«Καλύπτω θέματα με πρόσφυγες και μετανάστες εδώ και πολλά χρόνια αλλά η φετινή χρονιά ήταν διαφορετική: οι μετανάστες φτάνουν στη χώρα μου. Βάρκες έφταναν κάθε βράδυ. Όσοι ήταν πάνω, ήταν φοβισμένοι γιατί δεν ήξεραν πως θα αντιδρούσαν οι ντόπιοι και η αστυνομία. Μικρές λέμβοι συνέχιζαν να καταφτάνουν, ακόμη κι όταν ο καιρός ήταν κακός. Οι τουρκικές ακτές βρίσκονται μόλις 4-5 χιλιόμετρα μακριά», λέει ο Γιάννης Μπεχράκης.
Περιγράφει και μια συγκλονιστική στιγμή που έζησε στη Λέσβο. «Πέρυσι ήμουν στο Σουρούκ, στα τουρκο-συριακά σύνορα καταγράφοντας τους εκατοντάδες Κούρδους πρόσφυγες που εγκατέλειπαν το Κομπάνι. Φέτος στη Λέσβο, ένας άνδρας που γνώρισα στο Σουρούκ με αναγνώρισε. “Τα κατάφερα φίλε, τα κατάφερα”, μου είπε».
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Σύμφωνα με τον Έλληνα φωτογράφο «η μικρότερη πρόκληση αυτού του χρόνου ήταν να φωτογραφίζω. Ο μεγαλύτερος “αγώνας” ήταν η συναισθηματική εμπλοκή, ήταν τόσο λυπηρό να βλέπεις το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά». Αποκαλύπτει δε ότι η κάλυψη της προσφυγικής κρίσης των καταρράκωσε ψυχολογικά. «Υπέφερα από αϋπνίες και εφιάλτες, ένιωσα ένοχος πολλές φορές γιατί δεν μπορούσα να κάνω περισσότερα. Έχω κι εγώ προσφυγικό αίμα και είμαι και πατέρας».
Όπως μάλιστα λέει, πριν ξεκινήσει η τουριστική περίοδος, στη Λέσβο ήταν πολύ ήσυχα. «Περίμενα δυο με τρεις βάρκες κάθε βράδυ. Μπορούσα να ακούσω τις μηχανές από την παραλία. Τα πρωινά πήγαινα στο εγκαταλελειμμένο ξενοδοχείο καπετάν Ηλίας, όπου πήγαιναν τους περισσότερους μετανάστες και πρόσφυγες, για να τραβήξω φωτογραφίες».
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
«Ξεκινούσα να δουλεύω στις 06:30 το πρωί και τελείωνα στις 23:00 το βράδυ. Οι βάρκες συνέχισαν να φτάνουν κατά τη διάρκεια της νύχτας. Κατά το μεσημέρι σταματούσαν για λίγο, γιατί ο ήλιος ήταν πολύ δυνατός. Σταματούσα για λίγο στις 14:00, αρχειοθετούσα κάποιες φωτογραφίες και στις 16:00 ξεκινούσα ξανά», λέει.
«Μια μέρα φωτογράφιζα μια σχεδία όταν παρατήρησα μια κίνηση στο νερό. Νόμιζα πως κάποιος είχε βουτήξει. Εστίασα χρησιμοποιώντας ειδικό φακό και είδα ένα πτερύγιο. Ένα δελφίνι πήδηξε σχεδόν μπροστά στη σχεδία. Ήταν μια πραγματικά μαγική στιγμή. Ήταν σαν το δελφίνι να τους έδειχνε το δρόμο και να τους καλωσόριζε».
«Κανείς δεν περίμενε τόσους πολλούς πρόσφυγες. Αλλά οι περισσότεροι Έλληνες έχουν προσφυγικό αίμα και οι ντόπιοι συνειδητοποίησαν ότι αυτοί οι άνθρωποι ήθελαν μόνο να χρησιμοποιήσουν την Ελλάδα σαν σκαλοπάτι προς τον Βορρά».
Μια από τις φωτογραφίες του Γιάννη Μπεχράκη που προκάλεσαν ρίγη συγκίνησης ήταν και εκείνη της τυφλής γυναίκας με το χαμόγελο λίγα λεπτά αφού είχε φτάσει στην Κω. Ο Έλληνας φωτογράφος περιγράφει τη συγκλονιστική στιγμή πίσω από μια υπέροχη, γεμάτη συναίσθημα, φωτογραφία. «Περίμενα σχεδίες να φτάσουν όταν είδα μια γυναίκα να κάθεται στην παραλία, με ένα χαμόγελο στο πρόσωπό της. Κοιτούσε μακριά ήρεμη. Στάθηκα λίγα μέτρα μακριά και τράβηξα μερικές φωτογραφίες καθώς ο ήλιος έπεφτε στο πρόσωπό της. Αποφάσισα να την πλησιάσω και να της προσφέρω ένα μικρό γλυκό, χειρονομία ελληνικής φιλοξενίας. Γονάτισα μπροστά της, κρατώντας το γλυκό στα χέρια μου και της είπα καλημέρα στα αραβικά. Έμοιαζε χαμένη, αλλά το ευγενικό της πρόσωπο είχε ακόμη ένα όμορφο χαμόγελο. Άπλωσε το χέρι της και τότε κατάλαβα πως ήταν τυφλή. Με κυρίευσαν τα συναισθήματα. Ανταλλάξαμε κάποια λόγια ευγένειας στα αγγλικά και τα αραβικά και πήρε το γλυκό, που έκανε μια ζεστή χειραψία και με τα δυο χέρια και με ευχαρίστησε. Η οικογένειά της παρακολουθούσε, άλλοι γέλασαν άλλοι έκλαιγαν. Ήταν ένα από τα καλύτερα πρωινά της χρονιάς».
«Καλύπτω την οικονομική κρίση στην Ελλάδα από το 2010 ασταμάτητα. Στην 28ετή καριέρα μου ως φωτορεπόρτερ του Reuters η ιδέα να καλύψω μια καταστροφή στη χώρα μου ήταν ένας εφιάλτης. Έκανα το καλύτερο να μείνω ανεπηρέαστος όσο κάλυπτα την οικονομική και πολιτική κρίση που έμοιαζε απίστευτη μέχρι πέρυσι».
«Μέρα με τη μέρα, μήνα με τον μήνα, χρόνο με τον χρόνο η κατάσταση χειροτέρευε. Στις αρχές του 2015 ήταν σαφές πως η Ελλάδα έμπαινε στο πιο δύσκολο κομμάτι της κρίσης. Κάναμε δυο εθνικές εκλογές, ένα δημοψήφισμα, επιβλήθηκαν capital controls και η ανεργία έμεινε η υψηλότερη στην Ευρωπαϊκή Ένωση».
«Η φωτογραφία μπορεί να αφήσει τους ανθρώπους άφωνους με τη δύναμη και την ομορφιά της. Μπορεί να στείλει μηνύματα, να κάνει τους ανθρώπους να κλάψουν, να γελάσουν ή και τα δυο. Μπορεί να κάνει τους ανθρώπους να νιώσουν ένοχοι ή να δώσουν λεφτά για έναν καλό σκοπό. Μπορεί να κάνει τους ανθρώπους να σκεφτούν διπλά πριν τραβήξουν τη σκανδάλη»…
Πηγή: Guardian