Η απόφαση για μία μείωση των επιτοκίων κατά 0,25% αύριο από την ΕΚΤ είναι προεξοφλημένη από τις αγορές σχεδόν στο 100%.
Μία μικρή πιθανότητα για διπλάσια μείωση, ήτοι κατά μισή μονάδα, υποστηρίζεται μόνο από τους αναλυτές της JP Morgan, αλλά έτσι κι αλλιώς δεν είναι κάτι που υιοθετούν σαν άμεση προοπτική οι χρηματαγορές.
Το δίλλημα όμως των μελών του Συμβουλίου της ΕΚΤ δεν είναι αυτό, δηλαδή μία μικρότερη ή λίγο μεγαλύτερη μείωση των επιτοκίων αύριο. Το μεγάλο δίλλημα είναι το πως θα μπορέσουν οι οικονομίες του Ευρώ να αντιμετωπίσουν μία ενδεχόμενη «αδυναμία» της ΕΚΤ να προχωρήσει σε μείωση του κόστους του χρήματος με βάση τις εσωτερικές ανάγκες της ευρω-οικονομίας. Και όχι να προσαρμοσθεί στις απαιτήσεις του εξωτερικού οικονομικού περιβάλλοντος, δηλαδή των ΗΠΑ και του Τραμπ.
Για να το πούμε με απλά λόγια.
Η οικονομία της Ευρωζώνης τώρα περισσότερο από κάθε άλλη φορά -με εξαίρεση την πανδημία- έχει απόλυτη ανάγκη να μειώσει ακόμα και κάτω από το 0%, το κόστος του χρήματος, προκειμένου να αποφύγει να βυθιστεί σε ύφεση και να καταφέρει να αναβάλει… εκρηκτικές καταστάσεις στο μέτωπο του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους.
Αυτό όμως είναι σε απολύτως αντίθετη γραμμή με τις απαιτήσεις Τραμπ ο οποίος έχει προειδοποιήσει την Ευρωζώνη ότι κάθε υποτίμηση του νομίσματος (με δραστική μείωση των επιτοκίων) θα απαντηθεί με πόλεμο δασμών.
Και ένας τέτοιος πόλεμος για την ευρωζώνη ισοδυναμεί με ασφυξία της οικονομίας της, του Ευρώ και ότι αυτό συνεπάγεται.
Και στο δίλλημα αυτό, «χρυσή τομή» δεν υπάρχει.
Ή το ένα θα κάνει η ΕΚΤ ή το άλλο και τα δύο ταυτόχρονα δεν μπορούν να γίνουν.
Η Λαγκάρντ το γνωρίζει αυτό και πριν ακόμα αρχίσουν να ακούγονται οι «βροντές» της επερχόμενης καταιγίδας βιάστηκε να δηλώσει ότι η Ευρωζώνη πρέπει να αρχίσει «να αγοράζει αμερικάνικα» (όπλα, αυτοκίνητα, τρόφιμα, φυσικό αέριο, κ.λπ.) αν θέλει να έχει μία «ομαλή» νομισματική σχέση με τις ΗΠΑ.
Με άλλα λόγια να διαπραγματευτεί εμπορικές συμφωνίες που θα υποχρεώσουν την Ευρωζώνη να αγοράζει τα ακριβότερα αμερικάνικα προϊόντα, ενέργεια, τρόφιμα και κυρίως τα αμερικάνικα οπλικά συστήματα με τα οποία η ίδια θα πρέπει να τροφοδοτήσει το ΝΑΤΟ… Αλλά αυτό σημαίνει και επιστροφή του πληθωρισμού σε μία στιγμή που αυτός για την Ευρωζώνη, ιδιαίτερα μετά τον Ιανουάριο που ο ΔΤΚ αλλάζει βάση υπολογισμού και θα φαίνεται συγκριτικά με το 2024 πολύ χαμηλότερος.
Τότε όμως στα τέλη Ιανουαρίου θα έχουν μπει στο τραπέζι από το οικονομικό επιτελείο του Τραμπ τα νέα «δεδομένα», αυτά που θα αφορούν τα όρια της ισχύος του δολαρίου έναντι «εχθρών και φίλων».
Μέχρι τότε στην ΕΚΤ -όση και αν είναι η μείωση των επιτοκίων αύριο- η συζήτηση θα περιστρέφεται στο σωστό ύψος του περιβόητου «ουδέτερου επιτοκίου» (σ.σ. πρόκειται για το ύψος του επιτοκίου που δεν επηρεάζει ούτε θετικά ούτε αρνητικά την οικονομία) το οποίο θα γίνει ο «φερετζές» για να δικαιολογηθεί η προσαρμογή -κατά τα φαινόμενα- της ΕΚΤ στην πολιτική Τραμπ.
Σε κάθε περίπτωση, σιωπηρός ή ηχηρός, ο νομισματικός πόλεμος που έχει διακηρύξει ο Τραμπ, εκεί κάπου στα τέλη Ιανουαρίου, θα δείξει τι «γραμμάτια» έχουν να πληρώσουν οι «εχθροί» και τι οι «φίλοι» των ΗΠΑ.
Η ΕΚΤ όντας μέχρι τότε ο μοναδικός «ενεργός» φορέας στην Ευρωζώνη -ο γαλλογερμανικός άξονας και οι δύο κυβερνήσεις σε Παρίσι και Βερολίνο θα εξακολουθούν να είναι ανύπαρκτοι- θα κληθεί να πάρει πάνω της την ευθύνη των αποφάσεων.
Και η συγκεκριμένη ευθύνη αυτή την φορά τα «παίζει» όλα με την μία, το εξωτερικό εμπόριο, την ύφεση, το Ευρώ, το ΝΑΤΟ (!) και κυρίως το ενδεχόμενο μίας νέας κρίσης χρέους πολύ διαφορετικής εκείνης του 2008 – 2010.