Ακόμη μια συγκλονιστική μαρτυρία για το δυστύχημα με τους τέσσερις νεκρούς το μεσημέρι της 16ης Αυγούστου όταν ο ταχύπλοο Duente που οδηγούσε ο 77χρονος Θρασύβουλος Λυκουρέζος έπεσε πάνω στη λάντζα Αντωνία που μετέφερε τουρίστες στο νησάκι Μονή έρχεται στο φως. Και είναι μια μαρτυρία φωτιά που όχι μόνο ρίχνει φως στα πρώτα λεπτά μετά τη μοιραία σύγκρουση αλλά δίνει μια νέα διάσταση στο μυστήριο για το ποιος ήταν στο ταχύπλοο μαζί με τον 77χρονο.
Από την πρώτη στιγμή, ο ίδιος ο χειριστής είχε υποστηρίξει πως μαζί του βρίσκονταν πάνω στο ταχύπλοο ένα ζευγάρι ηλικιωμένων και μια γυναίκα 65 ετών, η οποία μάλιστα εμφανίστηκε με καθυστέρηση σχεδόν 10 ημερών και ακόμη δεν έχει καταθέσει αλλά έχει μόνο υποστηρίξει πως… προτίθεται να το κάνει. Ωστόσο, η μαρτυρία του Γιώργου Λαμπρακόπουλου, ενός από τους πέντε τραυματίες, έρχεται να δώσει νέα διάσταση στις έρευνες.
Ο διασωθείς μίλησε στον Ελεύθερο Τύπο και περιέγραψε με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες για όσα έγιναν αμέσως μετά τη μοιραία σύγκρουση που κόστισε τη ζωή στον καπετάνιο της λάντζας, ένα 5χρονο κοριτσάκι και τον πατέρα του καθώς και σε άλλον έναν άνδρα.
Ο Γιώργος Λαμπρακόπουλος ήταν στη μοιραία λάντζα με τον 16χρονο αδελφό του Μιχάλη και το φίλο του Τάσο Σιδέρη όταν έγινε η σύγκρουση. «Ήμασταν στο νερό 20 λεπτά, έβλεπα δίπλα μου το κοριτσάκι να είναι μπρούμυτα στο νερό έχοντας χάσει τη ζωή του», θυμάται και συνεχίζει λέγοντας πως «αυτοί που ήταν τελικά στο ταχύπλοο, αν είχαν πετάξει έστω μια πετσέτα, ένα δείγμα – βοήθειας, μπορεί να μην είχαμε τέσσερις νεκρούς».
Όπως λέει στην εφημερίδα, στην κατάθεση που έδωσε μετά την τραγωδία, είχε αποκαλύψει πως στο ταχύπλοο ήταν άλλα δυο άτομα, τα οποία όμως δεν του φάνηκαν ηλικιωμένα. «Έτσι όπως τον έψαχνα, ρίχνω μια πολύ γρήγορη μάτια και βλέπω έναν άνδρα και μια γυναίκα. Όχι ηλικιωμένους. Επειδή όμως έψαχνα τον αδελφό μου και επειδή ποτέ δεν πίστεψα ότι θα μας παρατήσει και θα γίνει όλο αυτό που γίνεται τώρα -να ψάχνουμε να βρούμε ποιοι ήταν πάνω-, δεν έδωσα σημασία στα χαρακτηριστικά τους και συνέχιζα να ψάχνω τον αδελφό μου, ο οποίος βγήκε στην επιφάνεια περίπου μετά από ένα λεπτό. Εκεί εγώ ησύχασα, του είπα ότι όλα είναι καλά και να πάει κοντά στο φίλο μου. Εμένα μου είχαν βγει οι ώμοι, δεν μπορούσα να κολυμπήσω με τα χέρια».
Εξάλλου, σε μια από τις καταθέσεις ανθρώπων που επέζησαν, διασωθείς του ναυαγίου είχε πει: «Άκουγα έναν από τους ναυαγούς να φωνάζει προς το σκάφος: “Πέτα ένα σωσίβιο, ρε!” Αυτός μας αγνόησε πλήρως».
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, ο κατηγορούμενος κάλεσε αρχικά τον φίλο του και συντηρητή του ταχυπλόου Π.Ι. Γνωρίζονται από τα μέσα του 1980, όταν ο κ. Λυκουρέζος άρχισε να επισκέπτεται συστηματικά την Αίγινα. «Ήταν πάντα λάτρης των σκαφών και της θάλασσας», έχει δηλώσει ο Π.Ι., σύμφωνα με τη δικογραφία.
Αυτός μαζί με τον δύτη Μ.Α. έφθασαν στον τόπο της σύγκρουσης και αφού βοήθησαν στην περισυλλογή ναυαγών προσπάθησαν να συνδράμουν τον κ. Λυκουρέζο. Στο ταχύπλοο υπήρχε εισροή υδάτων και το σκάφος είχε παρασυρθεί τουλάχιστον 100 μέτρα νοτιότερα. Αρχικά, ο Μ.Α. μετέφερε με το φουσκωτό «Συμεών» στην Πέρδικα τους άλλους τρεις επιβάτες του ταχυπλόου, ενώ ο κ. Λυκουρέζος είχε παραμείνει σε αυτό. Ακολούθησε η ρυμούλκηση του σκάφους.
Στο μεταξύ, ο 77χρονος φέρεται να κάλεσε τον Ν.Λ., φίλο του και πρώην πρόεδρο του Λιμενικού Ταμείου Αίγινας και δημοτικό σύμβουλο του νησιού, ο οποίος ήταν πλοίαρχος της θαλαμηγού «Duende II».
Σύμφωνα με στοιχεία της δικογραφίας, κατά τη στιγμή της σύγκρουσης η 18 μέτρων, με σημαία Παναμά, θαλαμηγός βρισκόταν στη θέση Απόνησο Αγκιστρίου, 5-6 ναυτικά μίλια από τη θέση του ταχυπλόου. Σε δική του κατάθεση, πάντως, ο Π.Ι. αναφέρει ότι εκείνος κάλεσε τον Ν.Λ. μεταφέροντας την παράκληση του κ. Λυκουρέζου να τον παραλάβει και να τον αποβιβάσει στο λιμάνι της Αίγινας. Λίγα λεπτά αργότερα ένα μικρό φουσκωτό 3,5 μέτρων, το οποίο οδηγούσε 52χρονος εργαζόμενος στη θαλαμηγό παρέλαβε τον κ. Λυκουρέζο. Τελικά τον άφησε στο λιμάνι του Φάρου (1,5 χλμ. από την Αίγινα), καθώς παραπονέθηκε για πόνους στη μέση.