Η 30χρονη μητέρα περιγράφει τη ζωή της μέχρι τη στιγμή που το βρέφος της κάηκε ζωντανό. «Δεν έχω δύναμη να σας ικετεύσω για επιείκεια... Αποτολμώ να σας ζητήσω μόνο βοήθεια», αναφέρει. Περιγράφει μια ζωή γεμάτη στερήσεις, κακοποιήσεις και περιφρόνηση. Αποκαλύπτει πως αποπειράθηκε δύο φορές να αυτοκτονήσει.
«Δε γνωρίζω και δεν μπορώ να εξηγήσω πως συνέβη, με βασανίζει ο τρόπος που μπορεί να προκλήθηκε το αποτέλεσμα και φτιάχνω συνεχώς εικόνες και αλληλουχίες στο μυαλό μου».
Η 30χρόνη μητέρα η οποία το μεσημέρι κρίθηκε προφυλακιστέα με σύμφωνη γνώμη ανακριτή και εισαγγελέα στο πολυσέλιδο υπόμνημα της που κατέθεσε ενώπιον των δικαστικών αρχών, αποδίδει την συμπεριφορά της στο ζοφερό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγάλωσε και την κακοποίηση που υποστηρίζει ότι δέχθηκε από τον σύντροφο της θετής μητέρα της αλλά και τα ψυχικά προβλήματα που αντιμετωπίζει και τα οποία επιδεινώθηκαν μετά το θάνατο του δεύτερου μωρού της. «Η παιδική και εφηβική μου ζωή ήταν περίπλοκη και ταραχώδης. Το γεγονός της υιοθεσίας μου το έμαθα τυχαία σε ηλικία 17 ετών, μετά το θάνατό της θετής μου μητέρας» αναφέρει μεταξύ άλλων στο απολογητικό της υπόμνημα.
Προσπαθώντας να εξηγήσει πως συνέβη το κακό τονίζει «δεν ήμουν ικανή να διαχειριστώ την κατάσταση, δεν μπορούσα να τα ανταπεξέλθω στην σωστή ανατροφή του παιδιού μου».
Η 30χρόνη αφιερώνει μερικές μόνο παραγράφους για να περιγράψει τι συνέβη στο κοριτσάκι της.
Όπως λέει την Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου τάισε το μωρό, το έβαλε να κοιμηθεί στο ειδικό καθισματάκι του και το έδεσε!
Παράλληλα, αναφέρει πως την σόμπα την είχε αναμμένη και έφυγε, πιστεύοντας ότι θα έρθει ο φίλος να προσέχει το μωρό.
Αντίθετα, το μεγαλύτερο μέρος του υπομνήματος της αναλώνεται στο να περιγράψει τις συνθήκες της ζωής της, τις εφήμερες σχέσεις, την ανάγκη της να δημιουργήσει οικογένεια αλλά και τις κακές επιλογές συντρόφων.
Αναλυτικά τι αναφέρει στο υπόμνημά της η 30χρονη
«Η παιδική και εφηβική μου ζωή ήταν περίπλοκη και ταραχώδης. Το γεγονός της υιοθεσίας μου το έμαθα τυχαία σε ηλικία 17 ετών, μετά το θάνατό της θετής μου μητέρας.
Ήδη από την ηλικία των 15 είχα εγκαταλείψει οριστικά το σχολείο ήταν για εμένα μια αποκρουστική κατάσταση καθώς στις ανάγκες των μαθημάτων δεν μπορούσα να τα ανταποκριθώ ούτε στοιχειωδώς, ήμουν πάντα κάκιστη μαθήτρια.
Με τους συμμαθητές μου δε, δεν είχα ποτέ αναπτύξει σχέσεις, ήμουν αντικείμενο χλευασμού ήδη από το δημοτικό, έτσι προτιμούσα να μένω συνεχώς μόνη μου περιμένοντας απλά να περάσει η μέρα και γενικώς ήμουν πάντα στο περιθώριο του σχολικού περιβάλλοντος, από κάθε άποψη.
Η μητέρα μου, εν μέσω των επίμονων παρακλήσεων και βλέποντας και ότι για εμένα το σχολείο ήταν ένα καθημερινό βασανιστήριο και μια πνευματική και κοινωνική κατάσταση που δεν μου ταίριαζε και στην οποία δεν μπορούσα να ανταποκριθώ, μου επέτρεψε να το σταματήσω, αφού ήδη είχα μείνει στην ίδια τάξη λόγω απουσιών, γεγονός που με ανακούφισε πολύ τότε.
Η σχέση μου με τη μητέρα και την γιαγιά μου με τις οποίες μεγάλωσα ήταν εν πολλοίς διφορούμενη και περίπλοκη.
Στους συμμαθητές και δασκάλους μου φυσικά ήταν γνωστή η κατάσταση που επικρατούσε στο σπίτι μου, πράγμα που με έκανε να ντρέπομαι πολύ και επέτεινε την άρνηση μου να πηγαίνω σχολείο, η μητέρα μου δε, μου υπαγόρευε να παρουσιάζω τον εκάστοτε σύντροφό της που έμενε σπίτι μας ως «θείο» μου και έτσι εγώ στο δημοτικό, όταν έλεγα ότι παραδείγματος χάριν «εμένα θα έρθει να με πάρει ο θείος μου», εισέπραττα εμπαικτικά σχόλια όπως «ποιος από όλους τους θείους σου;» κλπ.
Εγώ γενικά είχα συνηθίσει να κρατώ μια απόμακρη στάση από όλα αυτά, γενικά δεν είχα εκρήξεις ως παιδί,δεν προσπαθούσα ούτε να δίνω εξηγήσεις ούτε προσπαθούσα ή ήλπιζα ότι θα βρεθεί κάποια λύση,αποδεχόμουν αμαχητί και με απάθεια κάθε εξέλιξη της ζωής μου.
Όταν ήμουν περίπου 14 ετών πέθανε η γιαγιά μου η οποία νοσούσε για χρόνια. Το ίδιο διάστημα, παράλληλα, νοσούσε και η μητέρα μου από ασθένεια βασανιστική και οδυνηρή η οποία αμέσως μετά το θάνατο της γιαγιάς μου, την ισοπέδωσε πλήρως. Έζησα αργά, βαθιά και έντονα όλη την περίοδο της φυσικής της εξαθλίωσης μέχρι το θάνατο.
«Αποπειράθηκα δύο φορές να αυτοκτονήσω»
Θυμάμαι να κοιμάμαι δίπλα της και να ξυπνάω συνέχεια μέσα στη νύχτα για να δω αν αναπνέει ακόμα η έχει πεθάνει. Είμαι βέβαιη ότι η ίδια επέλεξε να χειροτερέψει, αισθάνομαι πάντα ότι αφού έχασε τη μητέρα της δεν την ενδιέφερε η δική μου τύχη γιατί σε καμία περίπτωση δεν αισθανόταν την ίδια αγάπη για εμένα, έτσι ήταν επιθυμία της να καταρρεύσει και να πεθάνει εγκαταλείποντάς με.
Θυμάμαι σαν χθες τα αισθήματα οδύνης που με κυρίευσαν από αυτές τις διαδοχικές απώλειες, ακόμα όμως πιο ζωντανά αισθάνομαι τον πανικό και την απόγνωση που με κατέβαλε όταν στην ηλικία των 17 έμεινα παντελώς μόνη μου στη ζωή. Δύο φορές στην ηλικία εκείνη αποπειράθηκα να αυτοκτονήσω με κατανάλωση χαπιών και αλκοόλ, νοσηλεύτηκα και τις δύο φορές και ξεπέρασα τον κίνδυνο. Τότε την περίπτωση μου ανέλαβαν οι αρμόδιες αρχές και για ένα έτος περίπου, μέχρι την ενηλικίωση μου μεταφέρθηκα σε ορφανοτροφείο από όπου και αποχώρησα στην ηλικία των 18. Επειδή ούτε με σπουδές ασχολούμουν, ούτε ενδιαφέροντα, κοινωνικές σχέσεις, συγγενείς ή φίλους είχα, προσπάθησα να κάνω κάποιες περιστασιακές δουλειές, τις οποίες όμως δεν άντεχα, με έπιαναν κρίσεις πανικού και μετά από λίγες μέρες τις σταματούσα.
Η οικογένειά μου είχε αφήσει κάποια περιουσία, η οποία όμως λόγω των χρεών που είχε αφήσει η μητέρα μου, αλλά και του γεγονότος ότι στην νεαρή ηλικία που ήμουν προφανώς και δεν μπορούσα να την αξιοποιήσω σωστά εξαντλήθηκε στις ανάγκες της διαβίωσης μου, ενώ το διάστημα που ήμουν στο ορφανοτροφείο έγινε διάρρηξη στην οικία μου και αφαιρέθηκαν μεγάλης αξίας τιμαλφή και χρήματα. Ήμουν ωστόσο ένα κορίτσι που από την εφηβεία μου άρχισε να με ενδιαφέρει πολύ εξωτερική μου εμφάνιση και είχα αρχίσει να συνάπτω ερωτικές σχέσεις, άλλοτε κάποιος διάρκειας, άλλοτε εφήμερες. Στη διάρκεια των σχέσεων αυτών έπεσα πολλές φορές θύμα σωματικής κακοποίησης, ενώ η λεκτική και ψυχολογική βία είχε μάλλον γίνει από νωρίς συνήθεια, δομικό, σχεδόν, στοιχείο της ζωής και της προσωπικότητας μου.
Στο πρόσωπο του εκάστοτε συντρόφου, όσο πρόωρη ή ακατάλληλη και να ήταν η περίπτωση, έβλεπα πάντα τον μελλοντικό σύζυγο και πατέρα των παιδιών μου καθώς είχα έντονη την ανάγκη να δημιουργήσω οικογένεια και να αποκτήσω επιτέλους ένα κλοιό προστασίας στη ζωή μου, όμως σχεδόν όλες οι σχέσεις μου, μετά από κάποια περίοδο σαρκικών επαφών έληγαν χωρίς δική μου πρωτοβουλία παρά τις προσπάθειες και την ανοχή που έδειχνα. Έτσι το σκηνικό της εγκατάλειψης, της κακοποίησης και της υποτίμησης της νοητικής, ηθικής και σωματικής μου υπόστασης από τους γύρω μου ήταν πάντα παρών στη ζωή μου.
«Η κατάσταση της ψυχικής υγείας μου εκτροχιάστηκε μετά τον θάνατο του δεύτερου παιδιού μου»
Μετά από σχέση που είχαν συνάψει απέκτησα με τον τότε σύντροφό μου ένα παιδί εφτά ετών περίπου σήμερα το οποίο ζει μαζί του. Έπειτα, μετά από σοβαρή σχέση με άλλον άντρα, με τον οποίο επιθυμούσα να κάνω οικογένεια, αποκτήσαμε ένα κοριτσάκι, το οποίο δυστυχώς πέθανε από σύνδρομο αιφνίδιου βρεφικού θανάτου, το βρήκαμε ξαφνικά νεκρό στον ύπνο του τον Ιανουάριο του 2014 χωρίς να έχουμε κανένα προειδοποιητικό σημάδι. Η κατάσταση της ψυχικής υγείας μου τότε εκτροχιάστηκε πλήρως, με κατέβαλαν κρίσεις πανικού, μόνιμη θλίψη, απόγνωση, το απόλυτο ηθικό πνευματικό και ψυχικό σκότος. Η αιφνίδια απώλεια της κόρης μου, συμπλήρωσε την διαδοχή των ακραίων απωλειών στη ζωή μου και θεμελίωσε οριστικά το συναισθηματικό μου αδιέξοδο. Με την προτροπή και του συντρόφου μου επισκέφτηκα ψυχιάτρους, συγκεκριμένα στο Αιγινήτειο νοσοκομείο. Μου διέγνωσαν περίπου τέσσερις νόσους θυμάμαι, πέρα από την κατάθλιψη και τις κρίσεις πανικού, τις οποίες όμως δεν είμαι σε θέση να σας εκθέσω με ακρίβεια. Λάμβανα φαρμακευτική αγωγή για δύο χρόνια αν θυμάμαι καλά από το 2014 έως το 2016.
Επίσης, επισκέφτηκα, ελάχιστες φορές, το κέντρο ημέρας στο παλαιό Φάληρο που θυμάμαι ότι με εξέτασε μία γυναίκα ψυχίατρος, όλοι γιατροί μου τόνισαν ότι επιβάλλεται να παρακολουθούμαι συστηματικά και να λαμβάνω φαρμακευτική αγωγή. Έπειτα διέκοψα την φαρμακευτική αγωγή και την ιατρική παρακολούθηση καθώς μεσολάβησε και η τρίτη εγκυμοσύνη μου. Συγκεκριμένα, το άτυχο βρέφος μου το απέκτησα με σύντροφο με τον οποίο είχα σοβαρή σχέση περίπου πέντε μήνες πριν μείνω έγκυος. Το παιδί αυτό, θέλω να σας τονίσω κυρία πρόεδρε, ήταν καρπός συνειδητής επιλογής και επιθυμίας να δημιουργήσω οικογένεια με τον άνω σύντροφό μου, ο όποιος στα μάτια μου φάνταζε και πάλι ο παντοτινός μου σύζυγος, ο «σωτήρας» με τον οποίο θα είχα επιτέλους την ευκαιρία να αποκτήσω μία ευημερία και ισορροπία στη ζωή μου και να κάνω ό,τι μπορώ για να αποκτήσω μία οικογένεια με τέτοια θεμέλια.
«Με πίεζαν να κάνω έκτρωση»
Στην πορεία όμως εκδήλωσε έκρυθμες συμπεριφορές, αντιλήφθηκα ότι πάσχει από πολύ σοβαρές ψυχιατρικές διαταραχές και ότι του χορηγούνταν φαρμακευτική αγωγή. Παρόλα αυτά έδειξα ανοχή, δεν ήμουν διατεθειμένη να απολέσω την ευκαιρία που ένιωθα ότι δικαιούμαι στην οικογενειακή ζωή. Το οικογενειακό του περιβάλλον ήταν πολύ εχθρικό απέναντι μου, δεν μας επέτρεπε να κάνουμε οικογένεια, πράγμα που επηρέασε και τον ίδιο, υπέστην απαξίωση και εξευτελισμό από όλους και σε καθημερινή βάση με πίεζαν να κάνω έκτρωση. Δεν υπέκυψα όμως στις πιέσεις τους, ήμουν αποφασισμένη να κρατήσω το παιδί. Έπειτα ο άνω σύντροφος μου, με τον οποίο σήμερα δεν έχω καμία επαφή, με εγκατέλειψε οριστικά ενώ ήμουν σε κατάσταση εγκυμοσύνης, ενώ δεν είχα δυνατότητα να υποβληθώ σε προγεννητικό έλεγχο και παρακολούθηση από γυναικόλογο. Έκτοτε, μέσα στο γνώριμο κλίμα της εγκατάλειψης και της ανασφάλειας συνέχισα την μοναχική πορεία μου. Έφερα στον κόσμο το βρέφος μου, σε μία περίοδο που αισθανόμουν συναισθηματικά κατακρεουργημένη. Δεν μπορώ να μην παραδεχτώ ότι η καθημερινότητά μου, ειδικά μετά τη γέννηση της κόρης μου, ήταν βασανιστική και αντιμετώπιζα σοβαρή δυσκολία να ανταπεξέλθω. Δεν είχα, ούτε έχω, ικανότητα να εργαστώ, τα απολύτως απαραίτητα εξασφαλίζω από ένα μίσθωμα που λαμβάνω περί τα 200 € από διαμέρισμα που εκμισθώνω στη Βάρκιζα. Η οικία μου ήταν πολύ ακατάστατη και βρώμικη, τα παράθυρα τα ήθελα πάντα κλειστά, ντρεπόμουν για αυτή την άθλια κατάσταση και δεν ήθελα κανείς να μπαίνει μέσα, αλλά δεν μπορούσα να ασχοληθώ και με το θέμα αυτό. Δεν έχω κανένα συγγενή, ούτε φίλους, ζούσα πλήρως απομονωμένη. Δεν είχα ποτέ βοήθεια από κανέναν, κανείς δεν έδειξε ενδιαφέρον και η αλήθεια είναι ότι ούτε το ζήτησα. Ούτε από τους γείτονες που ήξεραν ότι η κατάσταση της ζωής μου έχριζε υποστήριξης και τους οποίους βλέπω να βγαίνουν συνεχώς στα μέσα μαζικής ενημέρωσης αυτές τις ημέρες μετά το τραγικό συμβάν, να επιχειρούν τον κανιβαλισμό της περίπτωσης μου, να αναμασούν ανακρίβειες, κακοήθειες και κριτική. Πράγματι από τη γέννηση της και μετά κι ενώ ο πατέρας της είχε εξαφανιστεί, με κυρίευαν κρίσεις πανικού καθημερινά, ψυχικές εξάρσεις, καταθλιπτικά επεισόδια σε μόνιμη βάση κι άλλα τα οποία δεν έχω τις τεχνικές γνώσεις να εκθέσω ώστε να σας περιγράψω την κατάσταση της ψυχικής μου υγείας. Δεν ήμουν ικανή να διαχειριστώ την κατάσταση. Δεν μπορούσα να τα ανταπεξέλθω στην σωστή ανατροφή του παιδιού μου. Μετά βίας κατάφερνα να προμηθευτώ τα βασικά είδη διατροφής του. Πολύ συχνά το άκουγα να κλαίει, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα, το τάιζα, το κρατούσα, προσπαθούσα να τον κοιμίσω, δε σταματούσε, δεν ήμουν ικανή ούτε να το ηρεμήσω. Πώς θα μπορούσα άλλωστε εγώ να μεταδώσω σε αυτό θαλπωρή και ασφάλεια ενώ η βρεφική του ψυχή αισθανόταν μια ταραγμένη ανάσα πάνω του και μια βεβιασμένη αγκαλιά να το κρατά με απελπισία;
Την Τετάρτη 27/2 ήθελα να βγω από το σπίτι. Θυμάμαι τις κινήσεις που έκανα σχεδόν μηχανικά κάθε φορά πριν φύγω. Τάισα το μωρό και το έβαλα να κοιμηθεί στο ειδικό καθισματάκι του, το οποίο τοποθέτησα πάνω στο κρεβάτι, αφού του είχα περάσει τους προστατευτικούς ιμάντες ώστε να μην κάνει απότομη κίνηση στον ύπνο του και πέσει. Την σόμπα την είχα σχεδόν συνεχώς αναμμένη στο υπνοδωμάτιο για να ζεσταίνεται αλλά χωρίς να ακουμπάει κάπου, σε απόσταση από αντικείμενα, κλινοσκεπάσματα κλπ. Το ίδιο έκανα και εκείνο το απόγευμα. Σε καμία περίπτωση δεν είχα πιστολάκι αναμμένο, ποτέ δεν είχα κάνει κάτι τέτοιο γιατί κανένας λόγος δεν υπήρχε. Προφανώς και, παρά την κατάσταση μου, μπορούσα να διακρίνω ότι ένα πιστολάκι δεν μπορούσε να θερμάνει το χώρο, παρά μόνο να προκαλεί πολύ θόρυβο και ακραίο κίνδυνο. Πριν φύγω μετά τις οκτώ παρά το απόγευμα, θυμάμαι ότι είπα στον πρώην σύντροφο μου να έρθει να κρατήσει τη μικρή μέχρι να γυρίσω. Δε μου δήλωσε ότι θα έρθει, δεν έδωσα όμως βάση, θεώρησα ότι ως συνήθως θα έρθει άμεσα αφού του είπα ότι φεύγω και ότι σε κάθε περίπτωση ήταν η ώρα του να περάσει από το σπίτι. Έλειψα μέχρι την μία τα ξημερώματα περίπου, σκέφτηκα ότι θα καθυστερήσει αλλά όπως και να είχε ο πρώην σύντροφος μου θα είχε επιστρέψει και δε με κάλεσε γιατί δεν είχε κάποιο πρόβλημα. Όταν ανέβηκα στο διαμέρισμα και άνοιξα την πόρτα αντίκρισα πολύ πυκνούς καπνούς. Προσπάθησα να μπω μέχρι το υπνοδωμάτιο, δεν μπορούσα καν να δω ούτε να αναπνεύσω από τους καπνούς, πνιγόμουν, ο χώρος ήταν απροσπέλαστος από τα τοξικά αέρια. Θυμάμαι ότι κατέβηκα ουρλιάζοντας, ο σύντροφος μου ήταν ακόμη από κάτω του ζήτησα βοήθεια, ανεβήκαμε μαζί πάλι αλλά ήταν αδύνατον και γι’ αυτόν να επέμβει.
Κάλεσα αμέσως την πυροσβεστική, κατέφτασε σύντομα αλλά ήταν πολύ αργά για την μικρή μου κόρη. Η κόρη μου δεν περπατούσε ακόμη, δε γνωρίζω και δεν μπορώ να εξηγήσω πως συνέβη, με βασανίζει ο τρόπος που μπορεί να προκλήθηκε το αποτέλεσμα και φτιάχνω συνεχώς εικόνες και αλληλουχίες στο μυαλό μου. Μπορεί δε να κριθεί ηθικά φρόνιμο και δίκιο ότι δεν δικαιούμαι άλλη ευκαιρία στην μητρότητα και στην οικογένεια. Επιθυμώ όμως και αξιώνω, δεδομένης της νεαρής μου ηλικίας μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή και την κοινωνική επανένταξη προκειμένου να επέλθει, υποτυπωδώς, η εξιλέωση μου. Σαφώς κατανοώ ότι χρειάζομαι υποστήριξη μετά τα νοσηρά συμβάντα και την κορυφαία ηθική διανοητική και ψυχική διατάραξη της ζωής μου, φρονώ δε όμως ότι σκοπός της έννομης τάξης ομοίως και στην περίπτωση μου, δεν είναι ο ολοκληρωτικός αποκλεισμός μου από την κοινωνία αλλά η «επιστροφή» μου σε αυτήν ως χρηστό μέλος της.
«Μόνιμη συνοδοιπόρος της ζωή μου η λέξη “απώλεια”»
Κυρία Πρόεδρε, στη ζωή μου βρίσκομαι αγκαλιά και συνοδοιπόρος με μία λέξη: απώλεια. Απώλεια της μητέρας μου, απώλεια της αγνότητας και της παιδικής αθωότητας, απώλεια της οικογενειακής γαλήνης, απώλεια της φυσιολογικής κοινωνικής ζωής και την τραγικότερη όλων- το μεγάλο μου τραύμα μέχρι την περασμένη Τετάρτη. Απώλεια παιδιού. Με την φτωχή και ανεπεξέργαστη σκέψη μου ήλπιζα πάντοτε ότι αυτή η αλληλουχία μαύρου στη ζωή μου θα σταματούσε αλλά πλανεύτηκα. Χάνω και την μονάκριβη μου κόρη. Το παιδί μου κάηκε επειδή εγώ που προσπάθησα να το ζεστάνω δεν είχα την συγκρότηση να προβλέψω το αποτέλεσμα. Ασφαλώς παίρνω όλη την ευθύνη γι’ αυτό που συνέβη. Σήμερα περνώ το κατώφλι και της δικαιοσύνης. Κινδυνεύω να βιώσω άλλη μία μαύρη εμπειρία που δεν είχα ποτέ σκεφτεί, την φυλακή. Ενώπιόν σας που βρίσκομαι τώρα αντιλαμβάνομαι ότι βρίσκομαι για αυτόν το λόγο. Στη δική μου ψυχή η τιμωρία μου όμως δεν διανοούμαι ότι θα είναι η κράτηση μου. Θα ήταν πολύ φτηνό αυτό για να εξιλεωθώ. Η εσωτερική μου συντριβή, το βαθύ μου πένθος δε συγκρίνονται ούτε με πέντε φορές ισόβια. Κι ας ξέρω μέσα μου ότι αυτό που συνέβη βρίσκεται στα όρια του τυχαίου. Ας γνωρίζω ότι ακόμα και ο νόμος σε τέτοιες περιπτώσεις- στην απώλεια οικείων-αναγνωρίζει την συντριβή και δεν τιμωρεί. Δεν έχω δύναμη να σας ικετεύσω για επιείκεια. Σας ζητώ να αναγνωρίσετε ένα ολομόναχο και κατατρεγμένο κορίτσι που δεν τα καταφέρνει σε αυτή τη ζωή. Αποτολμώ να σας ζητήσω μόνο βοήθεια. Έχετε αντιληφθεί ότι στα 30 μου χρόνια δεν την είχα ποτέ και από κανέναν. Το βίωμα μου μονίμως ήταν να μου συμβαίνει κάτι χειρότερο από πριν-σαν ένα λάκτισμα- να με στείλει πιο κάτω, να με αποδομήσει και να με συντρίψει. Δεν έχει μείνει όμως άλλη ύλη να συντριβεί. Λίγη ψυχή μόνο αλλά κι αυτήν την αναζητώ.».