Συγκλονιστική είναι η κατάθεση του εξαδέλφου του αδικοχαμένου καπετάνιου Στέλιου Τρίμη, ο οποίος, ως γνήσιος άνθρωπος της θάλασσας, έκανε αυτό που δυστυχώς δεν έκαναν οι επιβαίνοντες στο μοιραίο ταχύπλοο «Ντουέντε».
Πήρε τη βάρκα του, έσπευσε στο σημείο του δυστυχήματος, πέταξε κυκλικά σωσίβια στη θάλασσα, ανέβασε στη βάρκα του τα θύματα του κομματιασμένου καϊκιού «Αντωνία» και έφερε εις πέρας την πιο δύσκολη αποστολή της ζωής του, που ήταν η περισυλλογή του 5χρονου παιδιού που πνίγηκε αβοήθητο. Και όλα αυτά χωρίς να γνωρίζει ότι πρόκειται για το καΐκι του εξαδέλφου του…
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Σε απόσπασμα της δικογραφίας για τη φονική σύγκρουση της Αίγινας, που αποκαλύπτεται από τον «Eλεύθερο Τύπο» της Κυριακής, ο Π. Τρίμης περιγράφει τις δραματικές στιγμές λίγα λεπτά μετά το δυστύχημα. Ένας 12χρονος πιτσιρικάς ήταν αυτός που του έφερε τα κακά μαντάτα:
«Έντρομο ήρθε ένα παιδί και μας ενημέρωσε ότι μια βάρκα αναποδογύρισε και βρίσκονται άνθρωποι στη θάλασσα. Αμέσως επιβιβάστηκα στο καΐκι μαζί με έξι επιβάτες προκειμένου να συνδράμουν. Πλησίασα όσο πιο κοντά μπορούσα και πέταξα τα κυκλικά σωσίβια προς τους ναυαγούς. Από αυτούς δύο άτομα πιάστηκαν από τα σωσίβια και δύο ανέβηκαν μόνα τους. Στη συνέχεια, και περίπου πέντε μέτρα από το σκάφος, περισυνέλεξα ένα παιδάκι ηλικίας πέντε ετών, το οποίο έμοιαζε νεκρό, και απέπλευσα άμεσα από το σημείο, προκειμένου να βγω γρήγορα στη στεριά για να του δοθούν οι πρώτες βοήθειες. Κατά τη διάρκεια της επιστροφής μία επιβάτισσα παρείχε τις πρώτες βοήθειες στο παιδί χωρίς αποτέλεσμα. Τελικά, γύρισα στο λιμάνι της Πέρδικας, άφησα τους διασωθέντες και επέστρεψα στο σημείο του συμβάντος για να περισυλλέξω όποιον κινδύνευε».
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η κατάθεση του 26χρονου Γιώργου Λαμπρακόπουλου, ο οποίος είναι ένα από τα θύματα της σύγκρουσης. Ο 26χρονος, σε αντίθεση με τους περισσότερους μάρτυρες, ισχυρίζεται ότι είδε καθαρά δύο από τους επιβαίνοντες του «Ντουέντε», οι οποίοι δεν ήταν προχωρημένης ηλικίας:
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
«Όταν άνοιξα τα μάτια μου μετά τη σύγκρουση, και ενώ βρισκόμουν μέσα στα συντρίμμια, κολύμπησα οριζόντια προς τα κάτω, και όταν διαπίστωσα ότι δεν είχα τίποτε γύρω μου βγήκα προς την επιφάνεια της θάλασσας, όπου και αντίκρισα παντού συντρίμμια. Δεν υπήρχε ίχνος του σκάφους στο οποίο λίγα λεπτά νωρίτερα επιβαίναμε. Το εγκληματικό ταχύπλοο στην κυριολεξία το διέλυσε. Όταν βγήκα στην επιφάνεια, είδα το ταχύπλοο να έχει σταματήσει περίπου 50 μέτρα από το σημείο της σύγκρουσης και διέκρινα ολοκάθαρα να επιβαίνουν σε αυτό ένας άντρας και μία γυναίκα, όχι προχωρημένης ηλικίας. Δεδομένου δε ότι τη στιγμή εκείνη οι περισσότεροι επιβαίνοντες του σκάφους βρίσκονταν διασκορπισμένοι στην επιφάνεια της θάλασσας στο ευρύτερο σημείο της σφοδρής σύγκρουσης, φωνάζαμε προς το σταματημένο ταχύπλοο για βοήθεια και για να μας ρίξει σωσίβια, πλην όμως ο οδηγός και οι επιβαίνοντες αυτού μας αγνόησαν εντελώς».
Ο κ. Τρύφωνας Κόλλιας, δικηγόρος του 26χρονου Γιώργου και του 16χρονου αδερφού του, Μιχάλη και η μητέρα των παιδιών, κ. Βενετία Λαμπρακοπούλου, αναφέρουν ότι η σύγκρουση προκάλεσε βλάβες στα αδέρφια: “Ο Γιώργος τραυματίστηκε στους ώμους και χρειάζεται χειρουργείο. Στην κατάσταση αυτή δεν μπορεί να εργαστεί, καθώς είναι προπονητής ποδοσφαιρικής ομάδας. Ο Μιχάλης χτύπησε στο κεφάλι κι έχει υποστεί ψυχολογικό σοκ. Δεν μπορεί να ξανανέβει σε βάρκα. Το παιδί έβγαζε αίμα από το στόμα”.
Ενδεικτική των τραγικών στιγμών που ακολούθησαν το δυστύχημα είναι τρίτη κατάθεση μάρτυρα που περιλαμβάνεται στη δικογραφία: “Προσπάθησα να βγω στην επιφάνεια αλλά το κεφάλι μου βρήκε σε κάτι ξύλα κι έτσι κολύμπησα κάτω από το νερό και κατάφερα να βγω στην επιφάνεια (…) Την ώρα που μας μάζευε το καϊκι είδαμε στην επιφάνεια της θάλασσας να επιπλέει ένα πτώμα χωρίς να γνωρίζω περαιτέρω στοιχεία αυτού”.
Οι μαρτυρίες των θυμάτων έρχονται να επιβεβαιώσουν τους ισχυρισμούς των δικηγόρων κ.κ. Σπύρου Βλάσση και Αλέξη Κούγια, οι οποίοι επεσήμαναν από την πρώτη στιγμή την αδράνεια των επιβαινόντων στου “Ντουέντε”.
Ο καπετάνιος Θρασύβουλος Λυκουρέζος ισχυρίστηκε ότι οι άνεμοι δεν τον ευνοούσαν και τον απομάκρυναν από το σημείο του συμβάντος. Ναυτικός, ο οποίος έσπευσε με φουσκωτό να βοηθήσει τον 77χρονο, κατέθεσε: “Όταν έφτασα, ο Λυκουρέζος ήταν σοκαρισμένος. Το σκάφος του μάλλον είχε παρασυρθεί από το σημείο του συμβάντος.
Οι καιρικές συνθήκες ήταν καλές με ένα μικρό αεράκι και με καλή ορατότητα, Ο Λυκουρέζος μου ζήτησε να τον πάρω και να τον βγάλω έξω στη στεριά. Εγώ τον παρέλαβα και ξεκίνησα για να τον πάω στο λιμάνι της Αίγινας. Όμως υπήρχε κυματισμός και ο Λυκουρέζος ταλαιπωρήθηκε, μιας και το σκάφος μου ήταν μόλις 3,5 μέτρα. Τότε ενημέρωσα τον καπετάνιο μου στο Ν.Λ., ο οποίος μου είπε να πάω στο λιμανάκι του Φάρου που ήταν πιο κοντά. Εκεί μας περίμενε η σύζυγος του καπετάνου μου, η οποία παρέλαβε τον Λυκουρέζο”.
Ποιος οδηγούσε;
Τα όσα βλέπουν τα φώτα της δημοσιότητας τις τελευταίες ώρες, εγείρουν νέα ερωτήματα σχετικά με το ποιος ήταν πράγματι στο τιμόνι του ταχυπλόου που σκόρπισε τον θάνατο στην Αίγινα. Όπως αναφέρει η εφημερίδα Πρώτο Θέμα, αποτυπώματα του 77χρονου μπορεί να βρέθηκαν στο ταχύπλοο, όχι όμως και στο τιμόνι του μοιραίου σκάφους. Ωστόσο, ο συνήγορος οικογενειών των θυμάτων, Αλέξης Κούγιας, είπε στο Mega πως κρατά αποστάσεις.
“Κρατάμε αποστάσεις τόσο για το πρόσωπο που φέρεται να οδηγεί όσο και για τους ανθρώπους που δέχτηκαν πως ήταν πάνω στο σκάφος και για την έρευνα που έχει γίνει μέχρι τώρα” είπε και πρόσθεσε πως για την ώρα εκείνος δεν έχει ζητήσει να γίνει αναπαράσταση αφού προέχει να γίνει ολοκληρωμένη λήψη αποτυπωμάτων, αν αυτό είναι δυνατό αφού το σκάφος είναι εγκαταλελειμμένο εδώ και 10 μέρες, λήψη DNA, άρση των τηλεπικοινωνιών και κατάσχεση των τηλεφώνων όχι μόνο εκείνων που έχουν δηλώσει πως βρίσκονταν στο ταχύπλοο αλλά κι άλλων προσώπων, τα οποία δεν θέλησε να κατονομάσει.
Με μια δήλωση – βόμβα στην εφημερίδα Real News ο δικηγόρος της οικογένειας Κατιφέ, δηλώνει πως το ταχύπλοο που σκόρπισε τον θάνατο στην Αίγινα, ίσως και να πήγαινε με “αυτόματο πιλότο”. Ο Σπύρος Βλάσσης, δηλώνει “Θέλουμε να ξετυλιχτεί το νήμα από την αρχή. Να δούμε ποιοι ανέβηκαν στο σκάφος, από που και πως επιβιβάστηκε ο Θρασύβουλος Λυκουρέζος με τη δυσκολία που έχει στην κίνηση. Το πλέον κρίσιμο όμως είναι να διερευνηθεί αν βρισκόταν κάποιος στο τιμόνι τη στιγμής της σύγκρουσης ή αν είχαν βάλει απλώς μια ταχύτητα και συζητούσαν. Δεν εξηγείται πως το ταχύπλοο πέρασε πάνω από τη βάρκα. Αν, όπως ισχυρίζεται ο Θρασύβουλος Λυκουρέζος, αντέδρασε όταν είδε τη βάρκα κάνοντας “κράτει”, το ταχύπλοο έπρεπε να ακινητοποιηθεί άμεσα”.
Με πληροφορίες από: Ελεύθερος Τύπος της Κυριακής, Real News, Mega