Γερή “μπάζα” φαίνεται πως έκανε η σπείρα με τους “πορτοφολάδες” των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς και… όχι μόνο, η οποία εξαρθρώθηκε από την ΕΛ.ΑΣ
Πολλές χιλιάδες ευρώ αλλά και δεκάδες κινητά και τάμπλετ βρέθηκαν στην κατοχή τους. Η αστυνομία μάλιστα την χαρακτηρίζεις ως μία από τις μεγαλύτερες υποθέσεις σε αυτό το πεδίο της εγκληματικής συμπεριφοράς.
Συνολικά συνελήφθησαν 31 άτομα, μέσα στα οποία ήταν και οι “αρχηγοί” του κυκλώματος. Ενδεικτικό του πόσο καλά οργανωμένοι ήταν και τι εύρος επιχειρήσεων ήταν, είναι το ότι υπολογίζεται είχαν “λάφυρα” γύρω στα 3.500 ευρώ την ημέρα και ότι σύνολο διέπραξαν πάνω από 4.000 κλοπές.
Τίποτα δεν άφηναν στην τύχη. Το πότε θα δράσουν, τι μεθόδους κάλυψης θα έχουν, ακόμα και το τι θα φοράνε για να είναι εναρμονισμένοι με το περιβάλλον, ήταν όλα προϊόν μελέτης και επεξεργασίας.
Η δράση τους λάμβανε χώρα τουλάχιστον την τελευταία δεκαετία σε ΗΣΑΠ και ΜΕΤΡΟ και είτε μοιράζονταν μεταξύ τους τα κλοπιμαία είτε τα διέθεταν σε κλεπταποδόχους.
Όπως ανέφερε στην επίσημη παρουσίαση από την Ελληνική Αστυνομία ο Διοικητής της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής, Υποστράτηγος Χρήστος Παπαζαφείρης:
“Ο απολογισμός της επιχείρησης είναι ενδεικτικός του μεγέθους του εγκληματικού δικτύου που εξαρθρώσαμε, καθώς περιλαμβάνει τριάντα μια (31) συλλήψεις μελών της οργάνωσης, μεταξύ των οποίων και τα αρχηγικά (στην πλειοψηφία τους αλλοδαποί υπήκοοι Αλβανίας) και είκοσι επτά (27) έρευνες σε οικίες στο κέντρο της Αθήνας και του Πειραιά.
Επιπλέον, από τη διερεύνηση της υπόθεσης, καταφέραμε να εξιχνιάσουμε (764) κλοπές πορτοφολιών, κατασχέσαμε (498) κλεμμένα πορτοφόλια και το χρηματικό ποσό των 9.500 ευρώ, ενώ ταυτοποιήσαμε και αναζητούμε άλλα δέκα οκτώ (18) μέλη της εγκληματικής οργάνωσης”.
Στην συνέχεια προσέθεσε ότι “θα ήθελα να τονίσω ότι η κλιμάκωση και η δυναμική της ερευνητικής διαδικασίας μας έδωσε τη δυνατότητα να διακριβώσουμε πλήρως όλα τα στοιχεία που συνθέτουν το ιδιαίτερο «προφίλ» της εγκληματικής αυτής οργάνωσης και κυρίως :
-τη μεθοδολογία που είχαν αναπτύξει και την υποδομή που διέθεταν,
-τον ιδιαίτερο τρόπο που επέλεγαν τον τόπο και τον χρόνο δράσης τους,
-την ενεργοποίηση τους σε ομάδες και υποομάδες, με προκαθορισμένους ρόλους και αλληλοκάλυψη,
-τους ενδυματολογικούς κανόνες που χρησιμοποιούσαν, ώστε να εναρμονίζονται με το γενικότερο περιβάλλον και το επιβατικό κοινό,
-τους τρόπους προσέγγισης των υποψήφιων θυμάτων τους και τις τεχνικές αφαίρεσης και άμεσης διοχέτευσης των κλοπιμαίων στους συνεργούς τους,
-τις μεθόδους αντιπαρακολούθησης και προστασίας που ελάμβαναν και
-την -κατά περίπτωση- διάθεση των κλοπιμαίων σε κλεπταποδόχους.
Συνοψίζοντας και αποτιμώντας τη δράση της εγκληματικής αυτής οργάνωσης, θα ήθελα να επισημάνω ότι διέθεταν τέτοια υποδομή και είχαν αναπτύξει τέτοιες πρακτικές που είχαν τη δυνατότητα να διαπράττουν καθημερινά τουλάχιστον (15) κλοπές πορτοφολιών, αποκομίζοντας ποσό που υπερβαίνει τα 3.500 €, ημερησίως.
Εκτιμούμε βάσιμα ότι τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης έχουν διαπράξει περισσότερες από 4.000 κλοπές πορτοφολιών με τα κέρδη από την πολύχρονη εγκληματική τους δραστηριότητα να ανέρχονται σε εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ.”
“Ξάφριζαν” κυρίως τουρίστες
Από την μεριά του ο εκπρόσωπος τύπου Ελληνικής Αστυνομίας κ. Θεόδωρος Χρονόπουλος τόνισε ότι το κύκλωμα δρούσε για χρόνια και ήταν καλά μελετημένο στην δράση του, ενώ κύριοι στόχοι του ήταν οι τουρίστες.
“Όπως προέκυψε από τη προανάκριση, οι συλληφθέντες είχαν συγκροτήσει εγκληματική οργάνωση, με διαρκή δράση τουλάχιστον την τελευταία 10ετια και διέπρατταν, επί καθημερινής βάσεως, κλοπές σε βάρος επιβατών του «ΜΕΤΡΟ» και του «Η.Σ.Α.Π.», από τους οποίους αφαιρούσαν πορτοφόλια ή άλλα αντικείμενα (π.χ. κινητά), ενώ στην συνέχεια διαμοίραζαν τα χρήματα μεταξύ τους, ή διέθεταν τα κλοπιμαία σε κλεπταποδόχους, αποκομίζοντας έτσι μεγάλα παράνομα οικονομικά οφέλη.
Οι περισσότερες κλοπές πορτοφολιών έχουν διαπραχθεί σε βάρος αλλοδαπών τουριστών διαφόρων εθνικοτήτων, από όλο τον κόσμο.
Αναφορικά με τον τρόπο δράσης της οργάνωσης (modus operandi), προέκυψε ότι τα μέλη της είχαν κατανείμει μεταξύ τους διακριτούς ρόλους, δρώντας μεθοδικά και οργανωμένα, ως ακολούθως :
Με αφετηρία κεντρικούς σταθμούς του «ΜΕΤΡΟ» και του «Η.Σ.Α.Π.» («Ομόνοια», «Ευαγγελισμός», «Μέγαρο Μουσικής», «Πανόρμου», «Σύνταγμα», «Μεταξουργείο», «Καλλιθέα»), ενώνονταν σε προκαθορισμένες ομάδες, συνήθως των (3) έως (10) ατόμων και εισέρχονταν σε συρμούς, δείχνοντας «ιδιαίτερη προτίμηση» στα δρομολόγια από και προς το αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος», όπου σημειώνεται η μεγαλύτερη κίνηση τουριστών.
Για να μην κινούν υποψίες, τηρούσαν συγκεκριμένους ενδυματολογικούς κανόνες, έτσι ώστε να προσαρμόζονται στις επικρατούσες συνθήκες και το περιβάλλον και να εκλαμβάνονται ως τουρίστες.
Αναλυτικότερα, μέλη της οργάνωσης κατά τη διάρκεια των δρομολογίων άλλαζαν συνεχώς συρμούς και βαγόνια, αναζητώντας κατά κύριο λόγο ανυποψίαστους τουρίστες ή ηλικιωμένους ή γενικότερα επιβάτες που είχαν το πορτοφόλι ή το κινητό τους σε τσέπη του παντελονιού τους.
Για την επίτευξη του σκοπού τους και προκειμένου να καλύπτουν τις κινήσεις των χεριών τους, χρησιμοποιούσαν ως προκάλυμμα εφημερίδες, χάρτες, τσαντάκια, σακάκια, ζακέτες και άλλα παρεμφερή αντικείμενα.
Επιπλέον, προκειμένου να μην γίνουν αντιληπτοί, αποσπούσαν την προσοχή του θύματος με τη δημιουργία τεχνητού συνωστισμού, από τη συμμετοχή άλλων μελών της ομάδας, έτσι ώστε ο ένας να δράσει με μεγαλύτερη ευκολία.
Πιο συγκεκριμένα τα μέλη της εκάστοτε ομάδας, περικύκλωναν το υποψήφιο θύμα και την στιγμή που ο ένας το έσπρωχνε, άλλο μέλος της ομάδας, συνήθως ο πιο «ελαφροχέρης», το προσέγγιζε και άρπαζε το πορτοφόλι, ή το κινητό του, χωρίς να γίνει αντιληπτός. Ταυτόχρονα, οι υπόλοιποι εγκλώβιζαν το θύμα, διασφαλίζοντας τη διαφυγή του δράστη.
Αυτός που αφαιρούσε το αντικείμενο το παρέδιδε άμεσα σε άλλο μέλος, και με αυτή την μορφή «σκυταλοδρομίας», ο τελευταίος απομακρυνόταν από το βαγόνι και αποβιβαζόταν στην επόμενη στάση, ενώ τα υπόλοιπα μέλη «σκόρπιζαν» σε διαφορετικές κατευθύνσεις.
Αφού απομακρύνονταν, ερευνούσαν τα πορτοφόλια αφαιρώντας από μέσα χρήματα κ.λπ. έγγραφα και στη συνέχεια τα απέρριπταν σε κάδους ή υπονόμους, κοντά στους σταθμούς και συνέχιζαν τη δράση τους.
Στη συνέχεια έτερα μέλη της οργάνωσης, με υποστηρικτικό ρόλο, έσπευδαν και παραλάμβαναν τα κλοπιμαία, έτσι ώστε αυτά να μην παραμένουν στην κατοχή των ομάδων «κρούσης», ελαχιστοποιώντας με τον τρόπο αυτό, τον εντοπισμό τους με τα κλοπιμαία, σε τυχόν γενόμενο αστυνομικό έλεγχο.
Κατόπιν, τα αρχηγικά μέλη καθόριζαν τα μερίδια που αντιστοιχούσαν για κάθε μέλος της ομάδας.
Όπως προέκυψε από την έρευνα, προκειμένου να ενισχύσουν περαιτέρω τη δράση τους, «προσλαμβάνονταν» προσωρινά περιφερειακά μέλη με βοηθητικό ρόλο, τα οποία λάμβαναν ως «ημερομίσθιο» περίπου 20-30 ευρώ, ανεξάρτητα των κλοπιμαίων που θα αποκόμιζαν.
Τα αρχηγικά μέλη της οργάνωσης είχαν αποφασιστικό ρόλο, καθορίζοντας την λειτουργία της οργάνωσης, ρυθμίζοντας τα επί μέρους θέματα σε όλα τα στάδια της εγκληματικής τους δραστηριότητας.
Συγκεκριμένα:
Ήταν υπεύθυνοι για «τη σύνθεση» των μελών της σπείρας που θα συγκροτούσαν κατά περίπτωση την «ομάδα κρούσης», αποφάσιζαν το «ωράριο δράσης», (κυρίως μεταξύ των ωρών αιχμής όπου παρατηρείται μεγαλύτερη επιβατική κίνηση), επέλεγαν τα δρομολόγια, όπου θα δρούσαν οι ομάδες, φροντίζοντας να καλύπτουν διαδρομές και στις δύο γραμμές του «ΜΕΤΡΟ», καθώς και την γραμμή του «Η.Σ.Α.Π.», έτσι ώστε να καλύπτεται όλο το δίκτυο και οι ομάδες να μην παραμένουν συνεχώς στο ίδιο σημείο, με κίνδυνο να επισημανθούν.
Επιπρόσθετα, τα μέλη της οργάνωσης, στο πλαίσιο του «επιχειρησιακού σχεδιασμού», φρόντιζαν έτσι ώστε οι ομάδες να επιχειρούν σε διαφορετικά σημεία και να μην αλληλοκαλύπτονται, εκτός περιπτώσεων που εντόπιζαν μεγάλα «γκρουπ» τουριστών, οπότε και συνέκλιναν στο «επίμαχο» σημείο.
Έχοντας γνώση των μεθόδων της αστυνομίας, λάμβαναν μέτρα αντιπαρακολούθησης, φροντίζοντας να παραμένουν αθέατοι σε «τυφλά» σημεία, που δεν καλύπτονται από κάμερες ασφαλείας, ώστε να μην καταγράφεται η συνεχής παρουσία τους σε συγκεκριμένο χώρο, ενώ η έξοδος από τους σταθμούς, γινόταν πάντα επιβλέποντας για τυχόν αστυνομική παρουσία, ώστε να απομακρυνθούν προσωρινά, ή και να αναστείλουν προσωρινά τη δράση τους.
Επίσης, σε όλα τα στάδια της παράνομης δράσης τους λάμβαναν ιδιαίτερα μέτρα προφύλαξης, ενώ για τις μεταξύ τους επικοινωνίες, χρησιμοποιούσαν κινητά τηλέφωνα καταχωρημένα σε ονόματα ανύπαρκτων αλλοδαπών, ασιατικής καταγωγής.
Αξίζει να σημειωθεί πως σε ορισμένες περιπτώσεις, επέκτειναν την παράνομη δραστηριότητά τους, επιλέγοντας να μετακινούνται ανά την επικράτεια σε τουριστικά νησιά τους καλοκαιρινούς μήνες, είτε σε αθλητικούς αγώνες, γιορτές και πανηγύρια, όπου συρρέει πλήθος κόσμου και παρατηρείται συνωστισμός”