Η αλήθεια είναι πως το ελληνικό δημόσιο χρέος, μετά την «οδυνηρή» αναδιάρθρωση των τριών μνημονιακών Συμβάσεων, μαζί και με τα «προβλεπόμενα» για το 2032, δεν φαίνεται με την πρώτη ματιά ότι μπορεί να επηρεαστεί άμεσα, από την τρέχουσα κρίση στις αγορές ομολόγων.
Την «κόντρα» δηλαδή που καταγράφεται μεταξύ χρηματαγορών και Κεντρικών Τραπεζών, όσο αφορά τα επιτόκια χρηματοδότησης του χρέους δημόσιου και ιδιωτικού. Μια κόντρα που φέρνει για άλλη μία φορά την κρίση χρέους στο προσκήνιο.
Το πεδίο πάνω στο οποίο εξελίσσεται αυτή η «κόντρα» χρηματαγορών και Κεντρικών Τραπεζών, η δευτερογενής αγορά ομολόγων δηλαδή, αλλά και το σύνολο του χρηματοπιστωτικού συστήματος που θεμελιώνεται πάνω στην σχέση αυτή, δείχνει εδώ και αρκετές ημέρες να βρίσκεται σε… αναταραχή χωρίς προβλέψεις εκτόνωσης.
Με σημείο αναφοράς το αμερικανικό δεκαετές ομόλογο του οποίου οι αποδόσεις έχουν ξεπεράσει τα 4,75% και με το βρετανικό να αγγίζει το 5% είναι σαφές ότι βαδίζουμε σε ένα μονόδρομο στο… άγνωστο.
Οι επόμενες κινήσεις των Κεντρικών Τραπεζών που προβλέπουν περαιτέρω μειώσεις των βασικών επιτοκίων μέσα στο 2025, με την αγορά να κινείται σε απολύτως αντίθετη κατεύθυνση, είναι το πλέον αποσταθεροποιητικό στοιχείο για το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Οι λόγοι είναι πολλοί και εμφανείς.
Στις ΗΠΑ π.χ. που η Fed έχει εξαγγείλει περαιτέρω μείωση επιτοκίων, οι επικείμενες πολιτικές Τραμπ με δασμούς, εμπορικούς πολέμους και η αναδιοργάνωση των αλυσίδων εφοδιασμού ώστε να αποφεύγουν την Κίνα είναι σαφώς προάγγελοι αύξησης πληθωριστικών πιέσεων. Παράλληλα οι γεωπολιτικές εντάσεις, η γήρανση του πληθυσμού, οι αμυντικές δαπάνες και η συμπίεση της μετανάστευσης συμπληρώνουν την λίστα των λόγων για περισσότερο πληθωρισμό.
Στην Ευρώπη που ισχύουν οι περισσότεροι εξ αυτών των λόγων πρέπει να προστεθεί και η ενεργειακή κρίση που επιδεινώνεται από τους περιορισμούς της δρομολογημένης «ενεργειακής μετάβασης». Αν σ’ αυτά συνυπολογίσει κανείς και την δραστική διολίσθηση του ευρώ έναντι του δολαρίου (έχει υποτιμηθεί ήδη 10% το τελευταίο τρίμηνο), γίνεται προφανές ότι οι πληθωριστικές πιέσεις που επιμένουν, δεν είναι ούτε προσωρινές, ούτε ανώδυνες, ακόμα και αν συγκροτούνται όσον αφορά τις συνέπειές τους στον ΔΤΚ από την οικονομική στασιμότητα και την επιδείνωση της οικονομικής δραστηριότητας.
Με αυτά τα «δεδομένα» οι χρηματαγορές – όπως επισημάνθηκε στα Οικονοκλαστικά (10.01.25), «Γιατί οι αγορές πάνε κόντρα στις Κεντρικές Τράπεζες; Τι ακολουθεί…» – τεστάρουν με σκληρό τρόπο τόσο τις Κεντρικές Τράπεζες όσο και τις Κυβερνήσεις τους. Και μάλιστα σε σημείο τέτοιο που να αναβιώνουν ανησυχίες για «στιγμές» όπως αυτές που οδήγησαν στην κατάρρευση της κυβέρνησης Τρας στην Μ. Βρετανία.
Τα ελληνικά ομόλογα στο διεθνές περιβάλλον
Μέσα στο περιβάλλον αυτό τα ελληνικά κρατικά ομόλογα, η έκδοση δηλαδή χρέους από το ελληνικό δημόσιο για να καλύψει τις χρηματοδοτικές του ανάγκες για το 2025, φαίνεται σαν να είναι από… άλλο πλανήτη, καθώς το ΥΠΟΙΚ/ΟΔΔΗΧ πιέζεται (!) για να αυξήσει τις εκδόσεις ενώ δεν υπάρχει ανάγκη για αναχρηματοδότηση του χρέους.
Με αποτέλεσμα οι εκδόσεις χρέους να περιορίζονται σε 8 – 10 δισ. ετησίως όταν χώρες με συντριπτικά μικρότερο χρέος και βέλτιστη πιστοληπτική διαβάθμιση, αγωνίζονται στην τρέχουσα συγκυρία να συγκρατήσουν τα επιτόκια των εκδόσεών τους για να αποφύγουν συνέπειες στην δημοσιονομική τους πολιτική. Από την Γερμανία μέχρι την Πορτογαλία ή ακόμα και την γειτονική Ιταλία.
Που λοιπόν μπορεί να «χτυπήσει» αυτή τη αναταραχή και την Ελλάδα;
Η εγχώρια οικονομία, όπως έχουμε επισημάνει και άλλη φορά και επαναλαμβάνεται «κουραστικά» σε κάθε Έκθεση της ΤτΕ, έχει ένα βασικό μειονέκτημα.
Παράγει και εξάγει πολύ λιγότερα από όσα εισάγει με αποτέλεσμα να έχει διαρκώς ένα τεράστιο «αιμορραγικό» Έλλειμμα στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών. Αυτό τροφοδοτείται διαρκώς και με αυξανόμενο ρυθμό από κάθε «αναπήδηση» στην αύξηση του ΑΕΠ. Με την διαφορά ότι στην Ελλάδα – όπως και στις ΗΠΑ (!) – το ΑΕΠ στηρίζεται σε ποσοστό πάνω από 70% στην κατανάλωση, ιδιωτική και δημόσια.
Με άλλα λόγια αν οι ιδιώτες και το κράτος δεν «ξοδεύουν» το ΑΕΠ δυσκολεύεται… να αυξηθεί. Και όσο δυσκολεύεται το ΑΕΠ να αυξηθεί τόσο μεγαλώνει ή δυσκολεύεται να μειωθεί το συνολικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ (γιατί μόνο έτσι μειώνεται το χρέος και όχι σε απόλυτους αριθμούς…).
Σε κάποια φάση στην Ελλάδα η τρόικα εφάρμοσε με τα τρία μνημόνια την γνωστή ιστορία του Χότζα με τον γάιδαρό του, που προσπαθούσε να τον μάθει να μη τρώει. Μέχρι που το κακόμοιρο ζωντανό – όπως όλοι ξέρουμε – στο τέλος έμαθε να μη τρώει, αλλά η συνέπεια ήταν ότι πέθανε («ψόφησε» όπως λέμε στην καθομιλουμένη). Κάποια στιγμή λοιπόν στην Ελλαδική εφαρμογή/εκδοχή αυτής της ιστορίας με το έλλειμμα να έχει πραγματικά μειωθεί σε πρωτοφανή επίπεδα, η τρόικα διέκοψε αυτή την «εκπαίδευση» του ελληνικού λαού για να μην έχουμε… ατυχήματα, όταν ο κίνδυνος πλέον ήταν σαφής και ορατός.
Το ερώτημα κατά συνέπεια σήμερα είναι αν η δημοσιονομική «εξυγίανση» του ΑΕΠ με την τρέχουσα δημοσιονομική πολιτική, που έχει οδηγήσει (συγκριτικά με την Ε.Ε.) σε πολύ χαμηλούς μισθούς και εκμηδένιση της αγοραστικής δύναμης, μπορεί να συνεχιστεί χωρίς να «σκοτώσει» το ΑΕΠ σε ορατό ορίζοντα.
Δεδομένου ότι η και δημόσια «κατανάλωση» με το τέλος του Ταμείου ανάκαμψης στα τέλη του 2026, θα ρίξει αυλαία στο άλλο σκέλος του ΑΕΠ… Και όλα αυτά ενώ σιγά – σιγά αλλά σταθερά θα αρχίσουν να αυξάνονται ακόμα περισσότερο (πληρωμές δανείων) τόσο η εξυπηρέτηση του χρέους (όσο και αν προσπαθεί ο ΟΔΔΗΧ να προλάβει το «κακό»), όσο και οι αμυντικές δαπάνες. Και με τον τουρισμό να μπαίνει σε ένα νέο ασταθές περιβάλλον που καθορίζεται τόσο από την οικονομική επιβράδυνση της Ε.Ε. όσο και των γεωπολιτικών αναταραχών στην περιοχή. Αλλά και με το Ευρώ να διολισθαίνει σταθερά σε μία κατρακύλα της οποίας δεν μπορεί να διακρίνει ακόμα κανείς το που καταλήγει…
Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε την υπενθύμιση ότι το τεράστιο ιδιωτικό χρέος των «κόκκινων δανείων» δεν έχει εξαφανισθεί, έχει απλά αλλάξει «θέση» στον γεωγραφικό χάρτη της εγχώριας οικονομίας, γίνεται φανερό ότι η αναταραχή που έχει αρχίσει εδώ και μέρες στις χρηματαγορές, είναι θέμα χρόνο να μας χτυπήσει την πόρτα.
Αυτό που εμείς οι απλοί καταναλωτές ακόμα δεν ξέρουμε – η ΤτΕ το γνωρίζει – είναι ποια «πόρτα» θα μας χτυπήσει…