Συγκλονιστικά στοιχεία και ένας ολόκληρος θησαυρός αποκαλύφθηκε σήμερα στην παρουσίαση της δράσης της μαφίας των διαρρηκτών, μιας ελληνικής Κόζα Νόστρα αφού σύμφωνα με τους αστυνομικούς η εγκληματική αυτή οργάνωση πήγαινε από πατέρα σε γιο. Επίσης είναι συγκλονιστικός ο τρόπος με τον οποίο διοχέτευαν τα κλοπιμαία.
Σήμερα ήρθε στο φως εκτός απ’ τον ρόλο του πασίγνωστου επιχειρηματία και ο ρόλος κοσμηματοπώλη της περιοχής του Κολωνακίου. Πρόκειται για γνωστό όνομα που μαζί με τον bon viveur επιχειρηματία φαίνεται ότι έπαιρναν τα πιο καλά και ακριβά “κομμάτια” που άρπαζε η μαφία και τα εξαφάνιζαν αποκομίζοντας τεράστια ποσά. Φαίνεται ότι ο κοσμηματοπώλης του Κολωνακίου και ο επιχειρηματίας πήγαιναν συχνά ταξίδια στο εξωτερικό μετά από κάθε χτύπημα της μαφίας και εκτιμούσαν την αξία των κοσμημάτων σε ξένους οίκους. Στη συνέχεια “ξέπλεναν” τα κοσμήματα πουλώντας τα είτε στο εξωτερικό, είτε και στην Ελλάδα με βάση τις τιμές που τους έδιναν οι ξένοι εκτιμητές.
Τώρα και μετά τα στοιχεία που έχουν προκύψει οι αστυνομικοί ερευνούν το ρόλο του κοσμηματοπώλη όχι μόνο σε σχέση με την πώληση των κλοπιμαίων αλλά και σε σχέση με πληροφορίες για θύματα, όπως άλλωστε έκανε και ο επιχειρηματίας.
ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΙΚΟ ΒΙΝΤΕΟ
Όπως ανακοίνωσε ο Διευθυντής της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής, Υποστράτηγος Χρήστος Παπαζαφείρης, η Ελληνική Αστυνομία κατάφερε ένα αποφασιστικό, ένα καίριο «χτύπημα» στο πλέον δομημένο και άρτια οργανωμένο εγκληματικό δίκτυο, που δρούσε συστηματικά τα τελευταία χρόνια, διαπράττοντας σωρεία ληστειών και διαρρήξεων σε όλη τη χώρα.
Οι έρευνες κράτησαν πάνω από ένα χρόνο και αποκάλυψαν πλήρως όλο το εύρος της εγκληματικής δραστηριότητας του δικτύου. Ταυτοποιήθηκαν τα αρχηγικά στελέχη, που διεύθυναν τις δυο εγκληματικές οργανώσεις και τις πέντε υποομάδες που το συγκροτούσαν και να αποδομήθηκε οριστικά η δράση τους.
Το εγκληματικό αυτό δίκτυο είχε ως «ορμητήριο» περιοχές της Δυτικής Αττικής, όπου λειτουργούσε ο κεντρικός πυρήνας των οργανώσεων, με κύριο αντικείμενο το σχεδιασμό και το συντονισμό της δράσης των υποομάδων.
Η ελληνική Κόζα Νόστρα ήταν διαρθρωμένη σε δομικό μοντέλο «μαφίας οικογενειακού σχήματος». Λειτουργούσαν με βάση σχεδιασμό, που προέβλεπε αυτοτελή και αυτόνομη δράση, είχαν κατανείμει διακριτούς ρόλους, σε όλα τα στάδια της εγκληματικής τους δραστηριότητας, κατηύθυναν και συντόνιζαν τις ενέργειες τους, σε προκαθορισμένους χρονικά και γεωγραφικά χώρους και περιοχές. Επίσης, διέθεταν επιμέρους βραχίονες, που κάλυπταν όλο το πλέγμα της δράσης τους, από την πληροφοριακή υποστήριξη και τα προπαρασκευαστικά στάδια μέχρι τον τρόπο διάθεσης των κλοπιμαίων και τη νομιμοποίηση των παράνομων εσόδων τους.
Στο αμιγώς επιχειρησιακό σκέλος χρησιμοποιούσαν εξειδικευμένη επιχειρησιακή μεθοδολογία και τεχνογνωσία, ενώ λάμβαναν ιδιαίτερα μέτρα προστασίας για να αποφύγουν τον εντοπισμό και τη σύλληψη από τις αστυνομικές Αρχές.
Τα ηγετικά στελέχη αυτού του δικτύου ζούσαν μεγάλη ζωή με πολυτελή αυτοκίνητα και τεράστιες βίλες.
Στην επιχείρηση για την εξάρθρωση αυτής της οργάνωσης την Τρίτη 2 Νοεμβρίου, συμμετείχαν πάνω από 1.000 Αστυνομικοί από διάφορες Υπηρεσίες και τριάντα επτά Δικαστικοί Λειτουργοί.
Έγιναν σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και άλλες περιοχές και ήταν συνολικά 41. Οι ηλικίες τους είναι από 19 έως 66 ετών και οι περισσότεροι είλληνες. Οι έρευνες ήταν πάνω από 60 και κατασχέθηκαν: πάνω 600.000 ευρώ σε μετρητά, 120 κιλά ασημιού σε ράβδους, φύλλα χρυσού, χρυσές λίρες, πλήθος χρυσαφικών – κοσμημάτων μεγάλης αξίας και περισσότερα από 60 πανάκριβα αυτοκίνητα.
Οι ληστείες και οι διαρρήξεις που τους αποδίδονται είναι εκατοντάδες και τα οικονομικά οφέλη είναι δεκάδες εκατομμύρια ευρώ. Μέχρι στιγμής έχουν συνδεθεί προανακριτικά με 300 υποθέσεις. Ταυτόχρονα, έχουν ταυτοποιηθεί άλλα 48 άτομα για τη συμμετοχή τους στις παράνομες δραστηριότητες των οργανώσεων, οι οποίοι και αναζητούνται για να συλληφθούν, μεταξύ των οποίων και τρεις αστυνομικοί.
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των εγκληματικών οργανώσεων είναι η ιεραρχική δομή, η σαφήνεια ως προς την κατανομή των ρόλων των μελών τους καθώς και η αφθονία υλικοτεχνικού εξοπλισμού, όπως πλήθος οχημάτων, διαρρηκτικών εργαλείων και ασυρμάτων πομποδεκτών, που τους διευκόλυνε στην διάπραξη των κλοπών και στην αποφυγή της σύλληψής τους.
Τα κλοπιμαία τα προωθούσαν σε συγκεκριμένους κλεπταποδόχους, οι οποίοι έχοντας αναπτύξει «κατάλληλο δίκτυο πελατών», τα διέθεταν στην αγορά, αποκομίζοντας με τον τρόπο αυτό μεγάλα οικονομικά οφέλη, που διαμοιράζονταν με τα μέλη της οργάνωσης. Με τον τρόπο αυτό, τα μέλη των εγκληματικών οργανώσεων είχαν καταφέρει να διατηρούν στη κατοχή τους, για ελάχιστο χρονικό διάστημα, τα κλοπιμαία, ώστε να μην είναι δυνατή η διασύνδεσή τους με τις κλοπές που είχαν διαπράξει, σε περίπτωση αστυνομικού ελέγχου.
Παρακολουθούσαν τις συχνότητες του κέντρου της Άμεσης Δράσης μέσω ασυρμάτων, στις περιοχές όπου δραστηριοποιούνταν, για να ενημερώνουν τους συνεργούς τους. Μάλιστα, γνώριζαν πολύ καλά την κωδικοποίηση των σημάτων και των εντολών των ενδοασυρματικών επικοινωνιών, για τις οποίες είχαν ενημερωθεί από τους αστυνομικούς συνεργούς τους.
Επίσης: Χρησιμοποιούσαν κατάλληλο εξοπλισμό κατά τη διάπραξη των κλοπών όπως γάντια και αυτοσχέδιες κουκούλες, με σκοπό το δυσχερή εντοπισμό αποτυπωμάτων και βιολογικού υλικού. Παραλάμβαναν τον εξοπλισμό τους (κινητά τηλέφωνα, διαρρηκτικά εργαλεία, κουκούλες, γάντια κ.λπ.) από ειδικά διαμορφωμένους χώρους.
Επικοινωνούσαν μεταξύ τους με κινητά ενεργοποιημένα με στοιχεία άλλων ατόμων (ghost phones ), ενώ συνομιλούσαν μεταξύ τους με κωδικοποιημένες εκφράσεις και σύνθετη ορολογία.
Χρησιμοποιούσαν «στόλο» αυτοκινήτων μεγάλης ιπποδύναμης, τα οποία τα μεταβίβαζαν σε ανυποψίαστα ή και ανύπαρκτα άτομα. Για να μην τους καταλάβουν έβγαζαν τις πινακίδες κυκλοφορίας από άλλα οχήματα και τις τοποθετούσαν στα δικά τους, φροντίζοντας να αλλάζουν συνεχώς τα χαρακτηριστικά τους με τη χρήση μεμβρανών διαφορετικού χρώματος.
Επέλεγαν για την οδήγηση των οχημάτων τους έμπειρους οδηγούς, οι οποίοι έπαιρναν ιδιαίτερα μέτρα αντιπαρακολούθησης (για παράδειγμα πραγματοποίηση ελιγμών, αυξομείωση ταχύτητας κ.λπ.). Επίσης, σε περιπτώσεις εντοπισμού τους από αστυνομικούς, ακολουθούσε πάντα καταδίωξη και δεν δίσταζαν ακόμα και να εμβολίσουν τα αστυνομικά οχήματα.
Τα μέλη της Κόζα Νόστρα έμεναν σε πανάκριβα σπίτια, σε πανάκριβες μεζονέτες σε περιοχές της Δυτικής Αττικής και της Θεσσαλονίκης και οδηγούσαν υπερπολυτελή αυτοκίνητα.
Ήταν όμως και εκδικητικοί. Βανδάλιζαν τα σπίτια και προκαλούσαν μεγάλες υλικές ζημιές. Μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις άφηναν ακόμα και τις βρύσες ανοικτές!
Η πρώτη εγκληματική οργάνωση αποτελούνταν από αυτοτελείς επιχειρησιακές υποομάδες, τις οποίες διεύθυναν αρχηγικά μέλη. Τα αρχηγικά μέλη ήταν επιφορτισμένα με το συντονισμό των περιοχών, των χρονικών διαστημάτων και των στόχων που θα «επιχειρούσαν», ώστε η δράση της ομάδας τους να μην συμπίπτει με αυτή των άλλων υποομάδων. Οι επιμέρους ομάδες πραγματοποιούσαν, διαρρήξεις σε πολυτελείς κατοικίες, από τις οποίες αφαιρούσαν χρήματα, κοσμήματα, χρηματοκιβώτια και άλλα τιμαλφή.
Σημαντικό ρόλο στη δράση της οργάνωσης διαδραμάτιζε μία από τις υποομάδες, η οποία αποτελούταν από επίλεκτα μέλη και των άλλων τριών και δραστηριοποιούταν αποκλειστικά στη διάρρηξη γραφείων εργοστασίων και εταιριών. Στην περίπτωση αυτή, αφαιρούσαν συνήθως χρηματοκιβώτια, που περιείχαν μεγάλα χρηματικά ποσά, όπως επίσης προέβαιναν στην διάρρηξη αυτόματων μηχανημάτων ανάληψης χρημάτων (Α.Τ.Μ.) τόσο στην Αττική, όσο και στην ευρύτερη επικράτεια.
Τα μέλη της έκαναν αποπροσανατολιστικά τηλεφωνήματα στο τηλεφωνικό κέντρο της Άμεσης Δράσης, καταγγέλλοντας ψευδή περιστατικά σε σημεία, τα οποία απείχαν γεωγραφικά από την περιοχή δράσης τους.
Όπως προέκυψε μέχρι στιγμής από την εξέλιξη της έρευνας, η συγκεκριμένη εγκληματική οργάνωση εμπλέκεται σε περισσότερες από 250 περιπτώσεις κλοπών – διαρρήξεων σε διάφορες περιοχές της Αττικής και κυρίως στα Βορειαονατολικά Προάστια (Κηφισιά, Εκάλη, Νέα Ερυθραία, Άγιο Στέφανο, Πικέρμι, Ραφήνα κ.λπ.) καθώς και σε περιοχές της Θεσσαλονίκης και της Κατερίνης.
Η δεύτερη εγκληματική οργάνωση έκανε κλοπές – διαρρήξεις σε σπίτια κυρίως της Δυτικής Αττικής, όπου αφαιρούσαν χρήματα, χρηματοκιβώτια και άλλα τιμαλφή. Τη συγκεκριμένη οργάνωση διηύθυνε ένα μέλος της και κύριο χαρακτηριστικό της ήταν ότι χρησιμοποιούσε ως «επιχειρησιακά» οχήματα, συνηθισμένα μικρά αυτοκίνητα πόλης, ώστε να μην προκαλούν την προσοχή των διωκτικών Αρχών και των πολιτών.
Για τη συγκεκριμένη εγκληματική ομάδα προκύπτει, ότι είχε επεκτείνει τη δράση της και σε άλλες περιοχές της χώρας και συγκεκριμένα στην Αλεξανδρούπολη, τα Ιωάννινα, τη Θεσσαλονίκη, την Ορεστιάδα κ.λπ. Παράλληλα, ο αρχηγός έκανε ταξίδια στις πόλεις αυτές για να “σταμπάρει” τα σπίτια που ήθελαν να ανοίξουν. Τους αποδίδονται πάνω από 50 περιπτώσεις κλοπών – διαρρήξεων.
Σε περισσότερες από 60 έρευνες που έγιναν, παρουσία δικαστικών λειτουργών, σε σπίτια, καταστήματα και άλλους χώρους των δραστών, μεταξύ άλλων, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν, χρηματικό ποσό που ξεπερνά τις 600.000 ευρώ, τραπεζικά βιβλιάρια καταθέσεων με μεγάλα χρηματικά ποσά, χρυσές λίρες και φύλλα χρυσού, ράβδοι ασημιού άνω των 120 κιλών, πλήθος κοσμημάτων – χρυσαφικών, ρολογιών και λοιπών τιμαλφών ιδιαίτερα μεγάλης αξίας.
Επιπλέον, βρέθηκαν πυροβόλα όπλα, φυσίγγια, μαχαίρια, ασύρματοι και πολύ μεγάλος αριθμός διαρρηκτικών εργαλείων, όπως κατσαβίδια, κόφτες, τροχοί κ.λπ., κινητά τηλέφωνα, πλήθος ηλεκτρονικών συσκευών καθώς και ποσότητες ναρκωτικών.
Σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους βρέθηκαν και κατασχέθηκαν περισσότερα από 60 οχήματα μεταξύ των οποίων, τα «επιχειρησιακά» τους οχήματα και μεγάλος αριθμός υπερπολυτελών αυτοκινήτων.