Παρασκευή 13 Δεκέμβρη ο ΟΔΔΗΧ πραγματοποιεί την προεξόφληση μιας μεγάλης δόσης του πρώτου μνημονιακού δανείου, του πιο «ακριβού» από όλα όσα έχουν συναφθεί μετά το 2010 για την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους.
Το γεγονός πανηγυρίζεται δικαιολογημένα από «εχθρούς και φίλους» καθώς σε πρώτη ανάγνωση δείχνει ότι – όπως η Ιρλανδία και η Πορτογαλία στο παρελθόν – το ελληνικό δημόσιο δείχνει ότι μπορεί να μειώσει το τεράστιο δημόσιο χρέος με το οποίο είναι φορτωμένη η χώρα.
Η αλήθεια όμως είναι ότι αυτές οι κινήσεις του ΟΔΔΗΧ δεν έχουν σαν στόχο απλά την ποσοτική μείωση του χρέους, σε απόλυτους αριθμούς ή και ως ποσοστό του ΑΕΠ. Αλλά κάτι άλλο που αναδεικνύεται σε εξαιρετικά σημαντικότερο παράγοντα όσο αφορά τις συνέπειες της υπερχρέωσης. Και καλό είναι να το γνωρίζουμε καθώς αυτός ο «άλλος» παράγοντας καθορίζει το αν, πότε και πόσο χρήσιμη, είναι κάθε φορά η προεξόφληση του χρέους, τώρα και στο μέλλον.
Σ’ αυτό μας βοηθάει μία πρόσφατη μελέτη ομάδας οικονομολόγων της BIS (Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών) με τίτλο «Aggregate debt servicing and the limit on private credit» των Mathias Drehman, Mikael Juselius και Sara Quincy.
Χονδρικά γιατί δεν μπορούμε εδώ να μπούμε σε λεπτομέρειες, η μελέτη αυτή «λέει», ότι διαχρονικές σειρές στοιχείων αποδεικνύουν πως ο δείκτης που συσχετίζει την δυναμική εξυπηρέτησης του χρέους ως προς το ΑΕΠ, ο “DSR”, είναι πολύ αποτελεσματικότερος όσο αφορά στις οικονομικές προβλέψεις για μία οικονομία, από ότι ο δείκτης που συσχετίζει το σύνολο των πιστώσεων (δηλαδή του χρέους) με το ΑΕΠ. Αυτή την στόχευση λοιπόν επιδιώκει να πετύχει με την διαχείριση του χρέους ο ΟΔΔΗΧ, την ενίσχυση της δυναμικής εξυπηρέτησης του χρέους δηλαδή την μείωση του DSR και κατά δεύτερο λόγο την ποσοτική «μείωσή» του.
Τι δείχνει ο DSR
Όπως συγκεκριμένα αναφέρει η μελέτη «Το DSR έχει εξαιρετικές ιδιότητες έγκαιρης προειδοποίησης, (σ.σ. καθώς) αυξάνεται πριν από τις οικονομικές κρίσεις και μειώνεται μετά. Τα ιστορικά στοιχεία αποκαλύπτουν ότι η DSR έφτασε σε υψηλά επίπεδα κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης και μετά τη δεκαετία του 1980, ενώ παρέμεινε χαμηλή κατά τη διάρκεια περιόδων οικονομικής καταστολής. Υπερτερεί των δεικτών έγκαιρης προειδοποίησης που βασίζονται στον δείκτη πιστώσεων (σ.σ. δηλαδή συνολικού χρέους) προς το ΑΕΠ και δεν απαιτεί πτωτική τάση, ακόμη και σε μακρές ιστορικές περιόδους. Η απόδοση του DSR υποστηρίζει τη χρήση του ως αξιόπιστου μέτρου συστημικού κινδύνου. Το DSR οριοθετεί αποτελεσματικά πότε οι πιστωτικές επεκτάσεις είναι επωφελείς σε σύγκριση με όταν αυξάνουν τους κινδύνους χρηματοπιστωτικής κρίσης. Ως εκ τούτου, η DSR λειτουργεί ως ανώτατο όριο για την καλοήθη οικονομική εμβάθυνση….».
Αυτό λοιπόν που επιχειρεί ο ΟΔΔΗΧ με τις αλλεπάλληλες προεξοφλήσεις σε δόσεις δεν είναι απλά να μειώσει το χρέος. Αντίθετα επιχειρείται η μείωση του «ακριβού» χρέους του πρώτου δανείου (GLF) των 52 δις ευρώ, προκειμένου να βελτιωθεί ο δείκτης του DSR δηλαδή της δυναμικής εξυπηρέτησης του χρέους ως προς το ΑΕΠ.
Μέχρι εδώ θα μπορούσε να πεί κανείς ότι τίποτα δεν μοιάζει παράλογο και έτσι να συνεχίσουν…
Τα εμπόδια στον ΟΔΔΗΧ
Όμως οι δείκτες αυτοί δεν αφορούν μόνο το δημόσιο χρέος, αφορούν πριν απ’ όλα την δυναμική του ιδιωτικού χρέους και του τεράστιου – ας μην το ξεχνάμε – ιδιωτικού χρέους που έχει… παρκαριστεί στα SPV και τις τιτλοποιήσεις για τις οποίες έχουν δοθεί εγγυήσεις από το ελληνικό δημόσιο.
Δηλαδή εγγυήσεις οι οποίες αν εκπέσουν κάποια στιγμή θα τις πληρώσει το ελληνικό δημόσιο με αυξήσεις χρέους και όχι οι τράπεζες που «νοικιάζουν» αυτές τις εγγυήσεις από το δημόσιο.
Ο λόγος που γίνεται αυτή η συσχέτιση έχει να κάνει με το γεγονός ότι η επιτυχία του συστήματος Ηρακλής Ι, ΙΙ και ΙΙΙ να απαλλάξει το τραπεζικό σύστημα από τα δεκάδες δις κόκκινα δάνεια και έτσι να ανοίξει ο δρόμος για την αναβαθμίσεις του ελληνικού χρέους (κάτι που το εισπράττουν τώρα σαν αποτέλεσμα για την δική τους χρηματοδότηση οι τράπεζες) συνδέεται άμεσα με την δυνατότητα να αποχρωματίζονται – δηλαδή να εξυπηρετούνται – τα πάλαι ποτέ κόκκινα δάνεια. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Και να απομακρύνεται δηλαδή ο κίνδυνος έκπτωσης των εγγυήσεων.
Οι πληροφορίες όμως λένε ότι τελευταία αυξάνονται οι πιέσεις από τους «διαμεσολαβητές» αυτής της αγοραπωλησίας Npls και Npes για πολύ πιο αυξημένη και σύντομη επιστροφή κεφαλαίων. Κάτι δηλαδή που σπρώχνει με βίαιο τρόπο στην εξασθένιση της δυναμικής εξυπηρέτησης του χρέους, με άλλα λόγια επιδείνωση του δείκτη DSR για τον οποίο η BIS επιβεβαιώνει ότι αντανακλά με πολύ πιο καθαρό τρόπο τις προοπτικές μίας οικονομίας.
Με άλλα λόγια αυτή η «πίεση» που λίγο πολύ σιγοβράζει πίσω από τις περιβόητες «διαπραγματεύσεις» μεταξύ κυβέρνησης – τραπεζών και servicers, αποτελεί εξαιρετικά σημαντική και κρίσιμη για την επόμενη ημέρα «διαδικασία». Η οποία εν δυνάμει μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τις προσπάθειες του ΟΔΔΗΧ να εκτονώσει τις πιέσεις που ασκεί η υπερχρέωσης του ελληνικού δημοσίου, με την μέχρι στιγμής διεθνώς αξιοπρόσεκτη ενεργό διαχείρισή του…
Για να επανέλθουμε όμως στο τι διαπιστώνεται ευρύτερα με την «μέτρηση» του DSR από την BIS σε διεθνή κλίμακα είναι σημαντικό να δούμε τα ακόλουθα σημεία της μελέτης των τριών οικονομολόγων. Επισημαίνουν ότι παρ’ ότι θεωρούν πλέον αξιόπιστο δείκτη τον DSR απέναντι στον δείκτη συνολικού χρέους προς ΑΕΠ, εν τούτοις και αυτός ο δείκτης (της συνολικής ποσότητας του χρέους ως προς το ΑΕΠ) παρέχει πολύ σημαντικά στοιχεία για το θέμα της παρακολούθησης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
Και ιδιαίτερα τώρα που η Τεχνητή Νοημοσύνη επιτρέπει πολύ πιο γρήγορα επεξεργασία των στοιχείων. «Είναι σαφές ότι η τεχνητή νοημοσύνη ή η μηχανική μάθηση θα χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο για την παρακολούθηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Αυτά είναι τα απόλυτα στατιστικά μαύρα κουτιά. Ωστόσο, δεδομένης της ικανότητάς τους να αναλύουν εκατομμύρια σημεία δεδομένων και να αναγνωρίζουν πολύπλοκα μοτίβα δεδομένων, παρέχουν και θα παρέχουν χρήσιμες πληροφορίες…». Τούτου λεχθέντος όμως, η σπανιότητα των γεγονότων κρίσεων και η μοναδικότητα κάθε κρίσης «περιορίζουν την αυτόνομη χρήση μοντέλων τεχνητής νοημοσύνης έντασης δεδομένων…».
Ως εκ τούτου, «έχουμε ένα ισχυρό προηγούμενο ότι η Τεχνητή Νοημοσύνη μπορεί να είναι μόνο συμπλήρωμα και όχι υποκατάστατο μιας καλά θεμελιωμένης ανάλυσης χρηματοπιστωτικής σταθερότητας που βασίζεται σε θεωρητικά σημαντικούς δείκτες…».
Τι φαίνεται από την εξέλιξη του DSR
Τα αποτελέσματα που εξετάζονται στην μελέτη των τριών οικονομολόγων της BIS εγείρουν επίσης σημαντικά ζητήματα πολιτικής για το μέλλον.
«Παρά κάποια απομόχλευση μετά το GFC ή την κρίση του Covid, οι DSR παραμένουν σε ιστορικά υψηλά επίπεδα. Επιπλέον, τα επιτόκια αυξάνονται τα τελευταία χρόνια, τροφοδοτώντας αργά το μέσο επιτόκιο του αποθέματος χρέους. Ως εκ τούτου, η DSR μπορεί να φτάσει στο όριο πέραν του οποίου περαιτέρω πιστωτικές επεκτάσεις θα ήταν επιζήμιες, οδηγώντας ενδεχομένως σε αυξανόμενη χρηματοπιστωτική αστάθεια και συμπιεσμένη ανάπτυξη. Αυτό εγείρει επίσης το φάσμα μιας παγίδας χρέους εάν το αποτελεσματικό κατώτατο όριο απαγορεύει την περαιτέρω μείωση του DSR.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, οι δείκτες που βασίζονται στην τάση του λόγου πίστωσης προς το ΑΕΠ πιθανότατα χάνουν την ευστοχία τους. Πράγματι, τα περιθώρια περαιτέρω αύξησης της τάσης του δείκτη πιστώσεων προς το ΑΕΠ φαίνονται περιορισμένα, καθώς τα επιτόκια προσεγγίζουν το πραγματικό κατώτατο όριο και οι διάρκειες πλησιάζουν το μέσο εναπομένον προσδόκιμο ζωής των δανειοληπτών στις περισσότερες δικαιοδοσίες. Επομένως, η μακρά περίοδος σταθερής αύξησης των πιστώσεων προς το ΑΕΠ μπορεί τελικά να φτάσει στο τέλος της….».
Με άλλα λόγια η προσπάθεια διαχείρισης του δημόσιου χρέους από τον ΟΔΔΗΧ, αντιμετωπίζει δύο κινδύνους.
Ο ένας είναι εξωτερικός και αφορά την εξέλιξη «της παγίδας του χρέους», αλλά ο άλλος είναι εσωτερικός. Και αφορά στην ανικανότητα κάποιων να αντιληφθούν ότι η ικανότητα εξυπηρέτησης του ιδιωτικού χρέους αποτελεί πέραν των άλλων, το Α και το Ω της δυνατότητας να συνεχισθεί αυτό που κάνει σήμερα ο ΟΔΔΗΧ.