118 αστυνομικοί δεν πέρασαν το... τέστ ακεραιότητας των «αδιάφθορων» της ΕΛ.ΑΣ. Είχαν συμμετοχή με δόλο ή βαριά αμέλεια σε περιστατικά ακραίας αστυνομικής συμπεριφοράς και μερικοί-«λίγοι» σε δράσεις της Χρυσής Αυγής.
Από αυτούς συνελήφθησαν οι 15, με τους 10 να έχουν συμμετοχή σε παράνομες δράσεις της Χρυσής Αυγής. Από αυτούς τους 10, οι 6 ήταν συνοδοί βουλευτών του ναζιστικού μορφώματος, ο πρώην διοικητής του Τμήματος Ασφαλείας Αγ. Παντελεήμονα και ο φερόμενος «εκπαιδευτής» μελών της Χρυσής Αυγής στη Ρόδο.
Τα παραπάνω είναι μερικά αριθμητικά δεδομένα του πολυθρύλητου πορίσματος της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων για τη συμμετοχή αστυνομικών σε δράσεις της Χρυσής Αυγής, που δημοσιοποιήθηκε σε συνέντευξη τύπου στο Αρχηγείο της ΕΛ.ΑΣ.
Πολύς ντόρος με ελάχιστα αποτελέσματα και πολύ λάσπη που μένει σε βάρος κάποιων αξιωματικών, αστυνομικών και υπηρεσιών του σώματος. Από το συγκεκριμένο πόρισμα προκύπτει περισσότερη… αστυνομική βία και… λιγότερη Χρυσή Αυγή.
Θυμίζουμε ότι ο Αρχηγός του Σώματος, τις επίμαχες μέρες μεγάλης δημοσιότητας του θέματος της Χρυσής Αυγής και των «σταγονιδίων» στην ΕΛ.ΑΣ είχε οδηγήσει δύο ανώτατους αξιωματικούς στην παραίτηση και είχε απομακρύνει ή αντικαταστήσει 8 ακόμη από τις υπηρεσίες τους «προκειμένου να διασφαλιστεί κατά απόλυτο τρόπο η αντικειμενικότητα στην έρευνα της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων».
Κατά τη διάρκεια της παρουσίασης του πορίσματος ερωτώμενος πολλάκις αν έχει προκύψει κάτι σε βάρος αυτών των αξιωματικών που απομακρύνθηκαν και αν θα επιστρέψουν στις υπηρεσίες τους ο κ. Παπαγιαννόπουλος απάντησε με τρεις διαφορετικές εκδοχές.
Η πρώτη πως «οι απομακρύνσεις δεν σχετίστηκαν με την έρευνα για την Χρυσή Αυγή, αλλά ήταν ανεξάρτητοι από αυτή», η δεύτερη πως «η ηγεσία έχει κάθε δικαίωμα ν’ αποφασίζει πότε και ποιοι αξιωματικοί θα πρέπει να μετακινούνται», ενώ στην τρίτη φάνηκε πως ήθελε να τους απομακρύνει και βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία να το κάνει, «όλοι αυτοί είχαν πολλά χρόνια παραμονής στις υπηρεσίες που διοικούσαν, έπρεπε ν’ απομακρυνθούν».
Πολλά από τα δημοσιογραφικά ερωτήματα αφορούσαν την έρευνα που έκαναν οι αδιάφθοροι στην έπαυλη του καταζητούμενου Αναστάσιου Πάλλη, από την οποία η αστυνομία επέλεξε να απομονώσουν ένα τμήμα των εκθεμάτων, που αφορούσαν προθήκες με ναζιστικές στολές κι εμβλήματα, ενώ στις άλλες γωνίες υπήρχαν εκθέματα του σοβιετικού στρατού, του αμερικάνικου, του κινεζικού, του γιαπώνεζικου, του εθνικού στρατού και του ΕΛ.ΑΣ. από τον εμφύλιο. Ο Παπαγιαννόπουλος, περιορίστηκε να πει ότι η έρευνα συνεχίζεται και όταν ολοκληρωθεί θα κριθεί ποια άλλα στοιχεία θα δοθούν.
Ο προϊστάμενος της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων ταξίαρχος Παναγιώτης Στάθης στα συμπεράσματα του πορίσματος υποστήριξε ότι δεν πιστοποιήθηκε ύπαρξη συγκροτημένων ομάδων εν ενεργεία αστυνομικών που να επιδιώκουν κοινό εγκληματικό σκοπό και να συγκροτούν ενιαία ομάδα, ενώ δεν συγκροτούν «πυρήνες» ή «φράξιες» παρασυνταγματικών πόλων στην Ελληνική Αστυνομία.
Από την άλλη ο κ. Στάθης διαπιστώνει, ότι από το 2009 έως τον Οκτώβριο του 2013, το φαινόμενο ακραίας αστυνομικής συμπεριφοράς γιναντώνεται το 2012. Κάποιοι αστυνομικοί δηλαδή με την εκλογή της Χρυσής Αυγής, και το κλίμα που δημιουργήθηκε, βρήκαν ανεξέλεγκτο πεδίο για να εκδηλώνουν με αυξητικές τάσεις αυτές τις ακραίες συμπεριφορές.
Ελέγχθησαν 319 αστυνομικοί, δύο λιμενικοί, 12 ιδιώτες, 104 αστυνομικές υπηρεσίες, ένα γραφείο της Χρυσής Αυγής, 46 οικείες, 30 οχήματα και δύο σκάφη. Το ένα από τα σκάφη ανήκει στον πρώην διοικητή του Τμήματος Ασφαλείας Αγ. Παντελεήμονα και το δεύτερο στον ανθυπαστυνόμο, πρώην συνοδό του βουλευτή της Χρυσής Αυγής Γ. Γερμενή, οι οποίοι έχουν προφυλακισθεί.
Κατεγράφησαν 142 υποθέσεις ως περιστατικά ακραίας αστυνομικής συμπεριφοράς που αφορούν σε όλη την Ελλάδα, οι μισές, 71 υποθέσεις (ποσοστό 50%), διερευνήθηκαν αυτοτελώς από την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων. Από αυτές εξιχνιάσθηκε το 85%, με τον εντοπισμό ή προσδιορισμό της συμμετοχής στις πράξεις 203 αστυνομικών και 3 ιδιωτών.
Ειδικότερα: προσδιορίζονται ως υπαίτιοι 118 αστυνομικοί (ποσοστό 58%), προσδιορίστηκε σύμπραξη 85 αστυνομικών (ποσοστό 42%).
Σύμφωνα με ανάλυση των 142 περιστατικών ακραίας αστυνομικής συμπεριφοράς, χωροταξικά, ανάλογα με τις περιοχές που εκδηλώθηκαν αυτού του είδους οι δραστηριότητες, η Αττική συγκεντρώνει ποσοστό (83%), που αντιστοιχεί σε 124 σημεία διαφόρων περιοχών της. Μόλις το 17%, ήτοι 25 περιοχές, υπάρχουν στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Στην Αττική, παρατηρείται διόγκωση του προβλήματος, μεγαλύτερο ποσοστό 52% σε σχέση με τις περιοχές όλης της Ελλάδος, η Δυτική Αττική με ποσοστό 12%, την ευρύτερη περιοχή Πειραιά (Πειραιάς, Καμίνια, Αγ. Ιωάννης Ρέντης, Νίκαια, Δραπετσώνα, Κερατσίνι), με ποσοστό 11% και τις περιοχές Νοτιοανατολικής Αττικής 5% και Βορειοανατολικής Αττικής 3% να ακολουθούν.
Από τα καταγεγραμμένα περιστατικά ακραίας αστυνομικής συμπεριφοράς προκύπτουν 115 περιπτώσεις εμπλοκής αστυνομικών, διαφόρων Αστυνομικών Υπηρεσιών, με υψηλότερα εμφανιζόμενα ποσοστά Ομάδων Δίκυκλης Αστυνόμευσης και διαφόρων αστυνομικών τμημάτων κυρίως του κέντρου.
Σε επίπεδο Αστυνομικών Διευθύνσεων ή Διευθύνσεων Αστυνομίας, μεγαλύτερο ποσοστό εμπλοκής αστυνομικών σε περιστατικά ακραίας αστυνομικής συμπεριφοράς εμφανίζει η Διεύθυνση Αστυνομίας Αθηνών, δηλαδή τα αστυνομικά τμήματα και ακολουθούν η Διεύθυνση Άμεσης Δράσης Αττικής στην οποία εντάσσονται οι ομάδες ΔΙ.ΑΣ και ΔΕΛΤΑ, η Διεύθυνση Αλλοδαπών Αττικής, η Διεύθυνση Αστυνομίας Πειραιά, η Διεύθυνση Αστυνομίας Δυτικής Αττικής, η Διεύθυνση Ασφάλειας Αττικής, η Διεύθυνση Βορειοανατολικής και Διεύθυνση Αστυνομικών Επιχειρήσεων.
Στην παραπάνω «κατάταξη» ακραίων αστυνομικών συμπεριφορών διαπιστώνουμε ότι τα ΜΑΤ κατέχουν την… 8η θέση. Η εξήγηση που δόθηκε είναι πως οι αστυνομικοί που υπηρετούν στα ΜΑΤ βρίσκονται κάτω από μεγαλύτερο έλεγχο και… κοινή θέα, σε αντίθεση με αστυνομικούς άλλων υπηρεσιών, στις οποίες παρατηρείται αύξηση των κρουσμάτων.
Οι διαπιστώσεις των «αδιάφθορων» γίνονται ακόμη σοβαρότερες όταν εντοπίζεται αδράνεια δράσης συγκεκριμένων αστυνομικών, ατομική συμμετοχή σε αξιόποινες πράξεις, παράβαση καθηκόντων, κατάχρηση εξουσίας. Επίσης, διαπιστώνεται ανεπαρκής εποπτεία, ατελής ιεραρχικός έλεγος, γραφειοκρατική αντίληψη τυπικής διεκπεραίωσης.
Σε επιμέρους υποθέσεις που κατεγράφησαν καταδεικνύεται μια αδυναμία ή απροθυμία αριθμού αστυνομικών, των υπηρεσιών πρώτης ανταπόκρισης, να ασχοληθούν με τα καταγγελλόμενα περιστατικά, δυναμικά και αποτελεσματικά. Παρατηρήθηκε εν συνεχεία, ότι οι καταγγελίες ολοκληρώθηκαν χωρίς την κατάλληλη έρευνα ή ανάλυση και κάποιοι από τους επιληφθέντες αστυνομικούς δεν ανταποκρίθηκαν στις νόμιμες υποχρεώσεις τους.
Σε σχέση με τα περιστατικά διαχείρισης φυλετικής βίας, η αδράνεια των συγκεκριμένων αστυνομικών, και σε περιπτώσεις ενεργητικής συμμετοχής αυτών σε αξιόποινες πράξεις (βιαιότητες, εκβιάσεις, δωροδοκίες, καταχρήσεις εξουσίας), επιδείνωσε την αρνητική εμπειρία των θυμάτων, προκάλεσε απορριπτικές συνδηλώσεις και ενίσχυσε την εντύπωση της έλλειψης ελέγχου, της ανεπαρκούς εποπτείας και της έλλειψης εκδήλωσης λογοδοσίας, της ανοχής, της συγκάλυψης και της σκόπιμης συμμετοχής.
Παρατηρήθηκε, ακόμη ότι επειδή το αστυνομικό έργο, στο πεδίο αφήνει τη δυνατότητα διακριτικής ευχέρειας ως προς τη λήψη αποφάσεων επέμβασης, προκύπτει ζήτημα για το ποιος θέτει τις προτεραιότητες, δεδομένου ότι μεμονωμένοι αστυνομικοί, ενεργούν κατά τρόπο που είναι σε έντονη αντίθεση με τις τυπικές διατάξεις που διέπουν τα καθήκοντά τους.
Η προηγούμενη παρατήρηση, συνδέεται στενά με την χαμηλή ορατότητα των διευθυντικών στελεχών (ανεπαρκής εποπτεία, ατελής έλεγχος), αφού οι αστυνομικοί που επιχειρούν «απλώνονται στο χώρο» και δεν υπόκεινται σε άμεση επιτήρηση.
Άλλοι (ασταθείς), παράγοντες όπως μια (λανθασμένη) αντίληψη «αλληλεγγύης» και σιωπής για να αποτραπούν οι συνέπειες ενός σκανδάλου διαφθοράς, ή η αδράνεια και η αβελτηρία στην ανταπόκριση (εξ αιτίας της αναντιστοιχίας μεταξύ χαμηλού εισοδήματος και των ευθυνών που αναλογούν), αλλά και η ανοχή της κοινότητας ή η υποστήριξη σε αθέμιτες πρακτικές μισαλλοδοξίας, διευκόλυναν έναν αριθμό αστυνομικών να αναπτύξουν έναν ηθικό κυνισμό και να εξοικειωθούν με συμπεριφορές απόρριψης της νομιμότητας.
Εντύπωση προκάλεσαν οι αναφορές του κ. Στάθη για την χρησιμοποίηση των… τεστ ακεραιότητας. Η συγκεκριμένη πρακτική ασκείται ευρέως στην σύγχρονη αστυνόμευση, και για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε τόσο εκτεταμένα για τον έλεγχο της διαφθοράς και ανίχνευσης φαινομένων ρατσισμού. Ουσιαστικά πρόκειται για έρευνα στο «βιογραφικό» του υπόπτου, με εισαγωγή στοιχείων υπόθεσης, πληροφορίες, μαρτυρίες, εκτίμηση χαρακτηριστικών, σκιαγράφηση προφίλ υπαιτίων.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Διαφθορά στην ΕΛ.ΑΣ: Από τους 319 αστυνομικούς που ελέγχθηκαν συνελήφθησαν 15