Τις μέρες των γιορτών βρέθηκα, για προσωπικούς λόγους, στην γειτονική μας Βουλγαρία. Εκεί γνώρισα ένα φίλο του γιού μου, τον Μιχάλη – αρκετά μεγαλύτερο από τον Μύρωνα – ο οποίος στο παρελθόν εργαζόταν στην Βουλγαρία, μετά τα μνημόνια γύρισε στην Ελλάδα και από πέρσι πήρε την απόφαση ότι η πόλη που αγαπάει και θέλει να ζήσει και να εργάζεται είναι η Σόφια.
Ανήκει, βλέπετε, στη γενιά που μπορεί να είναι παντού στον κόσμο και να εργάζεται διαδικτυακά χωρίς να έχει κανένα πρόβλημα.
Τον ρώτησα, λοιπόν, πως πήρε την απόφαση να επιστρέψει στην Σόφια, αφήνοντας πίσω φίλους, γνωστούς και μία ζωή που την έχτισε με κόπο.
«Έτρεχα όλη την ημέρα στην κίνηση για να προλάβω τις δουλειές μου και τα ραντεβού και τελικά δεν τα κατάφερνα. Δεν είχα χρόνο να δω τους φίλους μου και όταν λέγαμε να βγούμε κριτήριο ήταν το που θα βρούμε πάρκινγκ, όχι που θα περάσουμε καλά» μου είπε.
Όπως μου εξήγησε, το σπίτι του ήταν στο Παγκράτι και η καθημερινότητα του ήταν μία πραγματική κόλαση: «Έτρωγα τα σουβλάκια που είχα για βραδινό μέσα στο αυτοκίνητο, γιατί αλλιώς έπρεπε να τα πετάξω. Τα βράδυ που γυρνούσα έψαχνα περισσότερο από μισή ώρα για να βρω μία θέση για το αυτοκίνητο».
Την ώρα που μου μιλούσε έβλεπα τον εαυτό μου να κάνει ακριβώς τα ίδια πράγματα. Να τρελαίνομαι – όπως οι περισσότεροι – στην κίνηση, να αγχώνομαι για το εάν θα φτάσω στην ώρα μου, να ψάχνω που να παρκάρω το αυτοκίνητο μου για ώρες και πολλές φορές να χρειάζεται να πληρώσω διπλό και τριπλό πάρκινγκ, να παίρνω ταξί για να πάω στα ραντεβού μου, να τρώω μέσα στο αυτοκίνητο ό,τι βρίσκω μπροστά μου και να έχω ξεκοπεί από τους φίλους μου γιατί όλοι ζουν μία παρόμοια ζωή.
Η αλήθεια είναι ότι ζήλεψα τον Μιχάλη για τα κριτήρια που έχει για την ζωή του και που εμείς αλλοτριωμένοι από την καθημερινότητα έχουμε ξεχάσει ακόμα και να τα αναζητούμε. Να θέλουμε, δηλαδή, να ζούμε σε μία πράσινη και φιλική πόλη, χωρίς την τρέλα της κίνησης, και το άγχος της επιβίωσης.