Όπως ανέφεραν υπήρχε μία οργανωμένη ομάδα που εκείνη την ημέρα πυρπόλησε το κτίριο της Μαρφίν, την οποία καθοδηγούσε ένας ”αρχηγός” και στην οποία συμμετείχε μία νεαρή γυναίκα!
Υπενθυμίζεται πως στο εδώλιο κάθονται δύο κατηγορούμενοι. Ο Θοδωρής Σίψας, που κατηγορείται για τον εμπρησμό της Μαρφίν, και ο Παύλος Αντέεβ ή Ανδρεάδης, ο οποίος έχει παραπεμφθεί στο εδώλιο για τον αντίστοιχο εμπρησμό χωρίς θύματα του βιβλιοπωλείου ΙΑΝΟΣ.
«Μας είχαν στο στόχαστρο, φωνάζανε… Είδα ότι έχει σπάσει το τζάμι του ισογείου και ότι κάποια άτομα έριχναν εύφλεκτο υλικό. Πήρα πυροσβεστήρα αλλά δεν τα κατάφερα. Έτσι ανεβήκαμε πάνω στον 2ο όροφο. Η φωτιά άρχισε σιγά σιγά να ανεβαίνει… ήμουν εγκλωβισμένος στο μπαλκόνι δεν ήξερα αν πρέπει να πηδήξω ή να καώ… πετούσαν πέτρες. Παρύσφρεισαν στην πορεία… βλέπαμε να σπάνε τον Ιανό. Δεν ήταν οι διαδηλωτές που ήρθαν να διαδηλώσουν για το Μνημόνιο. Είχαν μπει μέσα στη πορεία. Είχαν καλύψει τα πρόσωπα τους. Στις 2 παρά 5 ακούσαμε το σπάσιμο… εγώ εν τέλει πήδηξα από το.μπαλονι… όσο ήμουν στο μπαλκόνι δεν ειδα κίνηση αλλυλεγγύης προς εμάς… υπήρχε μόνο ένας άνθρωπος που φώναζε “μέσα καίγονται ρε παιδιά”» κατέθεσε ο υπάλληλος της τράπεζας, Δημήτρης Παπατζής.
Υπεράσπιση: Σύστημα πυρόσβεσης υπήρχε;
Μάρτυρας: Όχι δεν υπήρχε… Η τράπεζα είχε μια μοναδικη έξοδο διαφυγής, η οποία καίγονταν… Ποιος θα πήγαινε να βγει από αυτή τη πόρτα…
«Ακόμα και σήμερα μετά από έξι χρόνια όταν ανάβουμε τη ψησταριά για να ψήσουμε κρέας με πιάνει πανικός. Είναι κάποια πράγματα που έχουν κάτσει μέσα μας» ανέφερε η υπάλληλος της τράπεζας, Παναγιώτα Βασιλάκου.
Η μάρτυρας περιέγραψε πως: «Στις 2 παρά κάτι ακούσαμε φωνές: “μας καίνε, μας καίνε”…είδα κάποιον φορούσε χακί και κρατούσε κάτι σαν μπουκάλα καταδύσεων και μπροστά είχε πράσινο λάστιχο ποτίσματος. Ηταν γεροδεμένος με έντονη τριχοφυια στα χέρια (…) Το πλήθος ηταν άγριο. Πετούσαν πέτρες παρόλο που φωνάζαμε ότι καιγόμαστε. Η φωτιά πρέπει να μπήκε γύρω στις 2 παρά 5. Άκουσα το συναγερμό μετά. Όλο αυτό το πράγμα κράτησε 10 λεπτά. Βγήκα στο μπαλκόνι να δω αν έρχεται πυροσβεστική και δεν μπορούσαμε να γυρίσουμε πίσω. Η Παρασκευή πέθανε στο διπλανό μπαλκόνι και δεν την έβλεπα καν από τον καπνό…» κατέληξε.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Άλλοι υπάλληλοι της τράπεζας περιέγραψαν πως διέφυγαν από την ταράτσα του κτιρίου προκειμένου να καταφέρουν να σώσουν τις ζωές τους ενώ τόνισαν πως εκείνη την ημέρα είχαν εντολή να δουλέψουν «ανωθεν» κιόλας παρά το γεγονός ότι υπήρχε η πορεία. «Είχαμε άνωθεν εντολή ότι θα δουλεψουμε. Τους είπαμε ότι αναμένεται μια μεγάλη συγκέντρωση… μας είπαν: μην σας νοιαζει, πηγαίνεται να δουλέψετε» ανέφερε η μάρτυρας, Ελευθερία Αθανασίου.
Παράλληλα, η συνταξιούχος σήμερα περιέγραψε πως εκείνη την ημέρα βρισκόταν στον ημιώροφο:
Κάποια στιγμή βλέπω απέναντι μια ομάδα ναερών κουκουκουλοφόρων, οι οποίοι πέταγαν πέτρες. Μετά ακούω 2 με 3 μπαμ, έσπασε η τζαμαρία, πέταξαν μολότωφ έβγαζε ένα καπνό που δεν έχω ξαναδει, γιατί και άλλη φορά μας είχαν πετάξει μολότωφ. Δεν τους είδα…. άκουσα το θόρυβο. Αμέσως ο καπνός ανέβηκε πάνω πνιγήκαμε κυριολεκτικά. Ανεβήκαμε προς το πάνω. Φτάσαμε στον 3ο όροφο σε ένα μπαλκονάκι….Τα ΜΑΤ πριν το περιστατικό ήταν μπροστά στην τράπεζα υπήρχε μια διμοιρία. Μετά όμως έφυγαν κυνηγώντας τους κουκουλοφόρους με τις πέτρες και τα ρόπαλα από απέναντι…» κατέληξε.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Το πώς κατάφεραν να γλιτώσουν περιέγραψε η υπάλληλος, Αγγελική Τριανταφύλλου.
«Ήμουν στον πρώτο όροφο. Ακούω μια συνάδελφο από το ισόγειο να φωνάζει καιγόμαστε. Οι συνάδελφοι ανέβαιναν προς τα πάνω. Ξαφνικα το κατάστημα πήρε φωτιά. Μας έσωσε ο Ηλίας ο Μπούρης το λέω και ανατριχιάζω. Μας τράβαγε ο Ηλίας να ανέβουμε στο ταρατσάκι έπρεπε να πηδήξουμε μετά σε ένα άλλο ταρατσάκι. Βγήκαμε από το κτίριο της kosta boda. Αν ο Ηλίας δεν υπήρχε 21 άτομα θα ήμασταν νεκροί» τόνισε η μάρτυρας.
Στην ύπαρξη μίας γυναίκας στο σημείο αναφέρθηκε ο υπάλληλος της τράπεζας, Γιώργος Κόλιας. «Έγινε μια φασαρία έξω αποχώρησαν οι αστυνομικοί και μετά άρχισαν να σπάνε. Σε σύντομο διάστημα το κτίριο πήρε φωτιά. Είχα δει κάποιους να σπάνε. Πρέπει να ηταν μια γυναίκα. Το κατάλαβα από τη σιλουέτα. Τους φωνάζαμε σταματήστε αλλά τίποτα. Παρ όλο που ήμουν πληγωμένος και προσπαθούσα να σηκωθω μου φωνάζανε, με βρίζανε. Έσπασα ένα παράθυρο για να φύγω. Φορούσαν μάσκες, δεν είδα χαρακτηριστικά. Μακάρι να έβλεπα. Ήταν ομάδα με οργάνωση. Είχαν δομή πήγαιναν συντεταγμένα σαν στρατιωτικοί. Πήγαν επί τούτου» τόνισε.
Για την ύπαρξη απειλητικών συνθημάτων με σπρέι έκανε λόγοι οι υπάλληλοι Ηλίας Μπούρης και Αναστασία Ζαφειροπούλου. «Υπήρχαν απειλητικά μηνύματα κατα καιρούς στους τοίχους με σπρέυ. ” Θάνατος στους τραπεζίτες… διάφορα τέτοια”. Μας είχαν ξαναπετάξει βόμβες. Συνήθως εμπαιναν νοβοπαν στα τζάμια που καθυστερούσαν το σπάσιμο, δεν ξέρω γιατί δεν μπήκαν αυτή τη φορά» ανέφερε ο κ. Μπούρης.
«Είδα όταν μπήκα ότι είχαν γράψει ένα σύνθημα δεξιά στην τζαμαρία “φωτιά στους υπαλλήλους”. Είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται έξω απο την τράπεζα» τόνισε η κυρία Ζαφειροπούλου, προσθέτοντας : «Πάνω απο 20 άτομα. Ρίξανε πέτρα. Ξεκλινησαν απλο τον Ιανό. Ήταν όλοι καλυμένοι κατάλαβα ότι δεν είχαν καλό σκοπό. Φορούσαν κουκούλες. Υπήρχε αστυνομία κάποια στιγμή έφυγε. Μετά την αποχώρησή της ξεκίνησαν τα επεισόδια»
Από το Δικαστήριο εξετάστηκαν και πυροσβέστες που έσπευσαν στο σημείο για να σβήσουν τη φωτιά. «Κόσμος μας φώναζε φύγετε από ‘δω…» ανέφεραν, προσθέτοντας: «υπήρχαν απειλητικές φωνές από κόσμο που ανέβαινε την πορεία. Ο κόσμος φώναζε και μας έβριζε. Έπρεπε να φυλάξουμε τα νότα μας. Μας έβλεπαν σαν δημόσιους υπαλλήλους μας έλεγαν ” θα σας κάψουμε και εσάς”!» τόνισαν.
Αίσθηση προκάλεσε και η κατάθεση περιπτερά ο οποίος έξι χρόνια μετά αναγνώρισε και…δεν αναγνώρισε τον κατηγορούμενο στην υπόθεση Θέοδωρο Σίψα ως ένας από τα πρόσωπα που είδε εκείνη την ημέρα στην οδό Σταδίου μετά την επίθεση. Ο μάρτυρας αρχικά έδειξε κατηγορούμενο για την υπόθεση του εμπρησμού της Μαρφίν, Θοδωρή Σίψα, λέγοντας πως τον θυμάμαι, τον «πιο ψηλό απ΄όλους» να με περνάει από αριστερά. Μετά από επίμονες ερωτήσεις του δικαστηρίου και των συνηγόρων υπεράσπισης και πολιτικής αγωγής ο μάρτυρας τόνισε πως «θυμάται τον συγκεκριμένο σωματότυπο!!», προσθέτοντας πως «το περπάτημα του, ήταν άκομψο και ανδρικό», για να του απαντήσει ένας εκ των συνέδρων: «Άντρα έχουμε μπροστά μας, αντρίκιο περπάτημα θα έχει. Με έχετε μπερδέψει!»Τότε, ο μάρτυρας ξεκαθάρισε πως επειδή η ομάδα των ατόμων «τον προσπερνούσε, δεν είδε πρόσωπα» ενώ όταν του επιδείχθηκαν φωτογραφίες από το συμβάν, κατέληξε πως «τώρα δεν είμαι σε θέση να αναγνωρίσω κανέναν».