Ας φανταστούμε ότι κοιτάζουμε από… απόσταση την ελληνική οικονομία. Και διαβάζουμε αυτά που λέει ο ΙΟΒΕ και η ΤτΕ.
Δηλαδή τι; Ο ΙΟΒΕ μας υπενθυμίζει ότι η παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας στην καλύτερη περίπτωση είναι «στάσιμη» σε επίπεδα πολύ χαμηλότερα του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Και η ΤτΕ για πολλοστή φορά μας υπενθυμίζει ότι η οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα – και το ΑΕΠ – στηρίζεται συντριπτικά στην ιδιωτική κατανάλωση και στις επενδύσεις των κοινοτικών πόρων.
Αυτά συμβαίνουν και καταγράφονται από την ΤτΕ, ενώ διαπιστώνεται ότι η κατανάλωση βρίσκεται υπό ασφυκτική πίεση, λόγω αφ’ ενός των τρομακτικών έμμεσων φόρων (ΦΠΑ, ΕΦΚ), κ.λ.π.) και αφ’ ετέρου των συσσωρευμένων πληθωριστικών τιμών με άμεση συνέπεια την ραγδαία απώλεια της αγοραστικής δύναμης μισθών και εισοδημάτων.
Παράλληλα οι επενδύσεις των κοινοτικών, όχι των εθνικών ή ιδιωτικών πόρων, έχουν ημερομηνία λήξης το επόμενο έτος με σαφή τον κίνδυνο απώλειας μέρους αυτών, λόγω μη ικανότητας απορρόφησης (δηλαδή έγκαιρης εκτέλεσης των έργων) των προβλεπόμενων χρηματοδοτήσεων.
Να προσθέσουμε ότι όλα αυτά βρίσκονται υπό την επίδραση των ανεξέλεγκτων πλέον συνεπειών ενός εμπορικού πολέμου όλων εναντίων όλων μετά τις 2 Απρίλη;
Υπάρχει κάπου μία «αχτίδα» φωτός θετικών προσδοκιών που δεν την διακρίνουμε στο πλαίσιο της απαρίθμησης των παραγόντων που καθορίζουν τις οικονομικές εξελίξεις;
Μάλλον όχι.
Το μοναδικό ίσως «θετικό» στοιχείο εδώ είναι ότι στο φάσμα των αρνητικών παραγόντων που προαναφέρθηκαν και προσδιορίζουν τις οικονομικές εξελίξεις, δεν υπάρχει ο από μόνος μέγας κίνδυνος του χρέους. Θα πει κανείς ότι για μία οικονομία της οποίας την μεταπολεμική ιστορία την διατρέχει ο πρόβλημα του χρέους, το να μην υφίσταται σήμερα αυτό είναι κάτι πολύ σημαντικό.
Ναι είναι σημαντικό, αλλά δεν είναι αυτό που στις συγκεκριμένες συνθήκες θα αναστρέψει το συνολικό κλίμα, τόσο των ανεπαρκειών της παραγωγικής δομής της οικονομίας, παρά την σωρευτική παρουσία δεκάδων δισ. ευρώ κοινοτικών επιδοτήσεων για δεκαετίες (τόσο πριν την «σφαγή» των μνημονιακών χρόνων, όσο και μετά), όσο και των κινδύνων της τρέχουσας διεθνούς συγκυρίας.
Όμως φαίνεται πως ακόμα και αυτό το πλεονέκτημα του «μη κινδύνου» από την υπερχρέωση, αρχίζει προοπτικά να τίθεται εν αμφιβόλω αν κρίνει κανείς από την ήδη ανακοινωθείσα προβλεπόμενη κατακόρυφη αύξηση των εξοπλιστικών δαπανών (24 δισ. Ευρώ), που δεν προβλέπονται στον υπάρχοντα μακροχρόνιο σχεδιασμό εξυπηρέτησης του χρέους. Και από τις αναμενόμενες – αν όχι διαφαινόμενες ήδη – «χαλαρώσεις» στο πλαίσιο εξελίξεων του πολιτικού κύκλου.
Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει σε απλά μαθηματικά, ότι συνολικά το πλαίσιο της παραγωγικής δυναμικής και εσόδων της οικονομίας, δεν μπορεί παρά να επιδεινωθεί στον ορατό ορίζοντα για τους προαναφερόμενους λόγους, εσωτερικούς και εξωτερικούς. Και παράλληλα δημιουργούνται ad hoc δυναμικές αύξησης των δαπανών που δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν, παρά μόνο από την ακύρωση του μοναδικού παράγοντα «μη κινδύνου» για την οικονομία, δηλαδή του χρέους…