Στις εκλογές ως επί το πλείστον ρυθμιστές είναι οι αναποφάσιστοι και η απόφασή τους παίζει καταλυτικό ρόλο στην διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος. Το ποσοστό τους στις δημοσκοπήσεις είναι πάντοτε μεγάλο ακόμα και λίγες ημέρες πριν οδηγηθούμε στις κάλπες.
[read4more]
Η στάθµη αυτής της εκλογικής δεξαµενής, παρότι βρισκόµαστε µόλις δύο εβδοµάδες πριν από τις εκλογικές αναµετρήσεις της 26ης Μαΐου, βρίσκεται σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα, σε ορισµένες µάλιστα έρευνες ακουµπά το 20%, καθιστώντας έτσι παρακινδυνευµένη κάθε εκτίµηση του αποτελέσµατος. Τα ποσοστά των αναποφάσιστων µάλιστα, σύμφωνα με όσα αναφέρει ρεπορτάζ της εφημερίδας Έθνος της Κυριακής, δεν δείχνουν να µειώνονται, παρά το γεγονός ότι η πόλωση φτάνει στα άκρα, όπως φάνηκε και στην αντιπαράθεση του Αλέξη Τσίπρα και του Κυριάκου Μητσοτάκη στη συζήτηση για την παροχή ψήφου εµπιστοσύνης στη Βουλή.
Σύµφωνα µε τη δηµοσκόπηση που διενήργησε η Alco και παρουσίασε το βράδυ της Πέµπτης ο τηλεοπτικός σταθµός OPEN, το προφίλ της ζώνης της αδιευκρίνιστης ψήφου είναι σαφέστατο: ένα πολύ µικρό ποσοστό αποτελείται από ψηφοφόρους της Νέας ∆ηµοκρατίας – κάτι που εξηγεί και τον υψηλό βαθµό συσπείρωσης που εµφανίζει το κόµµα της αξιωµατικής αντιπολίτευσης- περισσότεροι από τους µισούς ανήκουν στον χώρο του Κέντρου και της Αριστεράς, ενώ το σηµαντικότερο κοµµάτι αυτού του τµήµατος είναι πρώην ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ, εύρηµα που δικαιολογεί την εξαιρετικά χαµηλή συσπείρωση του κυβερνώντος κόµµατος.
Το στοίχηµα του προσεταιρισµού των αναποφάσιστων έχει κοµβική σηµασία και για τον ΣΥΡΙΖΑ και για τα υπόλοιπα κόµµατα, πόσο µάλλον που το ποσοστό των πολιτών που εκφράζουν απογοήτευση, επιλέγοντας το λευκό και την αποχή, ή που δηλώνουν ότι δεν έχουν ακόµα αποφασίσει προς τα πού θα «κλίνουν» εκτινάσσεται στο 34%. Ενδιαφέρον παρουσιάζει, επίσης, ότι το µεγαλύτερο ποσοστό αναποφάσιστων είναι πάνω από 45 ετών, ενώ υπάρχει και ελαφρύ προβάδισµα του γυναικείου φύλου.
Ποια τα κριτήρια της ψήφου
Τα κριτήρια της ψήφου της συγκεκριµένης εκλογικής «δεξαµενής» δεν είναι εύκολο να διερευνηθούν, έχουν ωστόσο ιχνηλατηθεί από παλαιότερη έρευνα που έχει διενεργηθεί για λογαριασµό του «Εθνους της Κυριακής».
Συγκεκριµένα στη δηµοσκόπηση της Κάππα Research που έγινε τον ∆εκέµβρη του 2018 µε το ποσοστό των αναποφάσιστων να βρίσκεται στο 21,1%, λίγο υψηλότερα δηλαδή από το 17,8% που το «βλέπει» η έρευνα της Alco, αναλύεται µε διεξοδικό τρόπο η προσέγγιση των «αναποφάσιστων» απέναντι στα δύο κόµµατα που διεκδικούν την πρωτιά στις εκλογές, δηλαδή τον ΣΥΡΙΖΑ και τη Νέα Δηµοκρατία.
Εκεί αναδείχθηκε κατ’ αρχάς το στοιχείο της συνολικής αποτίµησης της πολιτικής παρουσίας των δύο κοµµάτων στο πολιτικό σκηνικό. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 61% των αναποφάσιστων που ρωτήθηκαν γιατί δεν θα ψηφίσουν τη Νέα ∆ηµοκρατία απάντησαν ότι θα είναι αρνητικοί γιατί «αποτελεί µέρος του παλιού πολιτικού συστήµατος». ∆ηλαδή για ένα σηµαντικό κοµµάτι αυτών των ψηφοφόρων «µετράει» η εµπλοκή της Νέας ∆ηµοκρατίας στην πολιτική των µνηµονίων, ενώ η στάση τους σαφώς επηρεάζεται και από τα ζητήµατα που έχουν αναδειχθεί και αφορούν φαινόµενα διασπάθισης δηµόσιου χρήµατος, όπως το σκάνδαλο της Novartis, τα δάνεια Ν∆ – ΠΑΣΟΚ και άλλα.
Είχαν προσδοκίες, αλλά…
Στην αντίστοιχη ερώτηση σχετικά µε τον ΣΥΡΙΖΑ, το 50% των αναποφάσιστων δήλωσε ότι δεν θα τον επιλέξει γιατί «δεν τήρησε τις προεκλογικές του δεσµεύσεις», εύρηµα που επαληθεύει την εκτίµηση ότι σηµαντικό µέρος των αναποφάσιστων ανήκουν στην πολιτική σφαίρα επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ, αφού εµµέσως δηλώνουν ότι είχαν προσδοκίες από τις προεκλογικές δεσµεύσεις του κυβερνώντος κόµµατος. Τα δύο κόµµατα πάντως φαίνεται να πληρώνουν και επιλογές µεµονωµένων στελεχών τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην έρευνα της Κάππα Research καταγράφηκε το στοιχείο του ότι οι αναποφάσιστοί θα γυρίσουν την πλάτη στη Ν∆ κατά 41% και στον ΣΥΡΙΖΑ κατά 38% επειδή «δεν µε εκφράζουν πολλά στελέχη του». Ειδικά για τη Νέα ∆ηµοκρατία είναι υψηλό το ποσοστό (37%) των αναποφάσιστων που δεν θα την επιλέξει γιατί «δεν µε εµπνέει η ηγεσία του Κυριάκου Μητσοτάκη».
Καταλυτικός ο ρόλος του ηγέτη
Αντίστοιχα στους αναποφάσιστους που δεν θα διαλέξουν τον ΣΥΡΙΖΑ το ποσοστό που δηλώνει πως «δεν µε εµπνέει η ηγεσία του Αλέξη Τσίπρα» είναι αισθητά µικρότερο (21%). Αρνητικός είναι ο αντίκτυπος που προκαλεί η ακολουθούµενη εξωτερική πολιτική, άρα και η Συµφωνία των Πρεσπών, καθώς σε αυτή αντιτίθεται το 29% των συγκεκριµένων ψηφοφόρων, σε αντίθεση µε τη Ν∆, όπου το αντίστοιχο ποσοστό είναι στο 12%. Ολα τα παραπάνω ποιοτικά στοιχεία ενισχύουν την πεποίθηση ότι το µεγαλύτερο µέρος των αναποφάσιστων έχουν υπάρξει έστω µία φορά ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ που αποσυσπειρώθηκαν, επειδή οι προσδοκίες που έτρεφαν διαψεύσθηκαν ή λόγω των διαφωνιών τους µε όψεις της κυβερνητικής πολιτικής. Η αποκόλλησή τους από τη ζώνη της αδιευκρίνιστης ψήφου αποτελεί το µεγαλύτερο στοίχηµα για την κυβέρνηση, αφού από την τελική εκλογική συµπεριφορά αυτών των ακροατηρίων θα κριθεί και το αποτέλεσµα της ευρωκάλπης.
Προεκλογικός πυρετός στα κόμματα
Πυρετός επικρατεί στα εκλογικά επιτελεία, καθώς Κουµουνδούρου, Πειραιώς και Χαριλάου Τρικούπη κατανοούν ότι η αποκωδικοποίηση του προφίλ και των προθέσεων των αναποφάσιστων µπορεί να κρίνει και τις τελικές εκλογικές συµπεριφορές τους. Στον ΣΥΡΙΖΑ υπάρχει αισιοδοξία και µόνο από το ότι σε αυτήν τη χρονική περίοδο το ποσοστό των αναποφάσιστων είναι σε υψηλά επίπεδα. Το γεγονός ερµηνεύεται κατ’ αρχάς ως ένδειξη αδυναµίας της Νέας ∆ηµοκρατίας να δηµιουργήσει ένα ρεύµα υπέρ των θέσεών της. Παράλληλα θετικά αποτιµάται η πολιτική καταγωγή αυτού του χώρου, αφού στην Κουµουνδούρου θεωρούν ότι πρόκειται για πολίτες που τουλάχιστον µία φορά έχουν ψηφίσει τον ΣΥΡΙΖΑ.
Θεωρούν, συνεπώς, ότι ο «επαναπατρισµός» των συγκεκριµένων εκλογικών κοινών µπορεί να πραγµατοποιηθεί και θεωρούν «όπλο» τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού για 13η σύνταξη, την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης και τις φορολογικές ελαφρύνσεις που ανακοινώθηκαν. Το τελευταίο θεωρείται ιδιαίτερου βάρους, καθώς υπάρχει η εκτίµηση ότι µεγάλο τµήµα των αναποφάσιστων ανήκει στη µεσαία τάξη, που προσδοκά ελάφρυνση από τα φορολογικά βάρη που προσέθεσε η κρίση. Αντίστοιχα στην Πειραιώς κυριαρχεί η εκτίµηση ότι η «παράσταση νίκης», η αίσθηση δηλαδή ότι ένα κόµµα θα κερδίσει τις εκλογές, είναι καθοριστικό στοιχείο για να διεισδύσει στον χώρο των αναποφάσιστων.
Οι πολίτες που έχουν δισταγµούς εκτιµούν ότι έλκονται από το κόµµα που πιστεύουν ότι αποτελεί πλειοψηφικό ρεύµα. Στη Νέα ∆ηµοκρατία, πάντως, θεωρούν ότι πρέπει να διατηρήσουν πάση θυσία ανοιχτό το «µέτωπο» απέναντι στη χαλαρή ψήφο και την αποχή. Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, ο Κυριάκος Μητσοτάκης κλείνει συνήθως τις οµιλίες του µε την επωδό ότι η ψήφος σε άλλα κόµµατα πλην Ν∆ είναι «χαµένη ψήφος».
Τέλος, το ΚΙΝΑΛ εστιάζει την πολιτική του τακτική στην «κόπωση» των ψηφοφόρων από τον πολωµένο χαρακτήρα της πολιτικής αντιπαράθεσης. Ειδικά όµως για τους αναποφάσιστους θεωρεί ότι µπορεί να αναδειχθεί σε «ιδανική τρίτη λύση», ιδίως εφόσον πείσει ότι θα λειτουργήσει ως παράγων ισορροπίας στο µετεκλογικό σκηνικό. Το γεγονός άλλωστε ότι η πλειοψηφία των αναποφάσιστων υπήρξε στο παρελθόν εκλογική βάση του ΠΑΣΟΚ οδηγεί τα στελέχη του Κινήµατος Αλλαγής στην εκτίµηση ότι στο παιχνίδι της διεκδίκησης των απογοητευµένων ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ διαθέτουν τον πρώτο λόγο.
Πηγή: Εφημερίδα Έθνος της Κυριακής