Εκπλήσσοντας τους πάντες, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος βγήκε από το υπουργικό συμβούλιο και ανακοίνωσε στους δημοσιογράφους οτι η ελληνική κυβέρνηση στις 14 Ιανουαρίου θα παρίσταται στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης, στο πλευρό των Διστομιτών.
Ετσι, η ελληνική κυβέρνηση θα ασκήσει τη δυνατότητα παρέμβασης στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης στην εκκρεμή διαφορά Γερμανίας-Ιταλίας για καταβολή αποζημιώσεων λόγω των σφαγών και των καταστροφών κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής.
Με τον τρόπο αυτό η κυβέρνηση παραστέκεται στους κατοίκους του μαρτυρικού Διστόμου που ενώ είχαν δικαιωθεί από ελληνικά και ευρωπαϊκά δικαστήρια στα αιτήματά τους για καταβολή αποζημιώσεων, δεν μπορούσαν να εκτελέσουν την απόφαση κατάσχεσης κρατικής γερμανικής περιουσίας.
Ετσι, οι κάτοικοι του Διστόμου υποχρεώθηκαν να προσφύγουν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης μαζί με την Ιταλία, η οποία είχε στραφεί κατά της Γερμανίας για ζημιές που υπέστη και εκείνη από τους ναζί στη διάρκεια του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς το εν λόγω Δικαστήριο δικάζει μόνο διαφορές μεταξύ κρατών.
Υπό αυτή την έννοια η ελληνική κυβέρνηση πραγματοποιεί επίσημη παρέμβαση, με την πρωτοβουλία που ανελήφθη από τον Πρωθυπουργό.
Την ημέρα εκείνη (14/01) εκπνέει η προθεσμία για να κάνει παράσταση το ελληνικό κράτος στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, όπου έχει προσφύγει η γερμανική κυβέρνηση για να ακυρώσει απόφαση των ιταλικών δικαστηρίων, με την οποία οι προσφεύγοντες συγγενείς των θυμάτων του Διστόμου είχαν ουσιαστικά κερδίσει και ήταν εν εξελίξει η κατάσχεση γερμανικών περιουσιακών στοιχείων στο ιταλικό έδαφος.
Πρόκειται για έναν δικαστικό αγώνα που ξεκίνησε πριν από πολλά χρόνια με πρωτοβουλία του αείμνηστου νομάρχη Βοιωτίας, Γιάννη Σταμούλη.
Στα μέσα του περασμένου Δεκεμβρίου, ο υπουργός Δικαιοσύνης, Χάρης Καστανίδης, είχε εκφράσει στη Βουλή την κατ’ αρχήν πρόθεση της ελληνικής κυβέρνησης να συμμετάσχει ως ενεργός παραστάτης στη δίκη της Χάγης.
Η κίνηση αυτή εκτιμάται οτι είτε η κυβέρνηση Παπανδρέου επιθυμεί να χρησιμοποιήσει την υπόθεση αυτή ως ένα μοχλό πίεσης ενόψει και της Συνόδου Κορυφής είτε απλά για να μην παραγραφούν οι αξιώσεις της Ελλάδας.
Το χρονικό της μαραθώνιας δικαστικής διαμάχης
Μια ολόκληρη δεκαπενταετία βρίσκεται σε εξέλιξη ο δικαστικός αγώνας των κατοίκων του μαρτυρικού Διστόμου Βοιωτίας που διεκδικούν από το γερμανικό κράτος αποζημιώσεις, ύψους περίπου 60 εκατ. ευρώ, για τις σφαγές συγγενών τους από τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής κατά την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο δικαστικός “μαραθώνιος” ξεκίνησε το 1995 από τον (αείμνηστο, πλέον) νομικό και πρώην ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ Ιωάννη Σταμούλη, ο οποίος κατέθεσε αγωγή με την οποία οι συγγενείς των θυμάτων του Διστόμου απαίτησαν από το γερμανικό δημόσιο την υλική και ηθική ικανοποίησή τους για τα εγκλήματα-θηριωδίες που διέπραξαν οι στρατιώτες του Γ΄ Ράιχ.
Η κίνηση αυτή του Έλληνα νομικού θεωρείται «παγκόσμια πρώτη», καθώς, για πρώτη φορά απαιτήθηκαν αποζημιώσεις ατομικά από συγγενείς θυμάτων κατά αλλοδαπού δημοσίου (δηλαδή από άτομα και όχι από κράτος).
Οι επόμενοι σταθμοί του δικαστικού “μαραθώνιου” ήταν οι ακόλουθοι:
*Το 1997 εκδίδεται η υπ΄ αριθ 137/97 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς η οποία δικαιώνει τους Διστομίτες και επιδικάζει αποζημίωση για ψυχική οδύνη
*Το 2000 το Γερμανικό δημόσιο ασκεί αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου κατά της αποφάσεως αυτής, υποστηρίζοντας ότι η Γερμανία απολαμβάνει του προνομίου της ετεροδικίας-δηλαδή ότι δεν είναι δυνατόν να δικάζεται σε ξένη χώρα για τα εγκλήματα που διέπραξε στο παρελθόν. Θεωρεί δηλαδή η Γερμανία ότι πρέπει να δικαστεί ενώπιον των γερμανικών δικαστηρίων και όχι ενώπιον των δικαστηρίων άλλης χώρας.
*Εκδίδεται υπ΄ αριθ 11/2000 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου η οποία απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως του γερμανικού δημοσίου και έτσι η Γερμανία από εκείνη τη στιγμή οφείλει πλέον να καταβάλει στους Διστομίτες τα ποσά που έχει επιδικάσει το Πολυμελές Πρωτοδικείο Λιβαδειάς το 1997 (περίπου 60 εκατομ. ευρώ με τους τόκους έως σήμερα).
*Η Γερμανία αρνείται να καταβάλει τα ποσά που δια της ως άνω δικαστικής αποφάσεως οφείλει και έτσι ο Ιωάννης Σταμούλης προχωράει σε αναγκαστική εκτέλεση κατά των περιουσιακών στοιχείων του γερμανικού δημοσίου στην Ελλάδα.
*Το γερμανικό δημόσιο ασκεί αμέσως ανακοπή (το 2002) και ισχυρίζεται ότι για να γίνει αναγκαστική εκτέλεση κατά των περιουσιακών του στοιχείων στην Ελλάδα απαιτείται η προηγούμενη άδεια του Υπουργού Δικαιοσύνης βάσει της διατάξεως 923 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Σημειωτέον ότι παρόμοια διάταξη δεν υπάρχει σε καμία άλλη χώρα του κόσμου.
*Η ανακοπή του γερμανικού δημοσίου γίνεται δεκτή από το ελληνικό δικαστήριο και ως εκ τούτου οι Διστομίτες δεν μπορούν να εισπράξουν τα χρήματά τους.
*Το 2004 ο Ιωάννης Σταμούλης, συνειδητοποιώντας το αδιέξοδο, επικαλέστηκε τον Κανονισμό 44/2001 του Ευρωπαικού Συμβουλίου δυνάμει του οποίου η ελληνική αμετάκλητη απόφαση του δικαστήρίου της Λιβαδειάς μπορεί να κηρυχτεί εκτελεστή σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
*Επιλέγει την Ιταλία προκειμένου να κινήσει αυτήν την διαδικασία και πράγματι το Νοέμβριο του 2008 (μετά από 4χρονο αγώνα και στην Ιταλία) κηρύσσεται εκτελεστή η απόφαση της Λιβαδειάς στην ευρωπαϊκή αυτή χώρα.
*Η Γερμανία, κατόπιν αυτού, προσφεύγει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης θέτοντας το ερώτημα κατά πόσο η Ιταλία έπραξε νόμιμα αναγνωρίζοντας (με την κήρυξη ως εκτελεστής την ελληνικής απόφασης) στους κατοίκους του Διστόμου το δικαίωμα να αποζημιωθούν από τα περιουσιακά στοιχεία της Γερμανίας στην Ιταλία. Εκτίμηση νομικών είναι ότι η Γερμανία προσέφυγε στη Χάγη προκειμένου να αποτρέψει το ενδεχόμενο και άλλες χώρες να ζητήσουν αποζημιώσεις (με ατομική προσφυγή, όπως οι Διστομίτες) για τα εγκλήματα του Γ΄ Ράιχ.
Πως η κυβέρνηση έφτασε σε αυτήν την απόφαση
Αρμόδιος κυβερνητικός παράγοντας, που εδώ και μερικούς μήνες συμμετέχει ενεργά στην νομική και πολιτική διερεύνηση του λεπτού αυτού θέματος, αποκάλυψε πως ο πρωθυπουργός κατέληξε στην απόφαση αυτή αφού στάθμισε “τους προφανείς ηθικούς, νομικούς και πολιτικούς λόγους, αλλά και σημαντικά ζητήματα ύψιστης εθνικής σημασίας”.
“Προκρίθηκαν”, κατά την ίδια πηγή, “τα συνολικά συμφέροντα της χώρας, ιδιαίτερα σε αυτή την κρίσιμη περίοδο για την πατρίδα μας, με μοναδικό γνώμονα την εξυπηρέτηση του εθνικού συμφέροντος, έτσι, ώστε με τις οφειλόμενες πράξεις και ενέργειές να επιτελεστεί το αυτονόητο χρέος να τιμήθεί εμπράκτως τη μνήμη όσων θυσιάστηκαν για την πατρίδα”.
Η πολύπλευρη και λεπτή νομική και πολιτική επεξεργασία κατέληξε σε δύο βασικές κατευθύνσεις οι οποίες τέθηκαν ενώπιον του πρωθυπουργού: Πρώτον, λήφθηκε υπόψη ο πολιτικός προβληματισμός για τις ενδεχόμενες επιπτώσεις στις διεθνείς σχέσεις της χώρας, και, δεύτερον, εξετάστηκαν ενδελεχώς οι νομικές και δικαστικές πτυχές της υπόθεσης.
Το περιεχόμενο, τα στοιχεία και η επιχειρηματολογία της παρέμβασης, όπως και οι επικείμενοι χειρισμοί κατά την διάρκεια της εξέτασης της υπόθεσης στο Διεθνές Δικαστήριο, αποφασίστηκε να παραμείνουν απόρρητοι, ενώ την νομική παράσταση θα εκφράσουν έγκυροι και έμπειροι ελληνες και ξένοι νομικοί.
Σύμφωνα με τον ίδιο κυβερνητικό παράγοντα η παρέμβαση της Ελλάδας γίνεται με τέτοιο τρόπο κατά τον οποίο δεν καθίσταται διάδικο μέρος, αλλά παρεμβαίνει ως χώρα που έχει έννομο συμφέρον. “Λέμε, δηλαδή, στο Διεθνές Δικαστήριο ότι πριν λάβετε τίς αποφάσεις σας για την υπόθεση είναι χρήσιμο να ακούσετε τις απόψεις των κατοίκων του Δίστομου, γιατί οι αποφάσεις που θα πάρετε θα έχουν επίδραση σ΄αυτούς”, εξήγησε η κυβερνητική πηγή.
Στην επεξεργασία της ελληνικής παρέμβασης συνέβαλαν ενεργά ο υπουργός Άμυνας Ευάγγελος Βενιζέλος , ο υπουργός Επικρατείας Χάρης Παμπούκης με την συνδρομή Ελλήνων και ξένων νομικών κύρους υπό τον συντονισμό του υπουργού Εξωτερικών Δημήτρη Δρούτσα και Δικαιοσύνης Χάρη Καστανίδη, τους οποίους και ευχαρίστησε στην συνεδρίαση του υπουργικού Συμβουλίου ο πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου.