Στα δίχτυα της Διώξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος έπεσε κύκλωμα απατεώνων, που υπόσχονταν κέρδη από επενδυτικά προγράμματα κυρίως σε πολίτες με οικονομική άνεση.
Οι άνδρες της ΕΛ. ΑΣ συνέλαβαν τρία άτομα τα οποία είχαν καταφέρει να αποσπάσουν από έντεκα θύματά τους 460.000 ευρώ.
Τα μέλη του κυκλώματος είχαν στήσει από το 2019 εταιρεία με αντικείμενο «συμβουλευτικές υπηρεσίες μάρκετινγκ», χωρίς όμως να έχουν λάβει άδεια από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για παροχή επενδυτικών δραστηριοτήτων.
Προσποιούμενοι εξειδικευμένους χρηματοοικονομικούς και επενδυτικούς συμβούλους για λογαριασμό χρηματιστηριακής εταιρείας με έδρα στην αλλοδαπή, έψαχναν να βρουν ανθρώπους οι οποίοι είχαν χρήματα και τους έπειθαν να επενδύσουν σε χαρτοφυλάκια που θα τους απέφεραν υψηλά ποσοστά απόδοσης, μεταξύ των οποίων και σε bitcoin τα οποία ωστόσο δεν είχαν πραγματικό αντίκρισμα.
Ποτέ τα μέλη του κυκλώματος δεν είχαν συναντηθεί με τα υποψήφια θύματα τους, καθώς η επικοινωνία τους γίνονταν τηλεφωνικά ή με email. Mάλιστα για να μην γίνουν αντιληπτοί δήλωναν ψευδή στοιχεία για την έδρα της επιχείρησης τους, ενώ μετέφεραν συχνά το τηλεφωνικό κέντρο σε διαφορετικές διευθύνσεις της Αττικής.
Σε έρευνα που έγινε στην εταιρία, Βρέθηκαν και κατασχέθηκαν 7 κινητά τηλέφωνα, 2 σκληροί δίσκοι, φορητή μονάδα αποθήκευσης, καθώς και πλήθος εγγράφων και παραστατικών που σχετίζονται με την υπόθεση.
Επιπλέον, από κλιμάκιο του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε.), που συνέδραμε την έρευνα, διαπιστώθηκαν παραβάσεις της εργατικής νομοθεσίας και επιβλήθηκαν διοικητικά πρόστιμα 52.500 ευρώ.
Η Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος σχημάτισε δικογραφία κακουργηματικού χαρακτήρα εναντίον τριών υπηκόων Βουλγαρίας. Μέχρι στιγμής έχουν εξιχνιαστεί 11 περιπτώσεις απάτης, από τις οποίες τα μέλη του κυκλώματος άρπαξαν από τους ανυποψίαστους πολίτες 460.000 ευρώ.
Η διερεύνηση της υπόθεσης ξεκίνησε ύστερα από καταγγελίες, που περιήλθαν στη Διεύθυνση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος και σε άλλες αστυνομικές υπηρεσίες.
Ακολούθησε εξειδικευμένη και εμπεριστατωμένη αστυνομική και ψηφιακή έρευνα και ανάλυση των δεδομένων και στοιχείων της υπόθεσης, που είχε ως αποτέλεσμα τη διακρίβωση της εμπλοκής των κατηγορουμένων στην εγκληματική δραστηριότητα και τον εντοπισμό των χώρων – γραφείων που χρησιμοποιούσαν για τη δράση τους.