Ο κατηγορούμενος, καταδικάστηκε από το Δικαστήριο για τα αδικήματα της ληστείας και της απόπειρας ανθρωποκτονίας κατά του φύλακα και δύο ειδικών φρουρών. Πρόκειται για τη περίφημη ληστεία όπου είχε τραυματιστεί ο ένας εκ των δραστών ο Γιάννης Δημητράκης.
Παράλληλα, κρίθηκε αθώος για τις υπόλοιπες έξι ληστείες για τις οποίες κατηγορήθηκε, αλλά και για τα αδικήματα της συγκρότησης οργάνωσης και του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος κι έτσι για ακόμη μία φορά η ελληνική Δικαιοσύνη αποδέχθηκε ότι δεν υπήρξαν ποτέ οι αποκαλούμενοι “ληστές με τα μαύρα”.
Το Δικαστήριο δεν αναγνώρισε ελαφρυντικό στο Μάριο Σεϊσίδη και δεν έδωσε αναστέλλουσα δύναμη στην έφεση. Ο κατηγορούμενος, ο οποίος συνελήφθη το περασμένο καλοκαίρι στη Λακωνία μαζί με τον Κώστα Σακκά, στην απολογία του δήλωσε περήφανος αναρχικός και μεταξύ άλλων είχε υποστηρίξει για τους περιβόητους “ληστές με τα μαύρα” ότι “οι κατασταλτικοί μηχανισμοί μαζί με μεγάλη μερίδα των Μ.Μ.Ε ξεκίνησαν ένα κυνήγι μαγισσών, δημιούργησαν διάφορα σενάρια περί ομάδας «τρομοκρατών» που δήθεν διαπράττει ληστείες για να χρηματοδοτήσει ενέργειες αντάρτικου πόλης. «Αστυνομικά και δημοσιογραφικά μυθεύματα που δεν είχαν καμία σχέση με την πραγματικότητα, επιχειρούσαν μια καλοσυντονισμένη κατασυκοφάντηση του α/α χώρου, του χώρου στον οποίο ανήκω κι εγώ».
Ο Κώστας Παπαδάκης, συνήγορος του Μάριου Σεϊσίδη, αμέσως μετά την ανακοίνωση της ετυμηγορίας τόνισε πως η απόφαση ελήφθη “χωρίς κανένας μάρτυρας να τον αναγνωρίσει και χωρίς κανένα άλλο στοιχείο, εκτός από το DNA του, που «ταυτοποιήθηκε» σε σημεία της διαφυγής των δραστών και του οποίου η διαδικασία λήψης, επεξεργασίας και ταυτοποίησης έχει επανειλημμένα καταγγελθεί ως παράνομη”.
Παράλληλα, ο κ. Παπαδάκης πρόσθεσε: “Διερωτάται κανείς ποιό θα ήταν το αποτέλεσμα εάν καταδικαζόταν και για τα άλλα εννέα κακουργήματα (έξι ληστείες κλπ) που είχαν αποδοθεί στους «ληστές με τα μαύρα», σενάριο που ακόμα και με τη σημερινή απόφαση κατέρρευσε οριστικά. Το μήνυμα ταύτισης των κατασταλτικών μηχανισμών, αστυνομικών και δικαστικών, στην ανάγκη αποκατάστασης του γοήτρου τους, που πληγώθηκε επανειλημμένα από τις προηγούμενες αθωώσεις, και εκδικητικότητας απέναντι σε μία αγέρωχη στάση του κατηγορουμένου – και του «άκρου» στο οποίο ανήκει, που οι μηχανισμοί νοιώθουν ως μόνο αντίπαλο – είναι σαφές και διαλύει κάθε αντίθετη αυταπάτη ως προς το ποιος είναι το κράτος και ποιος είναι ο στόχος του”.