Γιατί οι γυναίκες ρομά πουλάνε τα παιδιά τους; «Όταν δεν έχουμε λεφτά, έτσι κάνει ο κόσμος» απάντησε ένας νεαρός τσιγγάνος. Καθώς η τύχη της μικρής Μαρίας παραμένει άγνωστη, κάποιοι επιμένουν πως η Σάσα και ο Ατανάς Ρούσεφ την πούλησαν όταν γεννήθηκε.
Δεκάδες μέσα μαζικής ενημέρωσης έφτασαν στον καταυλισμό του Νικολάεβο από τη στιγμή που έγινε γνωστό πως ίσως εκεί έμεναν οι βιολογικοί γονείς της μικρής Μαρίας, του κοριτσιού που βρέθηκε στα Φάρσαλα, να μένει με ένα ζευγάρι τσιγγάνων.
Οι περισσότεροι στήριξαν τα όσα είπαν οι βιολογικοί, όπως αποδείχθηκε από το DNA, γονείς του κοριτσιού. Πως δηλαδή την άφησαν στην Ελλάδα γιατί δεν είχαν να την ταΐσουν.
«Ήμουν μαζί της στη Λαμία όταν έμεινε έγκυος. Δουλεύαμε μαζί στις πιπεριές. Το παιδί της το άφησε στους Έλληνες τσιγγάνους, επειδή δεν είχε λεφτά να το ταΐσει, ούτε να το πάει πίσω στη Βουλγαρία. Τώρα το αναγνώρισε στην τηλεόραση και το θέλει πίσω, όπως και όλοι εμείς, οι συγγενείς», είπε η αδερφή της Σάσα Ρούσεβα.
«Μαρία είναι αδερφούλα μου. Την περιμένω και προσδοκώ να έρθει εδώ να μείνει μαζί μας», είπε η 14χρονη αδερφή της Μαρίας, Μίνκα.
Την «ομερτά» έσπασε, ωστόσο, ο γαμπρός της οικογένειας Ρούσεφ, Γιάνκο, σύμφωνα με τον οποίο η Σάσα ήταν ήδη έγκυος, όταν ξεκίνησε για την Ελλάδα, πριν πέντε χρόνια. Ενώ όταν γύρισε είπε ότι το μωρό γεννήθηκε νεκρό στην Ελλάδα, σε απάντηση των ερωτήσεων των γειτόνων.
Οι οποίοι, ωστόσο, αμέσως υποψιάστηκαν, ότι το νεογέννητο πουλήθηκε. Ακόμα περισσότερο, ότι η οικογένεια είχε λεφτά για να φάει τρεις με τέσσερις ολόκληρες εβδομάδες μετά την επιστροφή της από την Ελλάδα. Ενώ κάτι τέτοιο είναι πολύ σπάνιο φαινόμενο για τους Ρομά του Νικολάεβο, όπως διηγήθηκε ο γαμπρός Γιάνκο στο βουλγαρικό Τύπο…
Η Σάσα Ρούσεβα, ο σύζυγός της Ατανάς και τρία από τα παιδιά τους εμφανίστηκαν το βράδυ της Κυριακής στην τηλεοπτική εκπομπή του γνωστού Βούλγαρου δημοσιογράφου Μάρτιν Καρμπόφσκι.
Η Ρούσεβα υποστήριξε ότι έφυγε για να βρει δουλειά στην Ελλάδα το 2008 μαζί με τον άντρα της. Δεν ήξερε πως ήταν έγκυος τότε. «Μέχρι που είδα την κοιλιά μου να φουσκώνει σιγά – σιγά», όπως είπε. Στην περιοχή της Λαμίας «δουλεύαμε στα χωράφια, λίγο πορτοκάλια, λίγο πατάτα, λίγο πιπεριές, ότι προκύψει».
Την φροντίδα των υπόλοιπων παιδιών της στο «μαχαλά» των Ρομά στο Νικολάεβο, είχε αναλάβει η μία από τις δύο μεγαλύτερες κόρες της οικογένειας. Έτσι συνεχίστηκαν τα πράγματα επί επτά μήνες, στη διάρκεια των οποίων η Σάσα Ρούσεβα είχε μαζί της τη νεογέννητη κόρη της.
Τότε, όμως, «η κόρη μου έφυγε με άνδρα, τα παιδιά είχαν μείνει μόνα ενώ εγώ ήμουν άνεργη και δεν είχα καθόλου λεφτά να τους στείλω. Τότε ήρθε μια ξανθιά γυναίκα, μου είπε να αφήσω το παιδί και υποσχέθηκε να το φροντίζει σαν εμένα μέχρι να μαζέψω χρήμα και να έρθω να το πάρω. Εγώ τη εμπιστεύτηκα επειδή φαινόταν πολύ καλή και της άφησα το μωρό».
Σε ερώτηση αν έχει τα στοιχεία αυτής της γυναίκας, η Ρούσεβα απάντησε ότι δεν τα θυμάται, επειδή έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε. Και όταν ρωτήθηκε γιατί δεν επικοινώνησε μαζί της, είπε πως η μυστηριώδης ξανθιά δεν απαντούσε στο κινητό τηλέφωνο της.
Η Ρούσεβα υποστήριξε ότι δε μπόρεσε να επιστρέψει στην Ελλάδα γιατί γέννησε άλλα δυο παιδιά αλλά δεν είχε και λεφτά για να ταξιδέψει.
«Πώς να του αρνηθώ; Αφού είναι άνδρας μου! Κι εγώ δεν έχω λεφτά να κάνω έκτρωση!», ήταν η απάντησή της στην ερώτηση γιατί οι ρομά κάνουν πολλά παιδιά ενώ δε μπορούν να τα συντηρήσουν.
Στην αναφορά του παρουσιαστή Καρμπόφσκι για τις αποκαλύψεις στην Ελλάδα, που παρουσιάζουν την προαναφερόμενη «ξανθιά γυναίκα» ως μεσάζοντας κυκλώματος εμπορίας βρεφών που πλήρωσε για τη Μαρία 400 ευρώ στην μάνα της και προσπάθησε, μετά, να δώσει το παιδί για υιοθεσία σε επιχειρηματία της Λάρισας, αλλά εκείνος το επέστρεψε, όταν φάνηκε πως έχει πρόβλημα όρασης (το ίδιο πρόβλημα έχουν και τα υπόλοιπα παιδιά των Ρούσεφ) η Σάσα Ρούσεβα αρνήθηκε και πάλι επίμονα και ενεργά, ότι πληρώθηκε για το παιδί της.
«Αν είχα πάρει λεφτά, θα ζούσαμε έτσι όπως ζούμε τώρα; Αν είχα λεφτά, θα είχα κρεβάτι, θα είχα σεντόνια, θα είχα πάπλωμα, θα είχα κουζίνα… Δεν θα πεινάγαμε, όπως πεινάμε τώρα».
Και ξέσπασε όταν ο δημοσιογράφος τη ρώτησε γιατί τέσσερα χρόνια μετά, θέλει πίσω το παιδί. «Με ξεγέλασε μια κακιά γυναίκα και της άφησα να μου το πάρει το παιδί. Το μετανιώνω πικρά αυτό το λάθος μου και πονάει η ψυχή μου τέσσερα χρόνια τώρα. Το θέλω πίσω το παιδί μου! Εγώ το γέννησα, κανένας άλλος!
Ξέρεις πως ράγισε η καρδιά μου, όταν το είδα στην τηλεόραση να χορεύει τσιφτετέλι, να ζητιανεύει με τα χεράκια του κατάμαυρα από τη βρωμιά! Πήγα να τρελαθώ, τέσσερις μέρες τώρα ούτε μπουκιά ψωμί δεν μπορώ να βάλω στο στόμα μου! Μπορεί να είμαι πάμφτωχη, να μην έχω ρούχο να φορέσω, αλλά ποτέ δεν άφησα κανένα παιδί μου να ζητιανεύει στη Βουλγαρία! Ούτε να κλαίει από την πείνα, επειδή δεν έχει ψωμί να φάει!»
Οι Ρούσεφ ζυμώνει η ίδια το ψωμί που ταΐζει τα παιδιά της. Κρέας βλέπουν πολύ σπάνια, επειδή οι οικογένεια ζει, κατά κύριο λόγο, από «τα 200 με 300 λέβα (100-150 ευρώ, περίπου) που μου δίνουν το μήνα», όπως είπε η Σάσα Ρούσεβα, αναφερόμενη στο συνολικό παιδικό επίδομα της οικογένειας.
«Δεν με νοιάζει αν είναι πλούσιοι ή φτωχοί! Δικό μου παιδί είναι και το θέλω κοντά μου! Το ’χω στην καρδιά μου και θα το έχω όσο ζω!», φώναξε η Σάσα Ρούσεβα όταν ο δημοσιογράφος υπονόησε πως ίσως θα είναι καλύτερα η Μαρία να υιοθετηθεί.
«Όταν δεν έχουμε λεφτά, έτσι κάνει ο κόσμος. Και τώρα μόνο αρχίζουμε (αρχίζουμε – σ.σ.)», απάντησε νεαρός τσιγγάνος σε ερώτησης γιατί πουλάνε τα παιδιά τους στην Ελλάδα, μερικές γυναίκες Ρομά.
Οι εικόνες που έκαναν το γύρο του κόσμου όταν τα τηλεοπτικά συνεργεία έφτασαν στο Νικολάεβο ήταν χαρακτηριστικές των συνθηκών ζωής των ρομά της περιοχής.
Τα περισσότερα σπίτια είναι μονώροφα, κατασκευασμένα από ξεραμένα λασπότουβλα κι έχουν ένα μόνο δωμάτιο. Εκεί κοιμούνται οι φαμίλιες: οι πατεράδες, στο κρεβάτι (αν υπάρχει), τα παιδιά στο πήλινο πάτωμα.
Η ετοιμόρροπη, φαινομενικά, κατοικία των Ρούσεφ δεν αποτελεί εξαίρεση, παρόλο που, για την ακρίβεια, αντί για κρεβάτι διαθέτει την «πολυτέλεια» ενός παμπάλαιου ντιβανιού. Ούτε ίχνος άλλων «πολυτελειών», όπως νερό και τουαλέτα μέσα στο σπίτι, ούτε ψυγείο, κουζίνα κλπ μεταδίδει το ανταποκριτής του Αθηναϊκού Πρακτορείου.
Η μοναδική πηγή παροχής πόσιμου νερού στη γειτονιά είναι ο πλαστικός σωλήνας από τον οποίο το νερό τρέχει συνεχώς.
Η Γένα Αντόνοβα, ρομά από το Νικολάεβο ξεσπάθωσε για την έλλειψη βοήθειας από το κράτος και ξεκαθαρίζει πως αν αυτή υπήρχε, η εμπορία βρεφών θα είχε εκλείψει. «Αν θέλουν πράγματι να μας βοηθήσουν, να δώσουν σε κάθε παιδί λεφτά για ρούχα, για παπούτσι, για τσάντα, για σχολείο…Θα πήγαινα εγώ Ελλάδα αν δεν το είχα ανάγκη; Όταν δεν έχω λεφτά, τι να κάνω; Πέντε παιδιά να είχα, θα τα πούλαγα και τα πέντε. Γιατί; Γιατί δεν έχω να φάω…
Αν κλέβω, ο άνδρας μου θα πάει φυλακή. Αν κλέψω, θα με κλείσουν φυλακή και μένα. Καλύτερα να μείνω νηστικιά σπίτι, να αφήσω το παιδί σ’ εκείνη να το φροντίζει κι ας είναι για ένα κομμάτι ψωμί και μόνο… Δεν βλέπω εγώ να φταίει για κάτι εκείνη η γυναίκα (Σάσα Ρούσεβα). Το έδωσε το παιδί της, επειδή δεν έχει…».
Με τα λιγοστά χρήματα που δίνει το κράτος ζουν οι ρομά του Νικολάεβο. Μόνο που τα επιδόματα, είναι συνδεδεμένα με το αν τα παιδιά πηγαίνουν σχολείο. Και αυτό είναι ένα από τα πικρά παράπονά τους.
Αν ένα παιδί απουσιάσει πέντε ή περισσότερες μέρες από τα μαθήματα, το επίδομα (από το οποίο εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η επιβίωση της οικογένειας) καταργείται.
Πολλά από τα παιδιά είτε πάνε στο τοπικό σχολειό μόνο για να πάρουν το δωρεάν πρωινό, είτε δεν πάνε καθόλου.
Σύμφωνα με την εκτίμηση του Βούλγαρου σχολιαστή Μάρτιν Καρμπόφσκι, η κοινότητα των Ρομά στο Νικολάεβο (όπως και οι περισσότερες αντίστοιχες κοινότητες στη Βουλγαρία) ζει όχι στον 21ο αλλά στο 18ο αιώνα του Καρόλου Ντίκενς και θυμίζει την ατμόσφαιρα του έργου, του Βρετανού κλασικού, «Όλιβερ Τουιστ».
«Μπορεί κάποιος να ζήσει με τριάντα λέβα (δεκαπέντε ευρώ) το μήνα, όσο δίνει το κράτος για επίδομα ενός παιδιού;» αναρωτιούνται οι Ρομά.
Στην περιοχή υπάρχει ένα κλειστό εργοστάσιο και μεγάλα θερμοκήπια, από τα οποία έχουν απομείνει μόνο οι σιδερένιοι «σκελετοί». Ο νεαρός τσιγγάνος απαντά σε «σπαστά» ελληνικά: «Κλειστό, κλειστό. Όλα έχουν κλείσει εδώ και 15-20 χρόνια. Όλα έχουν πεθάνει…».
«Δουλειά δεν έχουμε. Για δώδεκα λέβα (έξι ευρώ) μεροκάματο πάει να δουλεύει δώδεκα ώρες στα καπνά ο κόσμος», προσθέτει άλλος τσιγγάνος.«Πάμε για σίδερα, για σίδερα μόνο» προσθέτει άλλος νεαρός Ρομά.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Άγνωστο το μέλλον της μικρής Μαρίας – Θα μεταφερθεί στη Βουλγαρία;
Daily Mail: Ο πατέρας της Μαρίας έχει γονίδιο αλμπίνου – Ρούσεβα: Γιατί την άφησα στην Ελλάδα
Επιθέσεις ακροδεξιών σε καταυλισμούς Ρομά σε όλη την Ευρώπη, με αφορμή την υπόθεση της μικρής Μαρίας
Βρέθηκε η μητέρα της μικρής Μαρίας; Ποια είναι η Σάσα Ρούσεβα