Η κυρία Χριστοπούλου εξέφρασε την πεποίθηση πως η ίδια και ο σύζυγος της ζούνε από θαύμα. “Ο τελευταίος κάλυκας που βρέθηκε στο γκαράζ θα μπορούσε να είναι στην πλάτη μου. Τους χάλασε όμως την συνταγή η πόρτα που άνοιξε”, προσθέτοντας: “Παλεύαμε για τη ζωή, εκείνη τη στιγμή όλοι μου οι φόβοι ήταν εκεί μπροστά. Ο άνδρας μου προσπαθούσε να σώσει τη γυναίκα του, ως όφειλε. Από τότε με παρακολουθεί ψυχίατρος”.
Όπως και ο σύζυγος της, η Έλενα Χριστοπούλου περιέγραψε καρέ-καρέ την ένοπλη απόπειρα ληστείας σε βάρος τους: “Εκείνο το Σάββατο ήταν η τελευταία ημέρα μιας κουραστικής εβδομάδας. Κάναμε τη γνωστή διαδρομή για να φτάσουμε στο σπίτι. Ανοίγοντας την πόρτα του γκαράζ μας, ενώ εγώ μιλούσα στο τηλέφωνο άκουσα το σύζυγο μου να λέει ένα “ωχ”. Κοίταξα και είδα έναν άνθρωπο με μαύρη κουκούλα, σκούρα ρούχα και με πιστόλι. Κατάλαβα ότι ήρθε το τέλος της ζωής μας. Ο άνδρας μου κλείδωσε το αυτοκίνητο, πήγε να κάνει όπισθεν και εκείνη τη στιγμή θρυμματίστηκε το τζάμι και με χτύπησε η σφαίρα. Άνοιξα την πόρτα, τους ρώτησα “σας παρακαλώ τι θέλετε;” με σηκωμένα τα χέρια… Αυτός ο άνθρωπος μου έλεγε “σκύψε μέσα μέσα”.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Έσκυψα και αυτός ήταν από πάνω μου. Βιαιοπραγούσε εναντίον μου. Ήμουν πολύ φοβισμένη, δεν το έχω ξανανιώσει αυτό στη ζωή μου. Κάποια στιγμή ακούω τον άνδρα μου να λέει “όχι ρε π@στη στην καρδιά”. Εκεί σκέφτηκα ότι τον έχουν πυροβολήσει. Πίστευα ότι ο άνδρας μου είναι νεκρός. Τον τρίτο κατηγορούμενο τον είδα δευτερόλεπτα μετά την πρώτη πιστολιά, που έσπασε το τσάμι. Είχε καλυμμένο πρόσωπο και όπλο. Ήμουν από την αριστερή μεριά του αυτοκινήτου μας και βγήκα με ουρλιαχτά προς τη ράμπα.
Ήθελα να μαζευτεί κόσμος να μπορέσουμε να σωθούμε. Ανέβηκα πρώτη. Αφού ανέβηκα πάνω άκουγα κάποιες συγκεκχυμένες φωνές. Στο δρόμο προσπαθούσα να σταματήσω τα αυτοκίνητα. Κάποια στιγμή είδα τον άνδρα μου να αναβαίνει και είπα Παναγία μου μπορεί να σωθεί και αυτό μου έδωσε δύναμη”. Η μάρτυρας απαντώντας σε ερώτηση της υπεράσπισης ήταν σαφής πως οι δράστες είχαν ανθρωποκτόνο πρόθεση.