Σοκ προκάλεσε έχει προκαλέσει στο πανελλήνιο η υπόθεση του βρέφους που βρέθηκε νεκρό σε ακάλυπτο χώρο πολυκατοικίας στη Νέα Σμύρνη στις 21 Απριλίου. Όπως είναι γνωστό οι αρχές εντόπισαν την 22χρονη φοιτήτρια που έφερε στον κόσμο και πέταξε το άτυχο αγοράκι, και εξέδωσαν ένταλμα σύλληψης εναντίον της με την κατηγορία της παιδοκτονίας.
Η είδηση προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις, συζητήσεις και αναλύσεις. Κάποιοι τάχθηκαν με σφοδρότητα εναντίον της νεαρής γυναίκας και κάποιοι άλλοι προσπάθησαν να δικαιολογήσουν την πράξη της.
Όμως, πώς βλέπουν οι ειδικοί αυτό το περιστατικό; “Είναι θλιβερό να χάνεται μια αθώα ανθρώπινη ζωή από την ίδια τη μητέρα του. Η πράξη αναμφίβολα είναι αποτρόπαια και απεχθής” επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Αλεξάνδρα Καππάτου, ψυχολόγος-παιδοψυχολόγος και συγγραφέας, αλλά τονίζει ότι κάθε συμβάν έχει πολλές αναγνώσεις, γι’ αυτό χρειάζεται ψυχραιμία και ακριβής αξιολόγηση των δεδομένων.
“Σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα που μας αφορά όλους”
Όπως εξηγεί, χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής τα εξής: Το κορίτσι αυτό κράτησε μυστική την εγκυμοσύνη από τους γονείς της. Ζούσε στο ίδιο σπίτι με την μητέρα της, η οποία τόσους μήνες δεν το κατάλαβε. Με το πατέρα της δεν είχε καμιά σχέση. Ο σύντροφός της εξαφανίστηκε λες και δεν είχε κάποια συμμετοχή. Δεν βρέθηκε κάποιος φίλος να τη συμβουλεύσει και να τη στηρίξει.
«Κανείς δεν γνώριζε, κανείς δεν πρόσεξε, πέρναγε απαρατήρητη; Έχουμε αναλογιστεί άραγε πώς ένιωθε κρατώντας αυτό το μυστικό, τι σκέψεις έκανε, ποια ήταν η ψυχολογική της κατάσταση. Αυτή η συγκλονιστική ιστορία αποτελεί ένα σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα που μας αφορά όλους. Το να λιθοβολείται ένα κορίτσι 22 χρονών αναρωτιέμαι που βοηθάει.
Το κορίτσι αυτό αναμφίβολα φέρει τεράστια ευθύνη. Μήπως όμως και το ίδιο είναι θύμα της ζωής της; Έχει να περάσει Γολγοθά συνειδητοποιώντας την πράξη της που αποτελεί μια εξαιρετικά τραυματική εμπειρία που, είναι πιθανό να επηρεάσει και να υποθηκεύσει καθοριστικά τη ζωή της. Νομίζω ότι κανείς δεν θα ήθελε κάτι τέτοιο ακόμα και αυτοί που είναι σφόδρα επικριτές», επισημαίνει.
“Η ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη προκαλεί σοβαρά προβλήματα”
Η ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη στην εφηβεία προκαλεί σοβαρά ιατροκοινωνικά και ψυχολογικά προβλήματα και καλό είναι να λειτουργούμε προληπτικά και να μην φτάνουμε σ αυτήν, τονίζει από τη μεριά του ο καθηγητής Ευθύμιος Δεληγεώρογλου, διευθυντής στη Β’ Γυναικολογική και μαιευτική κλινική στο Αρεταίειο πανεπιστημιακό νοσοκομείο.
Η ενημέρωση από την οικογένεια και το σχολείο οφείλει να είναι μια συνεχής διαδικασία, καθώς η εμπιστοσύνη στην οικογένεια δεν αποκτάται από την μια μέρα στην άλλη ή όταν την έχουμε ανάγκη, αλλά οικοδομείται από την πρώιμη παιδική ηλικία, συμπληρώνει και επισημαίνει: «Γεννήθηκε δολοφόνος μία κοπέλα που μόλις έκλεισε τα 20; Προφανώς και όχι. Οδηγήθηκε εκεί μέσα από το χάσμα έλλειψης ενημέρωσης και επικοινωνίας. Αισθάνθηκε μόνη σε έναν τεράστιο κόσμο που πιστεύει ότι αντί να την στηρίξει, είναι έτοιμος να την κατασπαράξει. Δεν πρέπει να υπάρχει φόβος σ αυτές τις περιπτώσεις. Ο φόβος είναι κακός σύμβουλος που οδηγεί σε παραβατικές συμπεριφορές και πράξεις»
“Έχουν υπάρξει παρόμοια περιστατικά”
Δυστυχώς, όπως επισημαίνουν οι επιστήμονες, ακόμα και σήμερα, αρκετά κορίτσια αντιλαμβάνονται την εγκυμοσύνη τους σε προχωρημένο στάδιο, όταν δεν μπορεί να γίνει τεχνητή διακοπή της κύησης και αναγκάζονται στις περισσότερες περιπτώσεις να κρατήσουν το παιδί που, υπό διαφορετικές συνθήκες, δεν θα ήταν επιλογή τους.
«Πολλά κορίτσια στην εφηβεία έχουν διαταραχές του κύκλου και έχουν μάθει να θεωρούν αυτές τις αλλαγές φυσιολογικές. Οπότε λόγω μη επαρκούς ενημέρωσης θεωρούν ότι μία καθυστέρηση μπορεί να μην είναι απαραίτητα και εγκυμοσύνη. Είχαμε περιστατικό μιας έφηβης, η οποία είχε παραπάνω κιλά, μεγάλωνε η κοιλιά της και κανείς από το περιβάλλον της ή η ίδια είχαν αντιληφθεί την εγκυμοσύνη. Μας ειδοποίησαν από μεγάλο νοσοκομείο καθώς η κοπέλα αυτή είχε προσέλθει εκεί με πόνο στη μέση, αλλά τελικά ήταν ετοιμόγεννη», αποκαλύπτει ο κ. Δεληγεώρογλου.
Η ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη στη χώρα μας συνήθως καταλήγει σε έκτρωση με την προϋπόθεση ότι η κύηση δεν έχει υπερβεί τους τρεις μήνες (12 εβδομάδες). Εάν η εγκυμονούσα είναι ανήλικη απαιτείται η έγγραφη συγκατάθεση των γονιών της ή του ενός εκ των δύο ή αυτού που έχει την επιμέλεια. Εάν έχει ενηλικιωθεί αποτελεί δική της απόφαση. Εάν η κύηση έχει συμπληρώσει τις 12 εβδομάδες απαγορεύεται από το νόμο να γίνει τεχνητή διακοπή της κύησης.
Όμως, πως πρέπει να αντιμετωπίζεται κατά τη γνώμη των ειδικών ένα περιστατικό ανεπιθύμητης κύησης από το ίδιο το κορίτσι αλλά κι από την οικογένεια και τον στενό περίγυρο; «Πρέπει να μιλήσει στη μάνα. Δεν υπάρχει καλύτερος σύμβουλος από τη μητέρα ακόμα κι αν το μορφωτικό της επίπεδο δεν είναι υψηλό. Η μητέρα σήμερα μπορεί να ζητήσει βοήθεια, σε δημόσιες δομές, πανεπιστημιακά νοσοκομεία όπως το Αρεταίειο και να βρει λύσεις που επιστημονικά και ψυχολογικά μπορούν να στηρίξουν την κόρη που κυοφορεί», εξηγεί ο κος Δεληγεώρογλου.
Συχνά στην ομάδα που καλείται να αντιμετωπίσει τέτοια περιστατικά υπάρχουν εκτός από τους ειδικούς γυναικολόγους, ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί, αλλά και ψυχίατρο.
“Οξύτατο πρόβλημα, που μας αφορά όλους”
Το πρόβλημα των ανεπιθύμητων κυήσεων στην Ελλάδα, παραμένει οξύτατο και υπάρχει αιτία γι’ αυτό, εξηγεί ο κ. Δεληγεώρογλου. Σύμφωνα με τον ίδιο η έλλειψη ενημέρωσης εφήβων και γονέων είναι η κύρια αιτία του προβλήματος, καθώς όπως λέει «δεν υπάρχει εμπιστοσύνη όλων των παιδιών προς τους γονείς τους και οι γονείς από την πλευρά τους εξακολουθούν να έχουν διαφορετική στάση απέναντι στα αγόρια και τα κορίτσια.
Οι ίδιοι γονείς ενθαρρύνουν το αγόρι να ξεκινήσει τη σεξουαλική του ζωή νωρίς και απαντούν στις ερωτήσεις του, ενώ εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν το κορίτσι με μεγαλύτερη επιφύλαξη. Συνήθως δεν απαντούν ξεκάθαρα στις ερωτήσεις του και ορισμένες μητέρες ακόμα και σήμερα λένε απλώς ότι είναι νωρίς για τέτοιες συζητήσεις και μεταθέτουν το πρόβλημα στο μέλλον. Αν ένα κορίτσι έχει φίλη τη μάνα του δεν θα εμπιστευθεί την κολλητή» καταλήγει.
Το γεγονός ότι υπάρχουν ακόμη ενήλικα παιδιά στη χώρα μας, τα οποία δεν μιλούν για τα πολύ προσωπικά τους ζητήματα στους γονείς, μπορεί να ξενίζει πολλούς, αλλά όχι τους ειδικούς.
“Σε αρκετές οικογένειες που θεωρούν ότι έχουν καλή επικοινωνία με τα παιδιά τους, ακόμη και στις μέρες μας, τα θέματα σχέσεων με το άλλο φύλο και του σεξ θεωρούνται δύσκολα ή ταμπού, με συνέπεια οι γονείς να μην είναι πρόθυμοι ή και να αποφεύγουν να τα συζητούν με τα παιδιά τους”, επισημαίνει η κ. Καππάτου και συμπληρώνει ότι σε μια απροσδόκητη κύηση προκαλούνται στο κορίτσι έντονα συναισθήματα φόβου ,άγχους , πίεσης, ντροπής και ενοχής.
«Ο τρόπος που θα το διαχειριστεί εξαρτάται από την ωριμότητα του ,τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του, τα βιώματά του και την ποιότητα της σχέσης με τους γονείς του. Οι γονείς είναι απαραίτητο να εμφυσήσουν στα παιδιά αίσθημα εμπιστοσύνης, δείχνοντας ότι είναι δίπλα τους ανοικτοί να συζητήσουν οτιδήποτε τα απασχολεί», εξηγεί.
“Ανύπαρκτη η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση”
Όπως αναφέρει η κ. Καππάτου, «η ενημέρωσή του παιδιού για το σώμα του και τη σεξουαλικότητα ξεκινά από την παιδική ηλικία και ολοκληρώνεται στην εφηβεία. Γίνεται σταδιακά έχοντας πάντα ως γνώμονα την ηλικία του παιδιού, το γνωστικό του υπόβαθρο και τη συναισθηματική του ωριμότητα. Μπαίνοντας στην εφηβεία το παιδί πρέπει να γνωρίζει από τους γονείς του, τις αλλαγές που συμβαίνουν στο σώμα του, την ανατομία των γεννητικών οργάνων, την φυσιολογία της ερωτικής πράξης, τον αυνανισμό, τις σεξουαλικώς μεταδιδόμενες λοιμώξεις και φυσικά τους τρόπους αντισύλληψης».
Έτσι, όπως αναφέρει, ο νέος μαθαίνει να σέβεται το σώμα του, ξεκινά τη σεξουαλική του ζωή μόνο όταν εκείνος είναι έτοιμος και όχι επειδή αισθάνεται πίεση από τους συνομηλίκους του, έχοντας πλήρη γνώση για τα μέτρα αντισύλληψης. Σε αυτή τη διαδρομή σημαντικό ρόλο εκτός από τους γονείς διαδραματίζει το σχολείο.
«Δυστυχώς μέχρι σήμερα δεν υπάρχει παρόμοιο μάθημα και όσες φορές έγιναν προσπάθειες από πλευράς πολιτείας προκάλεσαν μεγάλες αντιδράσεις. Αναμένουμε να υπάρξει μια πιο υπεύθυνη στάση προς το θέμα», τονίζει η κ. Καππάτου. Στο ίδιο μήκος κύματος και ο κ. Δεληγεώρογλου, ο οποίος λέει: «Δυστυχώς, το σχολείο που θα μπορούσε να παίξει σημαντικό ρόλο στην ουσιαστική εκπαίδευση των παιδιών για ζητήματα σεξουαλικής ζωής και αναπαραγωγής, δεν το κάνει».