Στις 21 Μαΐου ρίχνονται στη μάχη των Εξετάσεων με τη Νεοελληνική Γλώσσα, ενώ ολοκληρώνουν την προσπάθειά τους στις 5 Ιουνίου με τις Αρχές Οικονομικής Θεωρίας.
Η ανίχνευση του πώς θα κινηθούν φέτος οι βάσεις στηρίζεται, ουσιαστικά, στην εξέταση τριών βασικών παραγόντων. Αναφερόμαστε, βεβαίως, στις συντεταγμένες της διαμόρφωσης των βάσεων, που είναι:
1. Ο βαθμός δυσκολίας – ευκολίας των θεμάτων και οι επιδόσεις των υποψηφίων σε σχέση με τις προηγούμενες χρονιές, ιδιαίτερα σε σχέση με την τελευταία χρονιά, με την οποία γίνονται οι βασικές συγκρίσεις.
2. Ο αριθμός των υποψηφίων σε σχέση με τον αριθμό των εισακτέων που κάθε χρόνο παίζει τον ρόλο «πασπαρτού» για τις βάσεις των πέντε Επιστημονικών Πεδίων.
3. Η σχέση ζήτησης – προσφοράς θέσεων, δηλαδή ο αριθμός των υποψηφίων που εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στις «σχολές κύρους» ή στις «σχολές περιορισμένης ζήτησης» και οι προσφερόμενες θέσεις σε αυτές τις σχολές.
Οι δύο πρώτοι παράγοντες προδιαγράφουν κυρίως το «πατρόν» των γενικών βάσεων εισαγωγής στα πέντε Επιστημονικά Πεδία, ενώ ο τρίτος παράγων κυρίως «ξεναγεί» τους υποψηφίους στις «πίστες» των βάσεων κάθε τμήματος ΑΕΙ ή ΤΕΙ στα όρια των Επιστημονικών Πεδίων.
Στην κινητικότητα των βάσεων ο πιο σημαντικός παράγων φέτος είναι ο βαθμός ευκολίας – δυσκολίας των θεμάτων. Και αυτό γιατί δεν υπάρχουν σοβαρές μεταβολές σε γενικές γραμμές, ούτε στον αριθμό των προσφερόμενων θέσεων ούτε στον αριθμό των υποψηφίων, σε σχέση πάντα με την προηγούμενη χρονιά (2011). Ιδιαίτερα στη γενική σειρά που ενδιαφέρει την πλειονότητα των υποψηφίων, η ελάχιστη μείωση των προσφερόμενων θέσεων στα πανεπιστήμια εξισορροπείται με τη μικρή μείωση των φετινών υποψηφίων σε σχέση με τους περυσινούς.
Κριτήριο επιλογής η οικονομική κρίση
Οσον αφορά τη ζήτηση των τμημάτων από τους υποψηφίους, ούτε εδώ αναμένεται διαφοροποίηση σε σχέση με πέρυσι. Η επιμονή μεγάλου μέρους των υποψηφίων σε σχολές της περιοχής όπου κατοικοεδρεύουν (λόγω της πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης που εκτός των άλλων έχει μειώσει και τις προσδοκίες για αντιστοίχηση κάποιων σχολών με επαγγελματική αποκατάσταση) θα συνεχιστεί και φέτος, ενώ όλα τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας δείχνουν ότι δεν έχει αναδειχθεί σχολή ή ομάδα σχολών στις οποίες να επικεντρώνεται το ενδιαφέρον των υποψηφίων με διαφορετικούς όρους σε σχέση με πέρυσι. Νομικές, Παιδαγωγικά, Ιατρικές, Πολυτεχνικά, Αστυνομικές και Στρατιωτικές Σχολές μαζί με συγκεκριμένα οικονομικά τμήματα θα τρυγήσουν και φέτος την αφρόκρεμα των πρώτων προτιμήσεων των υποψηφίων. Από αυτή την άποψη ο παράγων ζήτηση δεν μπορεί να επηρεάσει την κίνηση των βάσεων εισαγωγής όπως παλαιότερα.
Αυτό, από μια πρώτη ανάγνωση σημαίνει ότι θα είναι αυξημένος και φέτος ο ανταγωνισμός, όχι μόνο στις πρωτοκλασάτες – υψηλόβαθμες σχολές των ΑΕΙ – ΤΕΙ της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, αλλά και σε τμήματα μεσαίων και χαμηλών βαθμολογιών των δύο μεγάλων αστικών κέντρων, στα οποία συνωστίζεται η πλειονότητα των υποψηφίων. Παράλληλα αναμένεται να υπάρχουν και φέτος αυξημένες ευκαιρίες (χαμηλές βάσεις) για τους υποψηφίους που διεκδικούν την εισαγωγή σε περιφερειακά τμήματα των ΑΕΙ – ΤΕΙ, καθώς προς τα εκεί θα κατευθυνθεί όπως και πέρυσι μικρότερος αριθμός υποψηφίων από ό,τι το 2011, το 2010 κ.ο.κ.
Οι πρώτες προτιμήσεις
Το 2011 τα τμήματα με τη μεγαλύτερη αύξηση πρώτων προτιμήσεων, σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο, ήταν εκτός από τη Σχολή Πλοιάρχων, η Σχολή Αξιωματικών Ελληνικής Αστυνομίας, το Τμήμα Αστυφυλάκων, το Στρατιωτικό Οικονομικό (ΣΑΑΣ) και η Σχολή Μηχανικών Εμπορικού Ναυτικού. Παράλληλα, ενώ εγκαταλείπονταν τα Παιδαγωγικά Τμήματα Δημοτικής Εκπαίδευσης, η Νομική Αθήνας και Θεσσαλονίκης που βρίσκονται στο ίδιο Επιστημονικό Πεδίο ξανακέρδιζαν έδαφος.
Ουσιαστικά οι πρώτες προτιμήσεις των υποψηφίων το 2011, στη δίνη της οικονομικής κρίσης, συγκεντρώθηκαν σε τρεις ομάδες τμημάτων. Την πρώτη ομάδα αποτελούν τα τμήματα που υπόσχονται στον υποψήφιο ότι μπορούν να του εξασφαλίσουν όχι μόνο δουλειά αλλά και εργασιακή ασφάλεια. Σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να ερμηνευτεί η υψηλή συγκέντρωση προτιμήσεων στις Αστυνομικές και Στρατιωτικές Σχολές αλλά και στις Ακαδημίες Εμπορικού Ναυτικού. Τη δεύτερη ομάδα απαρτίζουν οι «κλασικές και πατροπαράδοτες» επιλογές που αφορούν σχολές κύρους και γοήτρου (Νομική, Ιατρική, Αρχιτεκτόνων, Πολιτικών Μηχανικών) που βεβαίως οι πτυχιούχοι τους αντιμετωπίζουν προβλήματα πλέον στην αγορά εργασίας, τα οποία όμως υποτίθεται ότι μπορούν να αντιμετωπιστούν όταν ο υποψήφιος έχει «στρωμένη δουλειά» από τους γονείς του. Η τρίτη ομάδα περιλαμβάνει σχολές με έδρα την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη οι οποίες πριμοδοτούνται αδιακρίτως με πρώτες προτιμήσεις. Αιτία, το όλο και μεγαλύτερο κόστος που συνεπάγεται η φοίτηση σε σχολή εκτός τόπου μόνιμης κατοικίας.
Η περυσινή χρονιά (2011) όσον αφορά τις επιδόσεις των υποψηφίων ήταν σαφώς χειρότερη από το 2010. Αυτό επέδρασε στην πτωτική κίνηση των βάσεων στα περισσότερα πανεπιστημιακά τμήματα και τα τμήματα των ΤΕΙ.
Είναι φανερό ότι ο δημόσιος λόγος περί εύκολων ή δύσκολων θεμάτων έχει κάποια αξία μόνο ως συγκριτικό στοιχείο, καθώς για τη διαμόρφωση των βάσεων (άνοδος ή κάθοδος σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά) έχει σημασία όχι «τι» έγραψαν γενικώς οι υποψήφιοι, αλλά «τι» έγραψαν σε σχέση με τους υποψηφίους της προηγούμενης χρονιάς.
Ο βαθμός ευκολίας – δυσκολίας των θεμάτων εκτιμούμε ότι δεν μπορεί να διαφέρει σοβαρά από πέρυσι. Και αυτό κυρίως διότι τις προηγούμενες χρονιές με τα λεγόμενα διαβαθμισμένα θέματα (απλά, εύκολα, δύσκολα, δυσκολότερα) βρέθηκε ένας τρόπος βαθμολογικής διασποράς και κατανομής των υποψηφίων, κοντολογίς μια «στρατηγική διαχείρισης» του μαθητικού πληθυσμού που έχει ως σταθερά ορισμένες «εξωτερικές δεσμεύσεις». Από αυτή την άποψη, είναι εύλογο να περιμένει κανείς ελάχιστες διαφοροποιήσεις στον βαθμό ευκολίας – δυσκολίας των φετινών θεμάτων. Και αν ένα μάθημα έχει πιο αυξημένο βαθμό δυσκολίας από τον περυσινό, ένα άλλο θα έχει σίγουρα μικρότερο με αποτέλεσμα να έχουμε ένα στατιστικό ισοδύναμο.
Ο βαθµός δυσκολίας
Γιατί δεν πρέπει να μας διαφεύγει ακόμα ένας λόγος που είναι βέβαιο ότι λαμβάνεται υπόψη τόσο από την πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΠΘ όσο και – συνειδητά ή ασυνείδητα – από τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής Θεμάτων. Εάν δοθούν στους υποψηφίους σαφώς δυσκολότερα θέματα από τα περυσινά, τότε με τη φετινή αναλογία υποψηφίων – προσφερόμενων θέσεων εισακτέων θα έχουμε νέα ισχυρή πτώση των βάσεων, η οποία θα συνοδευτεί από νέα τεχνητή αύξηση του ήδη μεγάλου αριθμού των υποψηφίων που θα εισάγονται στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση με βαθμολογίες κάτω από τη βάση (ιδιαίτερα στις ειδικές κατηγορίες).
Στην περίπτωση αυτή χιλιάδες υποψήφιοι θα επιτύχουν την εισαγωγή τους στα Ιδρύματα Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης με βαθμολογίες μεγάλου… βάθους, κάτω από 9.500 μόρια και μέχρι και τα 2.000 μόρια… υπό το μηδέν! Από την άλλη, εάν τα θέματα είναι σαφώς ευκολότερα από τα περυσινά, τότε για τους ακριβώς αντίθετους λόγους θα βρεθούμε στα δυσθεώρητα ύψη των βάσεων π.χ. του 2009 ή του 2010 που δημιούργησαν χιλιάδες αριστούχους χωρίς αντίκρυσμα. Από αυτή την άποψη, και έτσι όπως έχει διαμορφωθεί η κατάσταση, ο βαθμός ευκολίας – δυσκολίας των θεμάτων όχι μόνο δεν θα είναι ανεξέλεγκτος αλλά θα έχει σαφή χαρακτηριστικά, τέτοια που να μη δίνουν τη δυνατότητα σοβαρών αποκλίσεων από την προηγούμενη χρονιά.
ΠΗΓΗ: “ΤΑ ΝΕΑ”
Πρεμιέρα πανελλαδικών με Νεοελληνική Γλώσσα