθος και το πείσμα του όλες τις αλλαγές στις ισορροπίες του ευρωπαϊκού μπάσκετ.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Βασίλης Σπανούλης: Ένα παιδί που ονειρεύτηκε να παίξει μπάσκετ – Η κληρονομιά του μετά από 22 χρόνια
Έχοντας σε περίοπτη θέση στην τροπαιοθήκη του τρεις τίτλους Euroleague, ένα χρυσό στο Eurobasket του 2005, ένα ασημένιο στο Μουντομπάσκετ του 2006 και αναρίθμητες ατομικές και συλλογικές διακρίσεις, ο «Kill Bill» σβήνει τα φώτα της αγωνιστικής δημοσιότητας και αφήνει τους άθλους του να λάμπουν για πάντα!
Από την Λάρισα στο Μαρούσι
Στη γενέτειρα του, τη Λάρισα, ο Σπανούλης είχε την πρώτη επαγγελματική ενασχόληση του με το μπάσκετ στον τοπικό σύλλογο Γυμναστικό Λάρισας (1999-2001), ξεχωρίζοντας γρήγορα στα παρκέ της Α2 Ανδρών, πριν κάνει το μεγάλο βήμα για την Α1. Το 2001 υπέγραψε τετραετές συμβόλαιο με το Μαρούσι, όπου και πήρε την πρώτη του γεύση από το ευρωπαϊκό μπάσκετ, αγωνιζόμενος στο Κύπελλο Κόρατς, ενώ στα ελληνικά παρκέ βοήθησε το Μαρούσι να φτάσει μέχρι τον τελικό του Κυπέλλου το 2002.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Αργότερα, τη σεζόν 2003-04, οι μετοχές του αυξήθηκαν κατακόρυφα φτάνοντας με το Μαρούσι μέχρι τους τελικούς της Α1 Ανδρών, όπου ηττήθηκε από τον Παναθηναϊκό. Ωστόσο, οι εμφανίσεις του μπήκαν στο μικροσκόπιο των ξένων σκάουτερ, οι οποίοι διέκριναν την ταχεία πρόοδό του και άνοιξαν το δρόμο για την επιλογή του στο Νο50 του ντραφτ του 2004 από τους Ντάλας Μάβερικς.
Συνεχή άλματα σε Παναθηναϊκό και NBA
Τη σεζόν 2004-05 όλοι μιλούσαν για τον Βασίλη Σπανούλη… O «Kill Bill» ήταν πλέον ένας ώριμος και έμπειρος επαγγελματίας, ένας προικισμένος γκαρντ που χάριζε διαρκώς υπέροχες παραστάσεις για το Μαρούσι τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη, με μέσο όρο πάνω από 15 πόντους ανά αγώνα. Μετά τη λήξη της σεζόν, ο Σπανούλης, ο οποίος είχε μπει στο… ραντάρ του Παναθηναϊκού, ανέβηκε επίπεδο, υπογράφοντας τριετές συμβόλαιο με τους «πράσινους», αξίας 1.6 εκατομμυρίων ευρώ. Από την επόμενη σεζόν, μάλιστα, πανηγύρισε το νταμπλ στην Ελλάδα, ενώ είδε το όνομά του στη δεύτερη καλύτερη πεντάδα της Euroleague 2005-06.
Διψασμένος να δοκιμάσει τις δυνάμεις του στο NBA, ο Σπανούλης στις 19 Ιουλίου του 2006 γινόταν ο τέταρτος Έλληνας στο κορυφαίο πρωτάθλημα μπάσκετ του κόσμου, υπογράφοντας προσύμφωνο με τους Χιούστον Ρόκετς, που είχαν καταβάλει τη ρήτρα στο συμβόλαιο του με τον Παναθηναϊκό. Ωστόσο, o ελάχιστος χρόνο συμμετοχής στη Βόρεια Αμερική, έβαλαν τον Παναθηναϊκό και πάλι στο κάδρο, με τους «πράσινους» να ολοκληρώνουν τον επαναπατρισμό του το 2007. Λίγο πριν επιστρέψει στην Ελλάδα, μάλιστα, οι Ρόκετς τον είχε ανταλλάξει στους Σακραμέντο Κινγκς. Αξίζει να σημειωθεί ότι το πόσο του συμβολαίου του με τους Ρόκετς (5.832.000 δολάρια για τρία χρόνια) τον είχε καταστήσει τον πιο ακριβοπληρωμένο παίκτη του δεύτερου γύρου των ντραφτ.
Η «πράσινη» επιστροφή και ο τίτλος του MVP
Το 2009 ο Σπανούλης δοκίμαζε την πρώτη του ευρωπαϊκή επιτυχία, κατακτώντας τη Euroleague με τον Παναθηναϊκό. Σε μια εκπληκτική σεζόν για τους «πράσινους», καθώς πανηγύρισαν επίσης πρωτάθλημα και Κύπελλο Ελλάδας, το «τριφύλλι» νίκησε τον Ολυμπιακό (84-82) και την ΤΣΣΚΑ Μόσχας (73-71) στο φάιναλ φορ της Euroleague, με τον Σπανούλη να ξεχωρίζει στον ημιτελικό απέναντι στους «ερυθρόλευκους», ανοίγοντας το δρόμο για την ευρωπαϊκή κορυφή.
Η μετακίνηση στον Ολυμπιακό και η μετατροπή σε θρύλο
Ως ελεύθερος το 2010, ο Σπανούλης ολοκλήρωνε μία τεράστια και… πολυσυζητημένη μετακίνηση από την Αθήνα στον Πειραιά, υπογράφοντας μια προσοδοφόρα συμφωνία με τον Ολυμπιακό.
Ο Σπανούλης θεωρείται πλέον θρύλος στον Ολυμπιακό. Συνολικά, κατά τη διάρκεια των 9,5 χρόνων του στον Πειραιά, ο αρχηγός του πανηγύρισε τίτλους δύο φορές στη EuroLeague, το 2012 και το 2013, ο Ολυμπιακός κέρδισε back to back τίτλους, με τον Σπανούλη να πρωταγωνιστεί και στα δύο φάιναλ φορ και να ανακηρύσσεται πολυτιμότερος παίκτης και στις δύο διοργανώσεις. Κατέκτησε ακόμα τρεις φορές το πρωτάθλημα της Basket League και ένα Κύπελλο Ελλάδας, παρέχοντας ταυτόχρονα στους οπαδούς του Ολυμπιακού αμέτρητες στιγμές συγκίνησης και ανατροπών.
Η ακρίβειά του από τα 6.75, μάλιστα, είχε χαρίσει στους «ερυθρόλευκους» μοναδικές νίκες στην εκπνοή, με αποκορύφωμα αυτή της 30ης Μαΐου του 2016, στον τέταρτο τελικό των πλέι οφ, μεταξύ Παναθηναϊκού και Ολυμπιακού στο ΟΑΚΑ, με τη σειρά να είναι 2-1 υπέρ των «ερυθρόλευκων».
Μετά από 50 λεπτά αγώνα για την ανάδειξη του νικητή (2 παρατάσεις) και αφού ο Βαγγέλης Μάντζαρης είχε ισοφαρίσει σε 71-71 με τρίποντο, στέλνοντας τον αγώνα στο δεύτερο επιπλέον πεντάλεπτο, ήταν η σειρά του Σπανούλη. Με τις δύο ομάδες να πηγαίνουν χέρι-χέρι, ο αρχηγός του Ολυμπιακού ευστόχησε στο 1 δεύτερο για τη λήξη του αγώνα από τα 6.75, με τον Δημήτρη Διαμαντίδη κολλημένο πάνω του, οδηγώντας τον Ολυμπιακό στο θρίαμβο και απογοητεύοντας τον τον αρχηγό του Παναθηναϊκού στο «αντίο» του μετά από 12 χρόνια θητείας στα παρκέ, με την ατάκα του «3D» στη συνέντευξη Τύπου (Δεν το χάνεις ρε )να είναι ιστορική
«Μύθος» του ευρωπαϊκού μπάσκετ
Ο «Kill Bill» αποχαιρετά την Euroleague με 358 συμμετοχές, ενώ έχει σημειώσει και τους περισσότερους πόντους από οποιονδήποτε άλλο στην Ιστορία της διοργάνωσης (4.455), αλλά και του Κυπέλλου Πρωταθλητριών! Επίσης, είναι πρώτος στη Euroleague σε εύστοχα σουτ εντός πεδιάς (1.403), σε ασίστ (1.607) και σε index rating (σύστημα αξιολόγησης, 4.183).
Βασίλης Σπανούλης: Το Top-10 της καριέρας του στην Euroleague και ο τελευταίος του πόντος
Πρωταθλητής Ευρώπης με την Εθνική και «φονιάς» της Dream Team
Ο υπήρξε πιστός στρατιώτης της Εθνικής Ανδρών από το 2000 έως και το 2015, ενώ εφέτος επιχείρησε μία ονειρική επιστροφή, προκειμένου να βοηθήσει το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα να προκριθεί στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Τόκιο, μέσω του Προολυμπιακού του Καναδά, αλλά οι τραυματισμοί τον πρόδωσαν…
Το ντεμπούτο του στην Εθνική Ανδρών έγινε το 2004, στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας. Συνολικά έχει πάρει μέρος σε 145 επίσημους αγώνες της Εθνικής, έχοντας σημειώσει 1.486 πόντους (10.2 μέσο όρο).
Κατά την 15ετή θητεία του κρέμασε στο λαιμό του 2 χρυσά μετάλλια (Ευρωμπάσκετ Νέων Ανδρών 2002, Ευρωμπάσκετ 2005), 2 ασημένια (Μεσογειακοί Αγώνες Ανδρών 2001, Παγκόσμιο Ανδρών 2006) και 2 χάλκινα (Ευρωμπάσκετ Εφήβων 2000, Ευρωμπάσκετ 2009). Συνολικά είχε εκπροσωπήσει τη χώρα μας σε 5 Ευρωμπάσκετ (2005, 2007, 2009, 2013, 2015), 2 Μουντομπάσκετ (2006, 2010) και 2 Ολυμπιακούς Αγώνες (2004, 2008).
Η μεγαλύτερη του στιγμή στην πορεία του στην Εθνική ήταν στο Μουντομπάσκετ του 2006, όταν στην ιστορική νίκη επί των ΗΠΑ με 101-95 στα ημιτελικά, είχε σημειώσει 22 πόντους (πρώτος σκόρερ), υπογράφοντας μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του ομαδικού αθλητισμού της χώρας (στη διοργάνωση η Εθνική κατέκτησε το ασημένιο μετάλλιο).