Η μείωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ δεν είναι ασφαλώς η τελευταία «είδηση» του 2024. Ήταν ήδη προεξοφλημένη από τις αγορές αφ’ ενός και αφετέρου, όπως η ίδια η Λαγκάρντ είπε προχθές σε δημόσια τοποθέτησή της, η ΕΚΤ «δεν δεσμεύεται» για το τι θα επακολουθήσει. Και εννοούσε τι θα κάνει απέναντι στις κινήσεις του Τραμπ μετά τις 20 Ιανουαρίου. Αν θα προχωρήσει δηλαδή η Ουάσιγκτον υπό την νέα ηγεσία της πράγματι σε αυξήσεις των δασμών, ή θα μείνει στις απειλές για να πετύχει αλλαγές στο εμπορικό ισοζύγιο των ΗΠΑ με εκβιαστικές διαπραγματεύσεις.
Όλα αυτά μετά τις 20 Ιανουαρίου.
Πριν από τον Ιανουάριο όμως υπάρχει η 15η του Δεκέμβρη.
Αυτή είναι η ημέρα στην οποία η ΕΚΤ έχει αποφασίσει, χωρίς να το… φωνάζει, ότι θα σταματήσει να επανεπενδύει τα κεφάλαια που προκύπτουν στον Ισολογισμό της από τις λήξεις των κρατικών ομολόγων που έχει αγοράσει από τον Μάρτιο του 2020 (πανδημία) μέχρι τώρα.
Τα ομόλογα δηλαδή που αγόραζε για να συγκρατήσει την αύξηση των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων που κινδύνευαν. Και να αποφύγει τον «κατακερματισμό» της ευρωπαϊκής αγοράς χρέους που επαναφέρει μνήμες της κρίσης χρέους του 2010 – 2011…
Τι σημαίνει αυτό; Αυτό σημαίνει ότι αποσύρεται από τις αγορές ο μεγαλύτερος παίκτης της ευρωαγοράς που με τις παρεμβάσεις του εξασφάλιζε, σαν εγγυητής, τις τιμές και τις αποδόσεις των ομολόγων.
Με άλλα λόγια οι εκδότες δημόσιου χρέους από την Κυριακή και μετά είναι μόνοι… τους με τις αγορές απέναντι σε ένα «παιχνίδι» της γάτας με το ποντίκι.
Γιατί μόνοι τους; Γιατί πλέον στην δευτερογενή αγορά ομολόγων, εκεί που αξιολογείται καθημερινά η πραγματική «αξία» του δημόσιου και του ιδιωτικού χρέους ο εκδότης και ο επενδυτής είναι ο ένας απέναντι στον άλλον, χωρίς κάποιον ισχυρότερο να κρατάει σε τάξη το «παιχνίδι» των τιμών…
Που πάει να πει ότι όλα τα προβλήματα υπερχρέωσης και δημοσιονομικής αδυναμίας των χωρών μελών της Ε.Ε. σε ένα περιβάλλον που από το 2025 θα γίνει ακόμα πιο δύσκολο, θα τιμολογηθούν διαφορετικά και επιβαρυντικά για τον εκδότη των ομολόγων, αφού έχει αποσυρθεί αυτός που μέχρι σήμερα εξασφάλιζε ότι οι αποδόσεις δεν θα χτυπήσουν «κόκκινο».
Η παρέμβαση του PEPP και το TPI
Το πόσο σημαντική ήταν αυτή η παρουσία της ΕΚΤ φαίνεται καθαρά στο γεγονός ότι η ΕΚΤ ειδικά μετά τις Ευρωεκλογές χρειάσθηκε να κάνει μέσω του PEPP, μεγάλες αγορές γαλλικών ομολόγων για να συγκρατήσει τις αποδόσεις τους σε επίπεδα ανάλογα με τα ελληνικά. Και από τον Σεπτέμβριο είχε χρειασθεί να κάνει ανάλογες αγορές και σε ιταλικά ομόλογα. Και δεν ξέρουμε τι έχει συμβεί με τις αγορές της ΕΚΤ τον Νοέμβριο όταν κατέρρευσε η κυβέρνηση Μπαρνιέ. Η κρίση στην Γαλλία προφανώς δεν έχει ξεπερασθεί, αντίθετα υπάρχει νέο αδιέξοδο για το τι θα γίνει με την κυβέρνηση και τον Προϋπολογισμό της.
Ταυτόχρονα η Ιταλία συνεχίζει να τροφοδοτεί το τεράστιο δημόσιο χρέος της με ελλείμματα που φουσκώνουν από τις συνέπιες της οικονομικής κρίσης στην Γερμανική βιομηχανία που είναι σαν συγκοινωνούντα δοχεία με τις ιταλικές εξαγωγές. Λίγο πολύ η Ιταλία χρειάζεται ένα ποσό μεγαλύτερο από το σύνολο του ελληνικού χρέους για να αναχρηματοδοτήσει μόνο για ένα έτος, το 2025, το δικό της δημόσιο χρέος.
Και από την Κυριακή 15 Δεκέμβρη δεν θα υπάρχει PEPP για να κάνει τον «μπαμπούλα» στα κερδοσκοπικά hedge funds που περιμένουν πώς και πώς για να δοκιμάσουν τις αντοχές των υπερχρεωμένων…
Κάποιος θα μας υπενθυμίσει διακριτικά ίσως, ότι ναι μεν αποσύρεται το PEPP από τον ρόλο του «σερίφη» στην άγρια αγορά του χρέους αλλά η ΕΚΤ έχει συγκροτήσει ένα νέο εργαλείο παρέμβασης με τον ίδιο σκοπό, την στήριξη δηλαδή των τιμών των κρατικών ομολόγων. Αλλά αυτό δεν έχει ενεργοποιηθεί ακόμα. Ναι αυτό είναι αλήθεια αλλά το νέο αυτό «εργαλείο» που το όνομά του είναι TPI δεν είναι το ίδιο όπως το PEPP που φτιάχτηκε άρον άρον για να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της πανδημίας.
Η διαφορά τους είναι ότι για να το χρησιμοποιήσει η ΕΚΤ για να σώσει τα ομόλογα μιας χώρας από τα νύχια… των κερδοσκόπων (!), υπάρχουν αυστηρές προϋποθέσεις που πρέπει να έχουν ήδη ικανοποιηθεί. Και οι προϋποθέσεις αυτές δεν είναι άλλες από τις «εντολές» της εφαρμογής του επικαιροποιημένου Συμφώνου Σταθερότητας. Αυτές που ορίζει η Κομισιόν με το όριο της αύξησης ή μείωσης των δημοσίων δαπανών ανεξάρτητα από την πορεία των δημοσίων εσόδων. Με άλλα λόγια ένα είδος «μνημονίου» στο οποίο το αφεντικό είναι η Κομισιόν που καθορίζει το τι επιτρέπεται να ξοδέψει μία κυβέρνηση με βάση την «εξοικονόμηση» των δαπανών με τρόπου που θα επιτρέπουν την μείωση του χρέους της. Γιατί αυτός είναι ο γενικός στόχος. Κάθε κυβέρνηση ανεξάρτητα από το τι μαζεύει από φόρους, πρώτα θα εξασφαλίζει την μείωση του χρέους της και μετά τις ανάγκες για δημόσιες υπηρεσίες, μισθούς συντάξεις, υγεία, παιδεία, κ.λ.π.
Και αυτή η προϋπόθεση προς το παρόν τουλάχιστον, δεν ικανοποιείται στην πλειονότητα των προϋπολογισμών των χωρών μελών και ειδικά σε Ιταλία και Γαλλία, προκειμένου, αν χρειασθεί, να ενεργοποιηθεί το TPI για προστασία από τα «τσακάλια» της αγοράς.
Να θυμίσουμε πόσο «άγρια» μπορούν να γίνουν αυτά τα «τσακάλια», όταν πρόσφατα το 2022, έκαναν κομμάτια την κυβέρνηση της κας Τρας μέσα σε 40 μέρες πριν προλάβει η BoE να κουνήσει το δαχτυλάκι της.
Και θα ρωτήσει κανείς, «Καλά και τι θα γίνει; Θα αφήσει η ΕΚΤ να καταρρεύσει η Γαλλία; Προφανώς το Παρίσι δεν είναι Αθήνα για να έχουμε ανάλογες συμπεριφορές…». Είναι αλήθεια πράγματι, ότι με Γαλλία και Ιταλία δεν μπορεί να συμβεί το ίδιο, ακόμα και αν δεν τα πάνε καλά με την «πειθαρχία» στο Σύμφωνο Σταθερότητας. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι η Λαγκάρντ έχει έτοιμες εύκολες λύσεις και απαντήσεις, γιατί τέτοιες δεν υπάρχουν στο τραπέζι μπροστά στο τεράστιο παγόβουνο του χρέους με το οποίο έρχεται πλέον σε επικίνδυνα άμεση «επαφή» η Ευρωζώνη.
Για τον λόγο αυτό ίσως έχουν πυκνώσει οι δηλώσεις αρμοδίων παραγόντων της ΕΚΤ, ακόμα και της Λαγκάρντ, που αναφέρονται στο ενδεχόμενο επέκτασης του ρόλου των ευρωομολόγων στην Ευρωζώνη. Μία φούσκα δηλαδή, που θα μπορεί να χωρέσει μέσα της την άλλη φούσκα που απειλεί να σκάσει … Βέβαια κάποιοι προσομοιάζουν αυτή την νέα φούσκα με συνδυασμό με το επικαιροποιημένο Σύμφωνο Σταθερότητας και το TPI με «ζουρλομανδύα», αλλά αυτό είναι μία άλλη συζήτηση.