Ο Προϋπολογισμός που «πέρασε» από την Βουλή την Κυριακή το βράδυ για την Ελλάδα ήταν κάτι προεξοφλημένο λόγω της σύνθεσης της Βουλής. Έτσι η όλη συζήτηση περιορίσθηκε στο «αν και τι» θα μπορούσε να δοθεί από την κυβέρνηση σαν Χριστουγεννιάτικο… δώρο ευρύτερης απεύθυνσης, μιας και τα όρια δαπανών και εσόδων ήταν ήδη προκαθορισμένα και συμφωνημένα με την Κομισιόν εδώ και καιρό. Κανένας για παράδειγμα δεν περίμενε οποιαδήποτε συζήτηση για μείωση ΦΠΑ ή Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης, των πλέον άδικων φόρων στην εγχώρια οικονομία…
Έτσι όλη η συζήτηση έγινε και περιορίσθηκε στις τραπεζικές προμήθειες που είναι κάτι παραπλήσιο με τον υψηλό ΦΠΑ και τους ΕΦΚ.
Θα ακολουθήσουν βέβαια αποφάσεις οι οποίες θα δείξουν το πόσο αυτός ο μπελάς των τραπεζικών προμηθειών θα περιορισθεί ή θα βρεθεί άλλος τρόπος να υποκατασταθούν τα έσοδα των τραπεζών που έρχονται από εκεί.
Με αυτά και αυτά όμως «χάθηκε» από το φάσμα των θεμάτων της συζήτησης, από όλες τις πλευρές, ένα εξαιρετικά κρίσιμο θέμα για το 2025.
Αν ρίξει κανείς μια ματιά στα «ψιλά γράμματα» του Προϋπολογισμού θα διαπιστώσει μία φυσιολογική λόγω «δεδομένων» αδυναμία από την οποία εξαρτάται κυριολεκτικά η επόμενη ημέρα της οικονομίας.
Για να εξηγηθούμε. Η ελληνική οικονομία έχει μία ομοιότητα με την αμερικάνικη. Ναι με την αμερικανική οικονομία, αυτή που χειρίσθηκε ο Μπαιντεν και αναλαμβάνει σε λίγο ο Τραμπ.
Η ομοιότητα είναι ότι το ΑΕΠ της χώρας άμεσα και έμμεσα εξαρτάται από την ιδιωτική και δημόσια καταναλωτική δαπάνη. Εκεί βέβαια σταματάνε οι «ομοιότητες». Υπάρχουν διαφορετικές μετρήσεις ως προς το πώς προσδιορίζεται η εξάρτηση του ΑΕΠ από την ιδιωτική και δημόσια κατανάλωση, αλλά σε κάθε περίπτωση το ποσοστό κινείται σε ένα φάσμα τιμών που ταλαντεύεται γύρω από το 70%. Ναι, το 70% του ΑΕΠ – λίγο πάνω λίγο κάτω – οφείλεται στην καταναλωτική δαπάνη.
Και για να το πούμε με απλά λόγια, αν οι κάτοικοι αυτής της χώρας μόνιμοι και προσωρινοί δεν καταναλώσουν φρενάρει η οικονομική δραστηριότητα. Το γιατί είναι γνωστό εδώ και χρόνια.
Στην Ελλάδα η παραγωγική δραστηριότητα και η μεταποίηση, κατά συνέπεια και οι εξαγωγές είναι ένα μικρό και – παραμένει – αδύναμο μέρος της παραγωγής «αξιών». Και εφ’ όσον δεν παράγεις μέσα στην χώρα, αυτό που έχεις για να καταναλώσεις με απλά λόγια «δεν φτάνει». Και τι κάνεις όταν δεν φτάνει; Κάνεις εισαγωγές… Γι’ αυτό και κάθε χρόνο βλέπουμε το εμπορικό ισοζύγιο και το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών να είναι στο κόκκινο. Όταν φτάνει στο βαθύ κόκκινο, τότε τα πράγματα γίνονται δύσκολα, πολύ δύσκολα.
Θα πει κανείς, καλά και οι αμερικάνοι τι κάνουν που έχουν… το ίδιο πρόβλημα; Οι ΗΠΑ έχουν το ίδιο «πρόβλημα» αλλά έχουν επίσης και το δολάριο. Και οι ΗΠΑ δανείζονται σε δολάρια τα τελευταία χρόνια με την … σέσουλα, γιατί διαθέτουν και εξάγουν το πλέον ελκυστικό επενδυτικό προϊόν του πλανήτη από τις αρχές της δεκαετίας του 80. Το προϊόν αυτό λέγεται αμερικάνικο δεκαετές ομόλογο.
Έτσι για παράδειγμα τα τελευταία χρόνια ειδικά μετά την πανδημία, δεν τσιγκουνεύονται με τα δημόσια ελλείμματα και τα χρηματοδοτούν με δανεισμό χωρίς όρια. Φέτος για παράδειγμα το δημόσιο έλλειμμα έκλεισε στο 7,4% του ΑΕΠ και το χρέος στα 36 τρις δολάρια, «No Problem»… Κάπως έτσι διατηρούν και τον ρυθμό ανάπτυξης πάνω από το 2,5%. Και για να καταλάβουμε το τι σημαίνει αυτό, το ΑΕΠ των ΗΠΑ έχει χτυπήσει φέτος μία … εξάρτηση από την κατανάλωση μεταξύ 74% και 75%. Είπαμε όμως ότι στο «70%» τελειώνει η ομοιότητα μεταξύ ελληνικής και αμερικάνικης οικονομίας.
Εμείς λοιπόν εδώ αντί να στηρίξουμε την κατανάλωση κάνουμε ότι μπορούμε να την μειώσουμε ή τέλος πάντων να μη την αφήσουμε αυξηθεί. Κόβουμε σε πραγματικούς όρους και όχι σε ονομαστικούς, δημόσιες δαπάνες στις υπηρεσίες και τις δημόσιες παροχές (υγεία, παιδεία, κ.λ.π.), κρατάμε τους πραγματικούς μισθούς και συντάξεις όσο πιο χαμηλά γίνεται για περιορισθεί η ιδιωτική καταναλωτική δαπάνη και τέλος πάντων προσπαθούμε να κρατήσουμε την «ζήτηση» όσο γίνεται χαμηλότερα για να συγκρατηθούν και οι εισαγωγές.
Πότε το καταφέραμε αυτό; Όταν με τα πρώτα μνημόνια κόπηκαν μισθοί συντάξεις, δουλειές κ.λ.π.. Τότε λίγο έλλειψε να μιμηθούμε την ιστορία με τον Χότζα, του οποίου ο γάιδαρος, πάνω που έμαθε να μη τρώει, ψόφησε…
Γιατί τα θυμίζουμε αυτά; Για ένα απλό λόγο.
Ο Προϋπολογισμός αναμφίβολα είναι σφικτός, όπως το απαιτεί το επικαιροποιημένο Σύμφωνο Σταθερότητας και αυτό ικανοποιεί τις απαιτήσεις των δανειστών μας με αποτέλεσμα το ελληνικό δημόσιο να πληρώνει χαμηλότερο τόκο από τις ΗΠΑ, για να δανειστεί στα δέκα χρόνια. Αλλά «αυτό», η εξαιρετικά σφικτή δηλαδή δημοσιονομική οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην απώλεια πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος ιδιαίτερα καθώς ο πληθωρισμός κάθε άλλο παρά έχει φύγει. Ακόμα και εκεί που έχει υποχωρήσει, έχει αφήσει πίσω του τιμές τόσο ψηλές που δεν μπορούν να καλυφθούν από τους υπάρχοντες μισθούς και συντάξεις.
Έτσι έχουμε φτάσει στο σημείο η πραγματική αγοραστική δύναμη μισθών και συντάξεων να είναι στα χαμηλότερα επίπεδα της Ε.Ε.
Θα πει κανείς, «ναι αλλά έτσι θα καταφέρουμε να πληρώσουμε τα δάνεια». Όχι, εδώ ακριβώς είναι η αυταπάτη.
Η πραγματική κατάσταση που έχει αρχίσει να αναδύεται από την ξεχασμένη σκοτεινή και επικίνδυνη περιοχή των Npls και Npes, δηλαδή των περιβόητων «κόκκινων και κίτρινων» δανείων είναι ότι έχουν αρχίσει να εμφανίζονται σαφείς προειδοποιήσεις ότι τα τρέχοντα διαθέσιμα πραγματικά εισοδήματα δεν αντέχουν πλέον να εξυπηρετούν τις ρυθμίσεις των δανείων που είχαν αρχίσει να «πρασινίζουν». Πρόσφατα στα Οικονοκλαστικά παραθέσαμε σχετική μελέτη της BIS (Τραπεζα Διεθνών Διακανονισμών) για το θέμα.
Η χρηματοπιστωτική σταθερότητα για την οποία «δούλεψε» ο Ηρακλής Ι και ΙΙ και ΙΙΙ έχει «παρκάρει» τα δάνεια αυτά σε προσωρινά αποστειρωμένο και ασφαλή χώρο, δεν τα έχει εξαφανίσει.
Για να πάψουν αυτά να είναι επικίνδυνα για τους οφειλέτες αλλά και το δημόσιο (που τα έχει εγγυηθεί για λογαριασμό των τραπεζών) πρέπει το διαθέσιμο πραγματικό εισόδημα να επαρκεί για την σταδιακή εξόφλησή τους.
Και ο Προϋπολογισμός του 2025 δεν δείχνει κάτι τέτοιο. Το αντίθετο μάλιστα αν κρίνει κανείς από τα προβλεπόμενα ποσοστά μεταβολής της ιδιωτικής και της δημόσιας κατανάλωσης, με την δημόσια να βασίζεται κυρίως στο Ταμείο Ανάκαμψης.
Δεν είναι απλά ότι το διαθέσιμο εισόδημα δίνει ελάχιστη δυνατότητα καταναλωτικής δαπάνης, είναι που απομειώνει και την δυνατότητα εξόφλησης των Npls και των Npes…
Και αυτός ο κίνδυνος δεν αφορά μόνο αυτούς που δεν μπορούν ή δυσκολεύονται να καταναλώσουν τα προς επιβίωση. Αφορά και αυτούς, τους εκατοντάδες χιλιάδες, που βρίσκονται στις περιβόητες «ρυθμίσεις» με τις τράπεζες. Και αν αυτοί αρχίσουν πάλι να μη μπορούν να πληρώσουν θα κληθεί να πληρώσει το δημόσιο για τις εγγυήσεις που έχει δώσει…
Και αυτό μεταφράζεται σε μεγαλύτερο έλλειμμα και χρέος. Πόσο; Αν δεν κάνουμε λάθος πάνω από 25 δις ευρώ τα επόμενα χρόνια. Δηλαδή κάπου 12 -13% του ΑΕΠ.