Στελέχη από το Τμήμα Ασφαλείας Αμαρουσίου σε αστυνομική επιχείρηση που πραγματοποιήθηκε πρωινές ώρες της Τετάρτης (26.6.2019) σε περιοχές της Αθήνας, καθώς και στη Σκιάθο, με τη συνδρομή αστυνομικών της Ε.Κ.Α.Μ., της υπηρεσίας Ανάλυσης της Ασφάλειας Αττικής και της Διεύθυνσης Πληροφοριών, συνέλαβαν εννιά μέλη της συμμορίας (8 αλλοδαποί και ένας Έλληνας, ηλικίας από 29 έως 62 ετών).
Ως προς τον τρόπο δράσης τους ο εκπρόσωπος Τύπου της ΕΛ.ΑΣ. Θεόδωρος Χρονόπουλος ανέφερε ότι ασχολούνταν με διάπραξη κλοπών από αυτοκίνητα και τροχόσπιτα, με ιδιαίτερη προτίμηση αυτά των τουριστών. Κύριο μέλημά τους ήταν να μην αφήνουν ίχνη παραβίασης, είτε κάνοντας χρήση εξειδικευμένου ηλεκτρονικού εξοπλισμού (τηλεκοντρόλ), είτε με διάρρηξη και παραβίαση κλειδαριάς ή με τη θραύση τζαμιού.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα της οργανωμένης δράσης τους, ήταν η επιλογή του τομέα και του στόχου δράσης, η οποία δεν γινόταν τυχαία αλλά βάσει σχεδίου.
Συγκεκριμένα, Σαββατοκύριακα και αργίες, μετέβαιναν στην επαρχία με ενοικιαζόμενα αυτοκίνητα και διέπρατταν κλοπές, χωρισμένοι σε ομάδες. Κινούμενοι διαμετρικά αντίθετα, κατέληγαν σε χώρους όπου προσελκύουν μεγάλο αριθμό τουριστών όπως Καλαμπάκα – Μετέωρα, Καλαμάτα – Γιάλοβα – Θέατρο Αρχαίας Μεσσήνης – Καταρράκτες Χαραυγής, Άμφισσα – Δελφούς, Χαλκίδα – Δροσιά – Ιππόκαμπος – Αγία Άννα, Λαμία – Καμένα Βούρλα.
Στόχευαν κατά βάση τροχόσπιτα και αυτοκίνητα τουριστών, σταθμευμένα προσωρινά σε πολυσύχναστους υπαίθριους χώρους στάθμευσης, από τα οποία αφαιρούσαν ακόμα και ολόκληρες βαλίτσες.
Τι έκανε η σπείρα Δευτέρα – Παρασκευή
Τις καθημερινές, η πρώτη ομάδα, μετέβαινε με ενοικιαζόμενα αυτοκίνητα και διέπραττε κλοπές σε ακριβά – εύπορα προάστια της Αττικής (κυρίως Μαρούσι, Κηφισιά, Ερυθραία, Αγία Παρασκευή, Γλυφάδα, Σπάτα), κατά τις ώρες λειτουργίας των καταστημάτων, συνήθως έξω από πολυκαταστήματα, χώρους εστίασης, κεντρικές πλατείες, πλησίον χώρων ολιγόλεπτης στάθμευσης οχημάτων, ενώ η δεύτερη ομάδα, μετέβαινε με δίκυκλο και διέπραττε κλοπές στο κέντρο των Αθηνών (κυρίως Κολωνάκι, Ακαδημίας, Πλατεία Συντάγματος).
Σε αυτές τις περιπτώσεις ο στόχος τους ήταν κυρίως οχήματα που πραγματοποιούσαν ολιγόλεπτη στάση και ο ιδιοκτήτης είχε μέσα σε αυτά, τα προσωπικά του αντικείμενα, ενώ η επιλογή γινόταν κυρίως με βάση τον τύπο του οχήματος, εστιάζοντας είτε σε πολυτελή είτε σε εταιρικά αυτοκίνητα και την εμφάνιση του ιδιοκτήτη, επιδιώκοντας την ανεύρεση πολύτιμων αντικειμένων, μεγάλων χρηματικών ποσών, επαγγελματικών σακιδίων ή τσαντών.
Για τις μετακινήσεις τους και με σκοπό να μην κινούν εύκολα υποψίες, αλλά και κυρίως για να αποφύγουν το ενδεχόμενο επισήμανσης και εντοπισμού, χρησιμοποιούσαν ενοικιαζόμενα αυτοκίνητα της ίδιας εταιρείας ενοικιάσεως, με ιδιαίτερη προτίμηση σε δύο τύπους αυτοκινήτων.
Πώς δρούσαν
Σε σχέση με τον τρόπο δράσης (modus operandi) που χρησιμοποιούσαν για την παραβίαση των οχημάτων: προσέγγιζαν το όχημα, πάντα από την πλευρά του συνοδηγού, τη στιγμή που έφθανε στην περιοχή που επιτηρούσαν. Προσποιούμενοι πως μιλούσαν στο τηλέφωνο και έχοντας γυρισμένη την πλάτη τους προς το όχημα, προσπαθούσαν να κρατήσουν την “πετούγια” της πίσω πόρτας πατημένη τη στιγμή που ο ιδιοκτήτης κλείδωνε το όχημα, ώστε η πόρτα να παραμείνει ανοιχτή.
Στην δεύτερη περίπτωση, βρίσκονταν σε κοντινή απόσταση από το όχημα και την ώρα που ο οδηγός προσπαθούσε να το κλειδώσει με το “μπουτόν” του κλειδιού του, οι δράστες με τη χρήση δικού τους τηλεκοντρόλ (παρεμβολέα κεντρικού κλειδώματος και συστήματος συναγερμού) που ενεργοποιούσαν ακριβώς τη στιγμή που ο οδηγός πατούσε το δικό του, μπλόκαραν την ασφάλισή του,στην τρίτη περίπτωση, όταν το επέτρεπαν οι συνθήκες, προχωρούσαν σε διάρρηξη του οχήματος με τη θραύση φινιστρινιού ή με διάρρηξη κλειδαριάς.
Τη λεία τους, την αξιολογούσαν με την επιστροφή στα σπίτια τους και ακολούθως επικοινωνούσαν τηλεφωνικά με τους μόνιμους κλεπταποδόχους που χρησιμοποιούσε η συμμορία.
Η κάθε ομάδα, είχε συγκεκριμένο κλεπταποδόχο και μέσω διαδικτυακών εφαρμογών μηνυμάτων, συγκεκριμένο κάθε φορά μέλος, απέστελλε αρχικά φωτογραφίες των κλοπιμαίων και ακολουθούσε συνάντηση όπου παραδίδονταν τα κλεμμένα έναντι χρηματικού ανταλλάγματος, το οποίο ακολούθως μοιράζονταν με τα έτερα μέλη της ομάδας.
Όπως προκύπτει από τις ταυτοποιημένες περιπτώσεις κλοπών, η λεία υπερβαίνει το χρηματικό ποσό των 120.000 ευρώ για κάθε ομάδα, καθώς έχοντας διασφαλίσει ευχερή και ασφαλή διάθεση των κλοπιμαίων, τα μέλη τους, επιδίδονταν σε καθημερινή διάπραξη μεγάλου αριθμού κλοπών και συνεχή αναζήτηση θυμάτων.
Κοινά χαρακτηριστικά στοιχεία της δράσης των μελών και των δύο ομάδων ήταν:
Η προσήλωσή τους στο στόχο, δεδομένου ότι επί καθημερινής βάσεως ακολουθούσαν συγκεκριμένο πρόγραμμα, ανάλογα με τον τομέα δραστηριότητας. Όταν αφορούσε την Επαρχία, συναντιόντουσαν και ξεκινούσαν την παράνομη δράση τους νωρίτερα το πρωί, από ότι για την Αττική, διένυαν εκατοντάδες χιλιόμετρα για να φτάσουν στις πόλεις – στόχους που επέλεγαν, μετακινούνταν συστηματικά εκεί, ανεξαρτήτως συνθηκών, όπως αργίες, απεργίες κ.λπ.
Από τις έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της επιχείρησης, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν μεταξύ άλλων: 114 διαβατήρια, 31 ταυτότητες, 27 άδειες ικανότητες οδήγησης, 15 άδειες διαμονής, διαφόρων κρατών και προσώπων, 20.000 ευρώ και 2.000 ελβετικά φράγκα, πλήθος ηλεκτρονικών συσκευών (tablet, κινητά κ.λπ.) κ.α.
Από την μέχρι στιγμής έρευνα, έχουν ταυτοποιηθεί 79 περιπτώσεις κλοπών από οχήματα και με βάση τα ευρήματα εκτιμάται ότι ο αριθμός αυτός θα αυξηθεί κατά πολύ.