Ένας εξαιρετικά επιτυχής και ευφυής τίτλος πρόσφατου σχολίου στο Bloomberg, αναφερόμενος στην μεγάλη αναταραχή που προκάλεσε η αναγγελία των δασμών από τον Τραμπ στις 2 Απρίλη, αναρωτιόταν αν αυτό «είναι το τέλος ή το τέλος της αρχής…». Και πράγματι όσα ακολούθησαν ήταν κάτι σαν τον θόρυβο εκκίνησης του περιβόητου «Λούνα Παρκ του τρόμου».
Η εβδομάδα κλείνει με ένα βασικό γεγονός που φαίνεται να έχει χαρακτηριστικά προσωρινής μονιμότητας (!).
Οι δασμοί Τραμπ καταλήγουν να επιβληθούν οριζόντια σε όλους για 10% και για 3 μήνες.
Μόνο για την Κίνα αυτοί χτύπησαν κόκκινο στο 145% και μόνιμα.
Α! Ναι θα μπορούσε να πεί κανείς ότι υπήρξε και άλλο ένα απίθανο γεγονός. Το αμερικάνικο χρηματιστήριο μετά την ανακοίνωση της τρίμηνης αναστολής εφαρμογής των δασμών κέρδισε μέσα σε 4 ώρες κεφαλαιοποίηση 4,5 τρισ. δολάρια, ήτοι περίπου το 20% του ετήσιου ΑΕΠ. Θα μπορούσε να πεί κανείς ότι δεν έχει ξανασυμβεί ακόμα και σε χρηματιστήριο του τρίτου κόσμου να «φουσκώσει» τόσο γρήγορα μία «φούσκα», αφήνοντας παρ’ όλα αυτά τους χρηματιστηριακούς δείκτες του 7% χαμηλότερα από τις 2 Απριλίου.
Η προβληματική συνάντηση στην Βαρσοβία
Αλλά ας επιστρέψουμε στον πραγματικό κόσμο. Αυτόν που Υπουργοί Οικονομικών και Κεντρικοί Τραπεζίτες της ΕΕ προσπαθούν να «διαβάσουν», στην άτυπη συνάντησή τους (Παρασκευή και Σάββατο) στην Βαρσοβία στο πλαίσιο του ECOFIN / Eurogroup.
Τα «νέα» που θα ακούσουν οι Υπουργοί Οικονομικών από τους τραπεζίτες της ΕΚΤ είναι δύο.
Το πρώτο είναι ότι αναθεωρούν αρνητικά τις μέχρι σήμερα εκτιμήσεις τους για τις συνέπειες του Αρμαγεδδώνα που έχει εξαπολύσει ο Τραμπ. Η κατ’ αρχήν εκτίμηση που προειδοποιούν ότι μπορεί τελικά να αποδειχθεί χειρότερη, είναι ότι η Ευρώπη αντιμετωπίζει πλέον για τους επόμενους δώδεκα μήνες μία επιβράδυνση της οικονομίας που θα κρατήσει τον συνολικό ρυθμό ανάπτυξης πολύ λίγο πάνω ή το πιθανότερο κάτω από το 0%.
Με άλλα λόγια η ευρωπαϊκή οικονομία αντιμετωπίζει συνθήκες ύφεσης οι οποίες πιθανότατα θα συνοδεύονται σε πρώτη φάση από μία τάση αποπληθωρισμού και στην συνέχεια άνοδο των πληθωριστικών τάσεων. Η συνθήκη αυτή είναι προφανώς σημαντικά χειρότερη από τον αρχικά αναμενόμενο στασιμοπληθωρισμό.
Το δεύτερο στοιχείο για το οποίο θα ενημερωθούν οι ΥΠΟΙΚ ειδικά της Ευρωζώνης, είναι ότι υπό τις παρούσες συνθήκες είναι αδύνατο η ΕΚΤ να αναστρέψει την αρχική απόφασή της για την μείωση του ισολογισμού της. Την απόσυρσή της δηλαδή από την αγορά ομολόγων, στην οποία μέχρι και τις 31.12.24 εξακολουθούσε να στηρίζει διακριτικά τις τιμές και τις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων.
Αυτό το δεύτερο στοιχείο είναι ίσως και το πλέον κρίσιμο, καθώς η διεθνής αγορά κρατικών ομολόγων παρουσιάζει νέα πρωτοφανή – από την δεκαετία του ‘80 – χαρακτηριστικά, που σχετίζονται με τα ερωτήματα που έχουν προκληθεί μετά τις 2 Απρίλη. Δηλαδή με την εμφάνιση και καταγραφή μίας – για πρώτη φορά – αμφισβήτησης (όπως αναφέρεται στα αμερικάνικα οικονομικά ΜΜΕ) των αμερικανικών ομολόγων, σαν αυτό που ήταν μέχρι σήμερα, ήτοι «ασφαλές καταφύγιο» για την διεθνή αποταμίευση.
Αλλαγή πλεύσης
Για την ΕΚΤ η σιωπηρή και ανομολόγητη συνάρτηση της νομισματικής της πολιτικής με εκείνη της Fed, είναι καθοριστικής σημασίας σε τέτοιες στιγμές ακραίας αβεβαιότητας. Και αυτό σημαίνει ότι καμία κίνηση οσο αφορά το Ευρώ, δηλαδή το χρέος που υποστηρίζεται από τις χώρες μέλη της Ευρωζώνης, δεν μπορεί να γίνει πριν ξεκαθαριστεί η στάση της Fed. Αλλά ακριβώς εκεί βρίσκεται εγκατεστημένη η ακραία μορφή αβεβαιότητας, αφού ούτε η Fed μπορεί να δηλώσει έτοιμη για «δράση» όσο ο Τραμπ κινείται μπρος – πίσω και με τον βασικό «αντίπαλο» την Κίνα να δείχνει έτοιμος για κάθε αναπάντεχη κίνηση που αυτός έχει κάνει…
Πολύ περισσότερο μάλιστα που από τα παρασκήνια των εξελίξεων των τελευταίων ημερών αναδύεται μία «μυρωδιά» για το τι ακριβώς συνέβη και καταλήξαμε στην απόφαση της αναβολής των τριών μηνών και της κατακόρυφης αύξησης των δασμών στην Κίνα, που λίγο πολύ ισοδυναμεί με ανομολόγητο εμπορικό «εμπάργκο».
Σύμφωνα με τις «διαρροές» αυτές, την Δευτέρα και την Τρίτη η Κίνα έστειλε ένα μήνυμα προθέσεων και αποτελεσματικότητας στον Τραμπ με δύο βασικές κινήσεις.
Η μία είναι γνωστή και αφορά στην ελαφρά υποτίμηση του κινεζικού γουάν. Η άλλη όμως, αυτή που ανέστρεψε ξανά προς τα πάνω τις μειούμενες αποδόσεις των αμερικανικών ομολόγων και τσάκισε κυριολεκτικά το «σχέδιο Μπέσεντ», είναι η ξαφνική ρευστοποίηση 50 περίπου δις δολ. μεσομακροπρόθεσμης διάρκειας αμερικανικών ομολόγων.
Μετά από αυτή την άσκηση άμεσης πίεσης ο κ. Τραμπ υποχρεώθηκε να αναδιπλωθεί και να επιλέξει την προσωρινή αναστολή μαζί με μία ακραία επιθετική αύξηση των δασμών στην Κίνα, με σαφή στόχο να υποχρεώσει τους άλλους εμπορικούς εταίρους να «σπάσουν» τις εμπορικές σχέσεις μαζί της.
Το πρόβλημα βέβαια αυτής της κίνησης όπως καταγράφεται και αναλύεται στα οικονομικά ΜΜΕ των ΗΠΑ, είναι ότι οι συνέπειες αυτού του «εμπάργκο» στα κινεζικά προϊόντα στο εσωτερικό των ΗΠΑ – μετά από κάποιο χρονικό διάστημα εξάντλησης των αποθεμάτων – απειλεί να έχει εξαιρετικά σοβαρές και απρόβλεπτες διαστάσεις στο πλέον ευαίσθητο στοιχείο της οικονομίας, την καταναλωτική δαπάνη.
Όλα αυτά και προφανώς πολύ περισσότερα, που εμπλέκονται στην διαμόρφωση των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Και έχουν ανατρέψει κυριολεκτικά τα περιβόητα οικονομικά μοντέλα της ΕΚΤ, η οποία για το μόνο που μπορεί πλέον να ενημερώσει του ευρωπαίους ΥΠΟΙΚ, σύμφωνα με διασταυρωμένες πληροφορίες, είναι δύο πράγματα.
Η ύφεση και η στασιμότητα είναι ο ορίζοντας πλέον της ΕΕ και ότι η ίδια δηλώνει «προσωρινή» αδυναμία να… βοηθήσει με το κόστος εξυπηρέτησης του κρατικού χρέους της Ευρώπης. Τουλάχιστον μέχρι τα μέσα στου 2025.