Η άγρια δολοφονία του συγγραφέα Μένη Κουμανταρέα αναβίωσε στην αίθουσα του Μικτού Ορκωτού Εφετείου της Αθήνας την Τετάρτη (23.09.2020).
Ο κορυφαίος συγγραφέας Μένης Κουμανταρέας δολοφονήθηκε τον Δεκέμβριο του 2014 στο σπίτι του στην οδό Ζακύνθου στη Κυψέλη. Για τη δολοφονία του έχουν καταδικαστεί, από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δύο άνδρες Ρουμανικής καταγωγής, ηλικίας σήμερα 30 και 33 ετών, σε ποινή ισόβιας κάθειρξης και τεσσάρων ετών ο καθένας.
Σήμερα (σ.σ. 23.09.2020), όπως και πρωτόδικα, οι δύο κατηγορούμενοι διά των συνηγόρων τους αρνήθηκαν τις κατηγορίες της ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και της απόπειρας ληστείας. Μάλιστα, ο δικηγόρος του 30χρονου κατηγορουμένου, Αλέξης Κούγιας, επικαλέστηκε έλλειψης δείγματος DNA στη σκηνή του εγκλήματος.
Πρώτος μάρτυρας κατέθεσε στο Δικαστήριο, φίλος και συνεργάτης του συγγραφέα, ο οποίος περιέγραψε τη σχέση του με το θύμα, καθώς και πως εκείνο το βράδυ τον εντόπισε νεκρό στο κρεβάτι του. Ο μάρτυρας μίλησε για στενή φιλική και επαγγελματική του σχέση με τον Μένη Κουμανταρέα, τον οποίο – όπως είπε – έβλεπε 3 με 4 φορές την εβδομάδα. Όπως αποκάλυψε, το θύμα γνώριζε τον πρώτο κατηγορούμενο για δέκα ίσως και περισσότερα χρόνια, ενώ και οι τρεις μαζί συχνά γευμάτιζαν ή έπιναν καφέ. Όπως τόνισε, θύμα και φερόμενος δράστης είχαν σχέση σεξουαλική – ερωτική και πνευματική. “Του έδινε χρήματα όταν τον συναντούσε. Ο κατηγορούμενος εξομολογούνταν στον Μένη τα προβλήματά του. Νομίζω ότι είχε γνωρίσει και την αδελφή του. Ο Μένης το 2010 είχε χάσει τη γυναίκα του….” ανέφερε μεταξύ άλλων.
Πρόεδρος: Πήγαιναν καλά τα πράγματα σε αυτή τη σχέση μέχρι τέλους;
Μάρτυρας: Όχι υπήρχαν κάποιοι διαξιφισμοί, κάποιες εντάσεις δεν ξέρω που οφείλονταν. Ο Μένης μού είχε πει ότι του τηλεφωνούσε ο κατηγορούμενος συνέχεια και του ζητούσε χρήματα και πως δεν ήξερε τι να κάνει. Του είπα να σταματήσει να τον συναντά”.
Αναφερόμενος στο βράδυ της δολοφονίας του συγγραφέα και για τη συνάντηση που ο ίδιος είχε μαζί του, ο μάρτυρας κατέθεσε στο δικαστήριο τα εξής: “Είχαμε συναντηθεί στις 8 το βράδυ για φαγητό κοντά στο σπίτι του. Εκεί ο Μένης μου είπε ότι είχε κάποια συνάντηση μετά, έλαβε τηλεφώνημα αλλά δεν ήταν ο πρώτος κατηγορούμενος. Μου είπε ότι θα ανέβαινε για λίγο στο σπίτι του για να πάρει τα φάρμακά του, ήταν άρρωστος έπασχε από καρκίνο. Την επόμενη εβδομάδα θα έμπαινε στο νοσοκομείο και δεν ήξερε αν θα έβγαινε… Ανέβηκε αλλά καθυστερούσε και εγώ ανησύχησα. Του τηλεφωνούσα αλλά δεν απαντούσε…”.
Συνεχίζοντας ο μάρτυρας αναφέρθηκε στις προσπάθειές του να βρει κλειδιά από το διαμέρισμα του λογοτέχνη από συγγενικά του πρόσωπα και περιέγραψε τα όσα είδε όταν ο ίδιος με ένα συγγενή του θύματος μπήκαν στο σπίτι της οδού Ζακύνθου: “Μόλις ανοίξαμε την πόρτα καταλάβαμε από την πρώτη στιγμή ότι κάτι είχε γίνει. Οι ντουλάπες ήταν ανοιχτές. Ο Μένης ήταν στο κρεβάτι νεκρός ανάσκελα, είχε αίματα στο πρόσωπο, στα χέρια…
Εισαγγελέας: Ο κατηγορούμενος ήξερε ότι το θύμα έβλεπε εν ζωή κι άλλους αλλοδαπούς;
Μάρτυρας: Ναι το γνώριζε ότι έδινε και σε άλλους χρήματα. Γνώριζα πως είχε χρήματα στο σπίτι αλλά δεν ξέρω πόσα, τα χρειάζονταν για τις θεραπείες του.
Ο φίλος του Μένη Κουμανταρέα επισήμανε στο τέλος της κατάθεσής του πως δεν θα μπορούσε να φανταστεί πως ο πρώτος κατηγορούμενος θα έφτανε σε ένα τέτοιο σημείο, όχι να σκοτώσει, όπως είπε, αλλά ακόμη και να σπρώξει έναν άνθρωπο στα 83 του, έναν άνθρωπος ο οποίος τον είχε βοηθήσει τόσες πολλές φορές. “Δεν γνωρίζουμε τα κίνητρα. Περίμενε με τον συγκατηγορούμενό του τέσσερις ώρες στο ισόγειο της πολυκατοικίας για να γυρίσει ο Μένης. Πράγμα που σημαίνει ότι το είχαν υπολογίσει. Οι δύο κατηγορούμενοι συναντήθηκαν και σχεδίασαν πως θα επιτεθούν….”.
Από την πλευρά τους, οι δικηγόροι υπεράσπισης τόνισαν πως ο μάρτυρας υπέπεσε σε αντιφάσεις καθώς στην αστυνομία είχε καταθέσει πως ο συγγραφέας και ο φερόμενος δράστης γνωρίζονταν μόνο τον τελευταίο χρόνο πριν από το έγκλημα.
Η δίκη συνεχιστεί στις 5 Οκτωβρίου.