- Κατάθεση «φωτιά» από γυναίκα επιβάτη της λάντζας για την ύπαρξη νεαρής γυναίκας πάνω στο φονικό ταχύπλοο! - Η γυναίκα περιγράφει πως ο 77χρονος δεν έκανε τίποτα για να βοηθήσει τους ναυαγούς - «Είμαι ράκος τόσο εγώ όσο και η οικογένειά μου. Τα παιδιά μου δεν τρώνε και δεν κοιμούνται. Η κόρη μου ζητάει την φίλη της την Σεβαστή» - Άλλη μαρτυρία «καίει» τον 77χρονο χειριστή του ταχύπλοου: «Το "Ντουέντε" είχε μέσα δυο γυναίκες!»
Νέα διάσταση στην υπόθεση της τραγωδίας της Αίγινας, δίνει η κατάθεση μιας γυναίκας που επέβαινε στην μοιραία λάντζα. Σύμφωνα με στοιχεία της δικογραφίας που αποκαλύπτει η εφημερίδα Espresso, η Α.Α. επιβάτης της λάντζας αναφέρει:
«Κάθισα μαζί με την οικογένειά μου και την οικογένεια Κατιφέ, με την οποία διατηρούμε φιλικές σχέσεις σε καθίσματα που είχε στην πρύμνη του σκάφους. Τρία λεπτά περίπου της ώρας μετά τον απόπλου και ενώ το σκάφος μας πήγαινε με πάρα πολύ μικρή ταχύτητα άκουσα τον κυβερνήτη να φωνάζει: «που πάει αυτός;» και άρχισε να σφυρίζει με την κόρνα του σκάφους. Ταυτόχρονα άκουσα τον σύζυγό μου να φωνάζει: «που πάει αυτός ο μαλάκας;»
Η γυναίκα περιγράφει τα εφιαλτικά λεπτά που πέρασαν μέσα στην θάλασσα έως ότου διαπιστώσει ότι η οικογένειά της είναι καλά και τότε αναφέρει την ύπαρξη της μυστηριώδους γυναίκας: «… Μετά από έναν εκκωφαντικό θόρυβο αντιλήφθηκα τον εαυτό μου να βρίσκεται στην θάλασσα παλεύοντας να κρατηθώ στην επιφάνεια. Βγαίνοντας στην επιφάνεια, σχεδόν ταυτόχρονα με το γιο μου και αφού πιαστήκαμε από επιπλέοντα συντρίμμια του σκάφους μας, το οποίο είχε βυθιστεί, στην συνέχεια γύρισα το βλέμμα μου τριγύρω να δω τι είχε γίνει και διαπίστωσα την ύπαρξη ενός ταχύπλοου σκάφους το οποίο βρισκόταν ακίνητο σε απόσταση περίπου 30 μέτρων. Πάνω, επέβαινε ένας άνδρας ηλικίας περίπου 70 ετών και μια κοπέλα καθόταν δίπλα του ηλικίας περίπου 30 ετών. Αυτοί τουλάχιστον ήταν ορατοί από το σημείο που ήμουν. Φωνάζαμε στον άνδρα να μας πετάξει σωσίβια τόσο εγώ όσο και ο γιος μου αλλά αυτός δεν ανταποκρινόταν».
Η ίδια γυναίκα σε άλλο σημείο της κατάθεσής της δεν αναφέρει τίποτα για ηλικιωμένους επιβάτες του ταχύπλοου, και αναφέρει ότι τόσο πριν όσο και μετά την σύγκρουση ο κατηγορούμενος χειριστής του ταχύπλοου δεν έκανε απολύτως τίποτα για να βοηθήσει τους ναυαγούς.
«Ψυχολογικά είμαι ράκος, τόσο εγώ όσο και η οικογένειά μου. Τα παιδιά μου δεν τρώνε και δεν κοιμούνται. Η κόρη μου ζητάει συνέχεια την φίλη της την Σεβαστή», λέει αναφερόμενη στο μικρό κορίτσι που χάθηκε στο ναυάγιο.
Ο Γ.Π. είναι εκείνος που δέχθηκε πρώτος τηλεφώνημα για βοήθεια στις 12.45 μετά το μεσημέρι της 16ης Αυγούστου.
«…Μου είπε ότι είχε χτυπήσει με το σκάφος του «Ντουέντε» μια βάρκα. Πήρα αμέσως τον Μ.Α. και του είπα να πάμε στο σημείο να βοηθήσουμε. Πήραμε το φουσκωτό του και άμεσα πήγαμε στο σημείο του δυστυχήματος. Είδα άτομα στη θάλασσα και έναν πνιγμένο που ήταν μπρούμυτα μέσα στο νερό. Μετά άκουσα φωνές από το σκάφος που επέβαινε ο Θρασύβουλος Λουκουρέζος. (…) Όταν έφτασα είχε μέσα δυο γυναίκες, έναν άνδρα ηλικιωμένο και τον Λουκουρέζο Θρασύβουλο. Μπήκανε μέσα στο σκάφος οι δυο γυναίκες και ο ηλικιωμένος άνδρας. (…) Ο Θρασύβουλος Λουκουρέζος δεν αισθανόταν καλά και γι’ αυτό το λόγο πήρα τηλέφωνο τον φίλο μου Λ.Ν. ώστε να μπορέσει να βοηθήσει γιατί το «Ντουέντε» έμπαζε νερά».