Site icon NewsIT
06:16 | 18.07.24

Οι τράπεζες και ο «νέος» λόγος, που η ΕΚΤ σιωπηρά υποχρεώνεται να επισπεύσει την μείωση των επιτοκίων

Οι τράπεζες και ο «νέος» λόγος, που η ΕΚΤ σιωπηρά υποχρεώνεται να επισπεύσει την μείωση των επιτοκίων
Γιάννης Αγγέλης

Οι σημερινές (18.7.2024) ανακοινώσεις της ΕΚΤ όσο αφορά στην νομισματική της πολιτική, θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα περιέχουν αλλαγές στο ύψος των επιτοκίων.

Είναι όμως εξαιρετικά πιθανό ότι θα ακολουθούν την πρόσφατη ρητορική της αμερικανικής Κεντρικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας, για βελτίωση των προϋποθέσεων που οδηγούν σε νέες μειώσεις μέσα στο 2024, τις οποίες σημαντικοί αναλυτές της αγοράς «αριθμούν» ήδη σε δύο. Η «προετοιμασία» αυτή σε επίπεδο λεκτικής αναφοράς, όπως είναι αναμενόμενο συνδέεται τυπικά τουλάχιστον με την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού.

Η αλήθεια όμως είναι ότι αποσιωπά ένα ιδιαίτερα σημαντικό «νέο» λόγο που έχει αναδυθεί στο προσκήνιο και η ΕΚΤ θέλει προφανώς να κρατήσει μακριά από κάθε συσχετισμό με το τραπεζικό σύστημα και τις αντοχές του.

Πρόσφατα -μέσω του Bloomberg- είδαν την δημοσιότητα πληροφορίες που φέρουν την ΕΚΤ να αναβάλει την δημοσίευση των αποτελεσμάτων για την -άσχημη- κατάσταση που έχει δημιουργηθεί σε ένα μεγάλο μέρος των μοχλευμένων δανείων του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος. Να το πούμε με απλά λόγια, πρόκειται για τα αποτελέσματα μίας έρευνας που δείχνει ότι οι τράπεζες έχουν ένα αξιοπρόσεκτα μεγάλο κομμάτι του χαρτοφυλακίου δανείων τους που κινείται ή είναι ήδη σε «κίτρινο – κόκκινη» κατάσταση.

Πρόκειται για την κατηγορία μοχλευμένων δανείων που καταλήγουν στα λεγόμενα Npes και Npls. H πληροφορία του Bloomberg δεν διαψεύσθηκε, ούτε επιβεβαιώθηκε, από την ΕΚΤ, αλλά υπήρξαν διευκρινίσεις ότι οι τράπεζες αντέδρασαν στην επικείμενη δημοσίευση υποστηρίζοντας ότι η έρευνα έχει γίνει με όρους που δεν συνάδουν με το αντικείμενό της. Και η ΕΚΤ φαίνεται να αναβάλει την δημοσίευσή τους. Ίσως σήμερα στην συνέντευξη τύπου της κας Λαγκάρντ, που αναμφίβολα θα υπάρξουν σχετικές ερωτήσεις, να δοθούν κάποιες εξηγήσεις.

Όμως το θέμα είναι ότι οι απότομες ανατροπές στην νομισματική πολιτική της ΕΚΤ από το παρατεταμένο μηδενικό ή και αρνητικό ονομαστικό (επιτοκιακό) κόστος του χρήματος, στην απότομη αύξησή του και την παραμονή του μέχρι σήμερα εκεί, σε συνθήκες, που συρρικνώνεται δραστικά η διαθέσιμη ρευστότητα μέσω της απόσυρσης των προγραμμάτων APP, PEPP και TLTROs, έχει μειώσει δραστικά -σε συνδυασμό με τον πληθωρισμό- την ικανότητα της οικονομικής δραστηριότητας επιχειρήσεων και νοικοκυριών να ανταποκρίνεται στην δανειακή στήριξη που είχε την περίοδο της πανδημίας και πριν από αυτή.

Κάτι δηλαδή σαν αυτό που η Ελλάδα με τα τρία μνημόνια έζησε σε μία παρατεταμένη περίοδο σύσφιξης, εδώ συμβαίνει σε δύο μόλις χρόνια μετά την παρατεταμένη χαλάρωση…

Με άλλα λόγια η ΕΚΤ με την έρευνα αυτή, η οποία σημειωτέο έγινε σε μεγάλο βαθμό με φορείς που δεν συνδέονται με τους δικούς της αναλυτές και ερευνητικούς μηχανισμούς, αποκαλύπτει σημαντικά προβλήματα στο πλέον επικίνδυνο κομμάτι των τραπεζικών ισολογισμών εκείνο που συνδέεται με την άγνωστη περιοχή της διαχείρισης κινδύνου υπερ-μοχλευμένου δανεισμού.

Η σιωπηρή αναβολή της ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων δεν λύνει βέβαια το πρόβλημα των τραπεζών. Απλώς αναβάλει την αποκάλυψή του, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να «αντιμετωπισθεί» παρά μόνο με την εκτόνωση της έντασης στην πηγή της, ήτοι στην διαθεσιμότητα και το κόστος της ρευστότητας στο σύστημα.

Η πρόσφατη μείωση των επιτοκίων κατά 0,25% πέραν του ότι είχε ήδη προ εξοφληθεί πολύ πριν την υλοποίησή της, δεν άλλαξε στο παραμικρό την κατάσταση. Και είναι αμφίβολο αν άλλες δύο μειώσεις της τάξης του 0,25% συν 0,25% προκαλέσουν την παραμικρή διαφορά, καθώς ο δανεισμός που είχε γίνει με μηδενικά ή αρνητικά επιτόκια απαιτεί σήμερα πάνω από 4 επιτοκιακές μονάδες για να αναχρηματοδοτηθεί στην αγορά χρήματος.

Αν η ΕΚΤ συνεχίσει να «μαζεύει» πίσω στον ισολογισμό της με τα επιτόκια στα τρέχοντα επίπεδα, την ρευστότητα των 3 – 4 τρισ. ευρώ που είχε διαχύσει στο σύστημα και η οποία είχε μοχλευθεί έως και 20 φορές μέχρι να φτάσει στον τελικό δανειολήπτη, τότε το πρόβλημα του δανειολήπτη γίνεται πρόβλημα της τράπεζας και το πρόβλημα της τράπεζας καταλήγει στην …ΕΚΤ.

Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η «ταχεία» μείωση των επιτοκίων αναδύεται ως μονόδρομος, χωρίς όμως, σε ένα διεθνές περιβάλλον σαν το σημερινό, αυτή να αποτελεί δραστικό «φάρμακο». Σίγουρα όμως οι αγορές και οι τράπεζες το περιμένουν σαν ένα έστω προσωρινό «παυσίπονο». Και θα είναι ενδιαφέρον σήμερα το πως θα σχολιάσει το πρόβλημα η κα Λαγκάρντ.

Τελευταίες ειδήσεις

Exit mobile version