Σήμερα (20.2.2024) μετά από 8 περίπου χρόνια ο θόρυβος από το «μαρσάρισμα» των μεγάλων μοτέρ των τρακτέρ θα ακούγεται δυνατά στο Σύνταγμα μπροστά στην Βουλή.

Τα Οικονοκλαστικά έχουν επισημάνει σε προηγούμενο σημείωμα με τίτλο «Απώλεια καλλιεργειών, συσσώρευση ζημιών, απώλεια εγγυημένου εισοδήματος (επιδοτήσεις), «καίνε» τις μηχανές των τρακτέρ» (5.2.24), τις βασικές αιτίες που συνθέτουν το κίνητρο της ειρηνικής «εισβολής» στο Σύνταγμα σήμερα.

Από τότε μέχρι σήμερα έχουν μεσολαβήσει πολλές επιμέρους διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση με αποκορύφωμα την συνάντηση με τον Πρωθυπουργό την περασμένη εβδομάδα. Το αποτέλεσμα τους δεν μπορεί να πει κανείς ότι ήταν επιτυχές, αφού τελικά δεν εμπόδισε τα τρακτέρ να κάνουν το «ακριβό» τους ταξίδι μέχρι το Σύνταγμα. Η Κυβέρνηση συνεχίζει να απαντάει «ότι μπορούμε να δώσουμε το δώσαμε» και οι αγρότες με την σειρά τους λένε «αυτό δεν φτάνει».

Στο ερώτημα «δεν φτάνει γιατί πράγμα;» η απάντηση είναι αποστομωτική: «για να ζήσουμε στα χωριά μας και να δουλέψουμε στα χωράφια μας…».

Απέναντι στην απάντηση αυτή, είναι αλήθεια ότι δεν έχει ακουστεί τίποτα που να ανοίγει μία χαραμάδα αισιοδοξίας, ούτε για την λύση, ούτε καν για την εκτόνωση του προβλήματος. Σημαίνει αυτό ότι η σύγκρουση ακόμα και αν υπάρξει κάποια ενδιάμεση ανάπαυλα ανακωχής, είναι αναπόφευκτη;

«Εμείς» και οι αγρότες

Για τον άνθρωπο της πόλης το «μέτωπο» αυτό είναι πολύ πιο σημαντικό από όσο μέχρι στιγμής μπορεί να αντιληφθεί. Αγγίζει το πιο βασικό και ουσιαστικό στοιχείο της ανθρώπινης επιβίωσης, την διατροφή του, τόσο από την πλευρά της ποσότητας όσο και από την πλευρά της ποιότητας εξασφάλισης της διατροφικής αλυσίδας.

Οι αιτίες αυτής της «ανατροπής» στην δυνατότητα εξασφάλισης της διατροφικής αλυσίδας, έχουν την πηγή τους στο ότι αμφισβητείται αντικειμενικά και υποκειμενικά η ικανότητα του αγρότη παραγωγού να παραμείνει και να δουλέψει στο χωράφι του, στις σημερινές συνθήκες.

Οι βασικές αιτίες γι’ αυτό είναι η ανατροπή των συνθηκών καλλιέργειας από την κλιματική αλλαγή, σε συνδυασμό με τις οικονομικές συνέπειες των γεωπολιτικών ρήξεων που έχουν μεσολαβήσει και οι οποίες αντιμετωπίζονται με ένα σχεδόν καταστροφικό τρόπο από την περιβόητη Κοινή Αγροτική Πολιτική.

Αυτός είναι ένας συνδυασμός αιτίων που για πρώτη φορά αντιμετωπίζει ο αγρότης παραγωγός.

Ας ρίξουμε μια ματιά στην πρώτη από αυτές τις συνθήκες, την κλιματική αλλαγή. Αναμφίβολα η γεωργία είναι ο τομέας που πλήττεται σήμερα περισσότερο από τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης.

Πλημμύρες, ξηρασίες, φωτιές, βίαιες αλλαγές στα καιρικά φαινόμενα, υπερβολική ζέστη ή εκτός εποχής παγετοί, αλλάζουν τις συνθήκες της καλλιέργειας, τις αποδόσεις, προκαλούν απρόβλεπτες ζημιές. Αυτές οι ανατροπές έχουν προφανώς τις συνέπειές τους στην διαμόρφωση των τιμών πάνω στην οποία η κερδοσκοπία των μεσαζόντων έρχεται να αποτελειώσει την ζημιά.

Στον τομέα της γεωργίας όμως αυτές οι ζημιές δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν με τις παλιότερες ροές προϊόντων που είχε διασφαλίσει η παγκοσμιοποίηση του παγκόσμιου εμπορίου.

Ο κατακερματισμός της παγκοσμιοποίησης έχει ανατρέψει αυτή την συνθήκη και αντίθετα πολλαπλασιάζει το μέγεθος της ζημιάς, καθώς επηρεάζει στο επίπεδο του κόστους την καλλιέργεια ακόμα και όταν δεν έχουν μεσολαβήσει οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής…

Στην συνολική εικόνα έρχεται να κάνει τα πράγμα ακόμα πιο δύσκολο το γεγονός ότι η περιβόητη «πράσινη μετάβαση» στο πλαίσιο της ΚΑΠ, έχει καταστήσει ανέφικτη την κάλυψη των ζημιών ειδικά στο επίπεδο των μικρομεσαίων καλλιεργειών, λόγω της αλλαγής των προϋποθέσεων απόδοσης των επιδοτήσεων (του μοναδικού σχεδόν σταθερού τμήματος του αγροτικού εισοδήματος) που έχει σχεδιασθεί σε άλλες συνθήκες και για άλλο πλαίσιο καλλιέργειας.

Και βέβαια ακόμα και οι αρνητές της «κλιματικής κρίσης» αναγνωρίζουν τις επιπτώσεις της στους αγρότες, γιατί όσοι καλλιεργούν τη γη γνωρίζουν πολύ καλά τι συμβαίνει, χρόνο με το χρόνο, με τις όλο και χαμηλότερες αποδόσεις, την έλλειψη νερού, στις εισβολές εντόμων και νέων ασθενειών, τις βίαιες χαλαζοπτώσεις και πλημμύρες, τις απότομες καιρικές αλλαγές.

Σε αυτές τις ζημίες, πρέπει να συνυπολογισθούν οι αυξήσεις των πρώτων υλών – κυρίως του ντίζελ και των χημικών λιπασμάτων – χωρίς αυτές οι αυξήσεις των δαπανών να συνοδεύονται από αυξήσεις στις πρωτογενείς τιμές πώλησης των γεωργικών προϊόντων. Αυτές που βέβαια δεν καθορίζονται από εκείνους που παράγουν αυτά τα προϊόντα, αλλά από την μεγάλης κλίμακας διανομή και το χρηματιστήριο.

Αποτέλεσμα αυτού είναι μία ολοένα και ισχυρότερη τάση εγκατάλειψης και απόσυρσης των καλλιεργητών από τα χωράφια τους, με συνέπεια την αύξηση των ακαλλιέργητων γαιών τουλάχιστον όσο αφορά την μικρομεσαία παραγωγή.

Να θυμίσουμε εδώ ότι η ΚΑΠ προβλέπει και παρέχει κονδύλια 386 δισεκατομμύρια ευρώ για την στήριξη της γεωργίας και την «πράσινη μετάβαση». Με την διαφορά ότι μόλις το 20% από αυτά – στην καλύτερη των περιπτώσεων – καταλήγει στους μικρομεσαίου καλλιεργητές και το 80% απορροφάται αμιγώς από τις μεγάλες αγροτοβιομηχανικές καλλιέργειες…

Αυτό που πρέπει να αντιληφθούμε με άλλα λόγια, είναι ότι εδώ και στην υπόλοιπη Ευρώπη, δεν έχουμε μία επανάληψη των γνωστών από το παρελθόν κινητοποιήσεων για μια μικρή ή μεγαλύτερη διόρθωση της τιμής σε ένα ή περισσότερα προϊόντα, ή κάποια άλλη επιμέρους ανισορροπία μεταξύ πόλης και χωριού, αλλά μια συστημική κρίση που σηματοδοτεί την ανατροπή του παραγωγικού μοντέλου στην γεωργία.

Και αυτό αναμφίβολα δεν πρόκειται να απαντηθεί άμεσα, είτε φύγουν, είτε μείνουν τα τρακτέρ σήμερα στο Σύνταγμα…

Οικονοκλαστικά
Ακολουθήστε το Νewsit.gr στο Google News και ενημερωθείτε πρώτοι για όλη την ειδησεογραφία και τα τελευταία νέα της ημέρας