Η αλήθεια είναι πως τις τελευταίες εβδομάδες πληθαίνουν οι ενδείξεις πως η ΕΚΤ είναι πιθανό να επισπεύσει την μείωση των επιτοκίων μέσα στο 2024.

Οι αρχικές εκτιμήσεις για μία πρώτη κίνηση μείωσης του κόστους του χρήματος στα μέσα του έτους έχουν αρχίσει να μετακινούνται προς τα τέλη του Α’ τριμήνου.

Οι ενδείξεις αυτές δεν συμβαδίζουν βέβαια με τις δηλώσεις των επικεφαλής των Κεντρικών Τραπεζών ειδικά της Ευρωζώνης, οι οποίοι κατά πλειοψηφία επιμένουν ότι τα ψηλά επιτόκια θα μείνουν για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Αντίθετα οι αγορές δείχνουν ότι έχουν αρχίσει να προεξοφλούνται στοιχήματα για μειώσεις επιτοκίων από τον Μάρτιο.

Κανείς βέβαια δεν μπορεί να προβλέψει με βεβαιότητα το τι ακριβώς θα συμβεί, ούτε ακόμα και πίσω από τις κλειστές πόρτες του Συμβουλίου της ΕΚΤ. Αλλά παρ’ όλα αυτά ένα είναι βέβαιο, το Ευρώ δεν είναι σε θέση να αντέξει την πίεση ενός εξαιρετικά «φθηνού» δολαρίου με το οποίο η Fed επιχειρεί να αντιμετωπίσει τις συνέπειες του ασφυκτικά διογκωμένου αμερικανικού χρέους. Και μάλιστα σε προεκλογική χρονιά.

Η Fed είναι περισσότερο από βέβαιο ότι θα προηγηθεί της Ευρωζώνης στην μείωση των επιτοκίων με συνέπειες στην συναλλαγματική ισοτιμία Ευρώ/Δολαρίου που είναι ήδη εξαιρετικά πιεστική για την ευρωοικονομία.

Η ΕΚΤ είναι υποχρεωμένη να ακολουθήσει προκειμένου να μη οδηγήσει σε απόλυτη ασφυξία την ήδη ασθμαίνουσα οικονομία της Ευρωζώνης, η οποία σύμφωνα με τον Μάριο Ντράγκι από την 1/1/2024 εισέρχεται σε κανονική φάση ύφεσης.

Με αυτά τα δεδομένα – και χωρίς να μπορεί να αποκλείσει κανείς αναπάντεχες ανατροπές – η επιστροφή των εισαγόμενων πληθωριστικών πιέσεων ξαναμπαίνει στο τραπέζι της ευρωπαϊκής οικονομίας.

Πως μπορεί να απαντήσει σε μία τέτοια κατάσταση η ΕΚΤ;

Η εμπειρία της δεκαετίας του 70’ είναι εξαιρετικά διαφωτιστική, παρά την διαφορετικότητα της υποκείμενης κατάστασης χρέους.

Η ΕΚΤ, όπως αναφέρει αρμόδιος παράγοντας του περιβάλλοντος της ΕΚΤ στην Φρανκφούρτη με τον οποίο επικοινώνησαν τα Οικονο-κλαστικά, «είναι υποχρεωμένη να δώσει μεγαλύτερο βάρος στο σκέλος του ελέγχου του Ισολογισμού της…».

Με άλλα λόγια να αλλάξει την ροή διάχυσης της ρευστότητας μειώνοντας την επανεπένδυση των κεφαλαίων από τις λήξεις των προγραμμάτων PEPP και APP.

Ήδη από τον περασμένο Ιούλιο η Bundesbank και ο επικεφαλής της κ. Νάγκελ είχε θέσει ζήτημα για επίσπευση της απόσυρσης της ρευστότητας που έχει διαχυθεί στο σύστημα ιδιαίτερα κατά την πανδημία και μετά από αυτή.

Ο ισολογισμός της ΕΚΤ μετράει περί το 1,7 τρις ευρώ ρευστότητας που έχει διοχετεύσει μέσα από τα προγράμματα αυτά και τα οποία τώρα πρέπει να «μαζευτούν». Το ποσό είναι τεράστιο και η απόσυρσή του από την οικονομία δεν μπορεί να είναι χωρίς συνέπειες παρά την σταδιακή εξέλιξη της διαδικασίας, ιδιαίτερα όταν οι αγορές βεβαιωθούν για τις προθέσεις της ΕΚΤ και αρχίσουν να προεξοφλούν τις συνέπειες, στο τραπεζικό σύστημα, αλλά και στην πραγματική οικονομία.

Στην ΕΚΤ και στις αρμόδιες γενικές διευθύνσεις της στην Φρανκφούρτη έχουν γίνει υπολογισμοί για το πως η απόσυρση αυτής της ρευστότητας «αντιστοιχεί» σε αυξήσεις επιτοκίων, όσο αφορά το τελικό αποτέλεσμα της νομισματικής πολιτικής. Ή για να το πούμε διαφορετικά κατά πόσο η μείωση των επιτοκίων κατά κάποιο ποσοστό π.χ. 0,25% μπορεί να εξισορροπείται με αντίστοιχη μείωση της διαθέσιμης ρευστότητας.

Με άλλα λόγια ναι μεν το χρήμα μπορεί να γίνει «φθηνότερο», αλλά ακόμα και ως φθηνότερο θα μπορεί να είναι εξ ίσου δύσκολο να εξασφαλισθεί η πρόσβαση σ’ αυτό.

Η διαδικασία της λεγόμενης «αποστείρωσης» της ρευστότητας φαίνεται ότι θα αποτελέσει σημαντικό μέσο για να αποφύγει η ΕΚΤ αναζωπύρωση των πληθωριστικών πιέσεων.

Αλλά μία τέτοια διαδικασία έχει τις δικές της παρενέργειες τόσο στο τραπεζικό σύστημα όσο και στην αναχρηματοδότηση του χρέους δημόσιου και ιδιωτικού.

Αν αυτό αρχίσει να «τρέχει», οι οικονομίες της Ευρωζώνης θα έχουν να αντιμετωπίσουν ασφαλώς μία εντελώς «νέα» κατάσταση.

Οικονοκλαστικά
Ακολουθήστε το Νewsit.gr στο Google News και ενημερωθείτε πρώτοι για όλη την ειδησεογραφία και τα τελευταία νέα της ημέρας