Ακολουθώντας την «λογική» του χθεσινού (13.3.2025) σημειώματος των Οικονοκλαστικών, στο οποίο επισημαίνεται η σκόπιμη επιλογή της κυβέρνησης Τραμπ να προκαλέσει μια ελεγχόμενης έκτασης «ύφεση», με στόχο την προσωρινή αντιμετώπιση της κρίσης χρέους στις ΗΠΑ, η στήλη οφείλει κάποιες περαιτέρω «εξηγήσεις».
Υπενθυμίζουμε εδώ ότι η επιλογή Τραμπ για μία ελεγχόμενης κλίμακας ύφεση, ικανή να συμβάλει σε τεράστιες μετακινήσεις κεφαλαίων από μετοχικούς τίτλους σε τίτλους (κρατικού) χρέους, με στόχο την μείωση των αποδόσεων των αμερικανικών ομολόγων, στοχεύει στην διευκόλυνση της αναχρηματοδότησης ενός χρέους 7 τρισ. δολάρια μέσα στο επόμενο εξάμηνο.
Το χρέος αυτό στην πλειονότητά του έχει εκδοθεί με επιτόκια της τάξης του 2% και σήμερα θα πρέπει να αναχρηματοδοτηθεί με επιτόκια που όσο και αν η Fed μειώσει, στην δευτερογενή αγορά κινούνται σε υπερδιπλάσια επίπεδα (4,28%). Μια οικονομία που τρέχει με ένα έλλειμμα της τάξης του 7,2% παρά τις τρομακτικές περικοπές δημοσίων δαπανών, είναι αδύνατο να το αντιμετωπίσει, όταν ήδη έχει ένα χρέος της τάξης των 36,2 τρισ. δολάρια και οι αγορές ζητούν μεγαλύτερα ανταλλάγματα (risk premium) για να το αγοράσουν.
Αυτό σημαίνει ότι η κυβέρνηση Τράμπ επιχειρεί να τους «αναγκάσει» να τα αγοράσουν και αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν «βιαίως» απομακρυνθούν -προσωρινά- από το χρηματιστήριο αναζητώντας ασφαλέστερα καταφύγια.
Ο Ray Dalio από την Σιγκαπούρη ήδη προειδοποίησε για «συγκλονιστικές εξελίξεις»…
Βέβαια όχι τόσο απρόβλεπτες, αν σκεφτεί κανείς ότι ο Warren Buffet, εδώ και μήνες ξεφορτώνεται μετοχές – ειδικά τραπεζικές και τεχνολογίας – και μετακομίζει σε «μετρητά», για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες. Και περιμένει να επιστρέψει, όταν οι… «συγκλονιστικές εξελίξεις» που προανάγγειλε o Ray Dalio αρχίσουν να συμβαίνουν.
Και ήδη συμβαίνουν αν κάνει κανείς τον ισολογισμό των ζημιών στις χρηματιστηριακές αξίες επί Tramp, που έχουν ήδη ξεπεράσει τα 4 τρις. Δολ. και συνεχίζουν.
Ο κ. Μπέσσεντ, ΥΠΟΙΚ της Κυβέρνησης Τραμπ, με πολύ ψυχραιμία δήλωσε χθες ότι λίγο «ξεκαθάρισμα» στις χρηματιστηριακές αγορές δεν κάνει κακό…
Πότε αυτό θα έχει ολοκληρωθεί; Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, αυτό θα αρχίσει να αλλάζει όταν αρχίσει η συζήτηση στο Κογκρέσο που θα πρέπει να καταλήξει στην αύξηση του ορίου δανεισμού για την Κυβέρνηση Τράμπ. Και τότε οι οπαδοί της στρατηγικής αυτής – όπως και ο υπέργηρος κ. Μπάφετ – θα έχουν την ευκαιρία, όπως στοιχηματίζουν, να επιστρέψουν στο χρηματιστήριο. Ή σε ότι έχει μείνει από αυτό, σε πολύ χαμηλότερες τιμές και με πολύ μεγαλύτερα περιθώρια ανόδου των τιμών, αφού θα έχει απελευθερωθεί παράλληλα η μηχανή παραγωγής ρευστότητας μέσω της απελευθέρωσης του ορίου του χρέους και η Fed από την μία θα προσπαθεί να κατεβάσει τα επιτόκια και από την άλλη θα αγοράζει το χρέος που θα ξεφορτώνουν επιστρέφοντας στην WS οι «επενδυτές».
Αυτή είναι η αισιόδοξη προοπτική πίσω από την «λογική» της οικονομικής τακτικής Τραμπ, ή για την ακρίβεια πίσω από τον σχεδιασμό του Κ. Μπέσσεντ.
Η άλλη πλευρά του λόφου
Το ερώτημα βέβαια που προκύπτει είναι αν αυτή η στρατηγική από την πλευρά της κυβέρνησης Τράμπ μπορεί να δώσει ρεαλιστικές «λύσεις» στο πρόβλημα ή θα οδηγήσει σε «συγκλονιστικές εξελίξεις» όπως προειδοποιεί ο κ. Ray Dalio.
O λόγος αμφισβήτησης αυτής της στρατηγικής έχει να κάνει με το γεγονός ότι η οικονομία των ΗΠΑ είναι η μεγαλύτερη στον πλανήτη και είναι απόλυτα συνδεδεμένη αξεδιάλυτα με τις οικονομίες των άλλων χωρών.
Πολύ περισσότερο που το αμερικανικό «εθνικό» νόμισμα είναι ταυτόχρονα και το ισχυρότερο παγκόσμιο συναλλαγματικό απόθεμα στις κεντρικές τράπεζες όλων των χωρών και οι συναλλαγματικές ισοτιμίες του «καθορίζουν» το ποιος θα μείνει με τον «μουτζούρη»…
Οι «δασμοί» που χρησιμοποιεί ο Τράμπ σαν «εργαλείο» για να δρομολογήσει την στρατηγική Μπέσσεντ, ανεξαρτήτως προθέσεων ή μπρος – πίσω στην εφαρμογή τους, από την Ουάσιγκτον, επιχειρούν να «σπάσουν» την παγκόσμια οικονομία, όπως αυτή έχει καταλήξει σήμερα μετά από δεκαετίες «ελεύθερων» συναλλαγών στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης.
Επιχειρεί με άλλα λόγια να «κόψει» σαν τον Προκρούστη, στα όρια των «εθνικών» αναγκών της αμερικάνικης οικονομίας, τις αδυσώπητες ανάγκες επέκτασης της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας μετά από την κουτσή ανάκαμψη της κρίσης της πανδημίας. Και προκαλεί «καταστροφές» σε πολλαπλά επίπεδα, χωρίς να είναι σε θέση να έχει τον έλεγχο αυτών των συνεπειών, τόσο στις ΗΠΑ όσο και διεθνώς. Ειδικά δε στην Ευρώπη.
Προφανώς όπως και στο παρελθόν, το οικονομικό στρατηγείο της Ουάσιγκτον, υπολογίζει να «ξεφορτώσει» μέσω του δολαριακού προνόμιου, την «ζημιά» στους άλλους, κάτι που να μοιάζει με την Συμφωνία στο Plaza το 1985. Με την διαφορά ότι σήμερα απέχουμε 50 χρόνια από το Plaza και ο κόσμος έχει αλλάξει δραματικά, σε εμπορικό, οικονομικό και νομισματικό επίπεδο… και κυρίως στο χρέος.
Το ανεξέλεγκτο όμως των «συγκλονιστικών εξελίξεων» δεν αφορά μόνο το «εξωτερικό» των ΗΠΑ.
Αφορά και το «εσωτερικό», καθώς η σάρωση και η εξαέρωση αξιών που μετριέται σε «τρισεκατομμύρια» στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, δεν αφορά μόνο τις κεφαλαιοποιήσεις των μεγάλων επιχειρηματικών Ομίλων.
Αφορά την αποταμίευση και τα όρια επιβίωσης εκατομμυρίων αμερικανών συνταξιούχων, εργαζόμενων, μικρομεσαίων επιχειρήσεων που σε μεγάλο μέρος τους «ψήφισαν» και έστειλαν τον Τραμπ στην Ουάσιγκτον για δεύτερη θητεία.
Σ’ αυτό το πεδίο «οι συγκλονιστικές εξελίξεις», ίσως αποδειχθούν καθοριστικές για τις προσδοκίες αλλά και για το μέλλον, των «σχεδιαστών» της οικονομικής πολιτικής Τραμπ… Στο μεταξύ όμως – αν αυτό συμβεί – ο κόσμος μας όπως τον ξέραμε θα έχει γίνει αγνώριστος. Και πολύ πιο επικίνδυνος.