Στο βιβλίο του “Λουκά” της 17Ν, που ήδη έχει προκαλέσει θύελλα (πολιτικών) αντιδράσεων, ο Δημήτρης Κουφοντίνας μιλά για έναν επιχειρηματία στον οποίο αποδίδει το ρόλο του πληροφοριοδότη αλλά και για τη συστηματική, εξαντλητική προετοιμασία της οργάνωσης και το πως συγκεντρώνονταν πληροφορίες για ένα χτύπημα: “Όσο για τα αστυνομικού τύπου ερωτήματα, ‘ποιος τους έδωσε τις πληροφορίες’ κ.λπ., η απάντηση είναι πολύ απλή: Οι πληροφορίες έβγαιναν με πάρα πολύ κόπο. Πολλή αναζήτηση στις σελίδες εφημερίδων και εξειδικευμένων εντύπων. Πολύ τρέξιμο στο δρόμο, πολλές παρατηρήσεις”.
Για τον επιχειρηματία, όπως γράφει ο Κουφοντίνας “κάποτε μας αναζήτησε επίμονα ένας αξιόλογος άνθρωπος, που μπορούσε να κινηθεί στους κύκλους της άρχουσας τάξης. Τον συνάντησα αρκετές φορές. Δεν ήταν πάντα αξιοποιήσιμες οι πληροφορίες – ήταν άλλωστε πολύ μεγάλος ο όγκος τους. Θα ήταν χρήσιμες σε μια πολιτική οργάνωση, ένα έντυπο, για τις ανάγκες της προπαγάνδας και της αντιπληροφόρησης. Βοηθούσαν όμως “να καταλάβουμε τον εχθρό”»
Αποκαλεί τον πληροφοριοδότη “Γέρο” και αναφέρει πως έχει πεθάνει. Το “Γέρος” ήταν το παρατσούκλι που του είχε βγάλει ο ίδιος ο Κουφοντίνας “για να τον πειράξω”, όπως γράφει. Η σχέση τους δύσκολη, όπως περιγράφει. “Εγώ, συνηθισμένος στην άμεση δράση, τις κοφτές φράσεις, τις γρήγορες αποφάσεις. Αυτός, θέλοντας να ελέγχει πάντα την κατάσταση. Εγώ σφιγγόμουν πάντα με ερωτήσεις του είδους: “Τι ενέργειες ακριβώς προγραμματίζετε;”, έδινα γενικόλογες απαντήσεις, “για συνωμοτικούς λόγους δεν μπορώ να δίνω στοιχεία κτλ” εξηγούσα μάταια”.
“Μια μέρα ζήτησα από τον Γέρο να κάνουμε μια περιοδεία στις ακριβές συνοικίες της Αθήνας. Ακριβό το αμάξι του, το ντύσιμό του, ό,τι έπρεπε για την περιοχή. Είχα ντυθεί και εγώ ανάλογα. Έκανα μια καλή χαρτογράφηση. Στο γυρισμό, έβαλε λατινοαμερικάνικη μουσική. Από τη χαρά της παρατήρησης, με παρέσυρε ο ζωντανός ρυθμός, άρχισα να τον ακολουθώ, να μισοχορεύω στο κάθισμα του συνοδηγού.
Με κοίταξε λοξά, χαμογέλασε: “Πρώτη φορά σε βλέπω έτσι αυθόρμητο”. Στη χαλαρή κουβέντα που ακολούθησε, όταν ξανάρχισε να ζητά πληροφορίες για το τι ενέργειες ετοιμάζαμε, ξαναφόρεσα την κομματική πανοπλία. Η καχύποπτη κληρονομιά του Κοσμά (ψευδώνυμο άγνωστου μέλους της 17Ν) “τι κρύβεται από πίσω” με τυραννούσε ακόμα.
Κάποια στιγμή που επέμενε πολύ (εκ των υστέρων κατάλαβα ότι ρωτούσε για τον προγραμματισμό γιατί ήθελε να συμμετάσχει σε κάποια ενέργεια…) άλλαξα την κουβέντα. Τον ρώτησα για ποιο λόγο μας βοηθούσε. Σοβάρεψε απότομα: “Κοίταξε, εσύ πολεμάς για την επανάσταση, το σοσιαλισμό. Εγώ ξέρω ότι αυτά θα έρθουν σε εκατό, διακόσια χρόνια”. “Τότε;”. “Σας βλέπω, σας θέλω για αντίβαρο σε αυτούς τους άθλιους. Κι ακόμα”, κι εδώ τα μάτια του άστραψαν και μισογέλασε πονηρά, “μ’ αρέσει να βλέπω να τρέμουν, να μην τολμούν να ζυγώσουν στα παράθυρα, ακόμα και στις βίλες τους, όταν δίνουν δεξιώσεις”.
Ήταν ένας ευγενικός, βαθιά ευγενικός άνθρωπος. Ακόμα και την τελευταία φορά που χαιρετηθήκαμε κάπως ψυχραμένα. (Επέμενε στην τελευταία μας συνάντηση, να του δώσω μια μπόμπα, να τη βάλει σε μια βίλα ενός μεγαλοπαράγοντα του τόπου “να μην κινδυνέψει κανένας, μόνο να τρομοκρατηθούν”. Του αρνήθηκα. Θα κινδύνευε ο ίδιος, θα “καιγόταν”.) Ακόμα και τότε, με διαβεβαίωσε ότι κάθε στιγμή στα σπίτια, τα οχήματά του ήταν στη διάθεση της οργάνωσης όποτε τα χρειαστεί. Δεν τα χρησιμοποιήσαμε ποτέ. Δεν θα αναφέρω το όνομά του επειδή δεν ξέρω εάν θα το επιθυμούσαν οι δικοί του. Ίσως κάποτε μπορέσω να τους εξηγήσω εκείνη τη μεγαλοσύνη του δικού τους ανθρώπου. Πόσο και πόσα διακινδύνευε και πόσο ήταν πρόθυμος να διακινδυνεύει….”, γράφει ο Κουφοντίνας.
Στο βιβλίο, ο Δημήτρης Κουφοντίνας αναφέρεται στον Χρήστο Τσουτσουβή, μέλος της Αντικρατικής Πάλης, που σκοτώθηκε το 1985 σε συμπλοκή με την αστυνομία.
“Ο Ανέστης (σ.σ. το “κωδικό” όνομα του Τσουτσουβή) είχε έρθει για κάλυψη. Κοιταχτήκαμε. Πρώτα έκανε τον αδιάφορο, ύστερα, σαν να το ξανασκέφτηκε, μισογέλασε και μου έκλεισε το μάτι. Εκείνα τα μάτια που ήξεραν να αστράφτουν θα τα δω παγωμένα λίγα χρόνια αργότερα να με κοιτάζουν μέσα από μια εφημερίδα.
Το δίκιο του Ανέστη χανόταν και η (σωστή) κριτική του αδυνάτιζε από τον ορμητικό και ριψοκίνδυνο τρόπο του. Ήταν παλικάρι, όμως αρκετές φορές χρειάστηκε να τον φρενάρουμε στην πρακτική δουλειά, να ψάχνουμε πώς να διακινδυνεύουμε όσο το δυνατόν λιγότερο”.
Ο Κουφοντίνας αναφέρεται και στα μέλη της 17 Νοέμβρη που αποστασιοποιήθηκαν από την οργάνωση. Ανάμεσά τους ο “Κόμης”, από τα ιδρυτικά στελέχη. «Ο Γιάννης όμως έφυγε νωρίς. Δίχως να προδώσει το όνειρο, δίχως να το δει να προδίνεται. Όταν είδα ξαφνικά το παγωμένο, κάπως μελαγχολικό, χαμόγελο να με κοιτά μέσα από την εφημερίδα, καθόμουν στο Λάντα. Το παμπάλαιο κασετόφωνο έπαιζε εκείνη την ώρα τον Ακροβάτη. Όλα πάγωσαν τριγύρω και μέσα μου, οι νότες και οι στίχοι του τραγουδιού διαπερνούσαν το μυαλό μου που δεν ήθελε να αποδεχτεί την είδηση.
Ο φίλος, ο σύντροφος, ο Κόμης της οργάνωσης, ο Γιάννης Σκανδάλης, ακροβατούσε μια ζωή, μέχρι το τέλος ακροβάτης, μέχρι να πέσει σε εκείνη τη μοιραία στροφή στη Μάνη με τη μηχανή του. Έμεινα ώρα ακίνητος. Μούχρωνε έξω, βράδιαζε μέσα μου. Έκανα χρόνια να μπορέσω να ξανακούσω εκείνο το τραγούδι”.
Τον Ιούνιο του 2002 όταν ο Σάββας Ξηρός τραυματίστηκε στην προσπάθειά του να τοποθετήσει βόμβα στο λιμάνι του Πειραιά, άρχισε να ξετυλίγεται του κουβάρι της εξάρθρωσης της 17 Νοέμβρη.
Γράφει ο Κουφοντίνας: “Σκεφτόμουν ξανά πως εκείνη η ενέργεια δεν μου πήγαινε καλά. Έπρεπε να γίνει με ωρολογιακούς μηχανισμούς που να διαφέρουν από τους κλασικούς μηχανισμούς της οργάνωσης. Δίχως εκείνα τα μεγάλα κινέζικα ξυπνητήρια που έδιναν την ασφάλεια του παλιού γνώριμου».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Κουφοντίνας: Οι στόχοι που δεν πέτυχε – Οι δολοφονίες που δεν έκανε – Οι γιάφκες που δεν βρήκαν ποτέ
ΝΔ σε ΣΥΡΙΖΑ: Διώξτε αυτόν που προλογίζει το βιβλίο του Κουφοντίνα!