Την προσεχή Τρίτη (21.05.24) η Εκκλησία μας εορτάζει την μνήμη του Αγίου Κωνσταντίνου και της Αγίας Ελένης, οι οποίοι έχουν ανακηρυχθεί και Ισαπόστολοι.
Ο Άγιος Κωνσταντίνος – Κωνσταντίνος Α’, γνωστός και ως Μέγας Κωνσταντίνος, ήταν Ρωμαίος Αυτοκράτορας που κυβέρνησε από το 306 έως το 337. Γεννήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου 272, στην περιοχή που σήμερα είναι γνωστή ως Νις (στη Σερβία), ενώ ήταν γιος του Φλάβιου Βαλέριου Κωνστάντιου, αξιωματικού του ρωμαϊκού στρατού με καταγωγή από την περιοχή της Βαλκάνια.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Ο πατέρας του έγινε Καίσαρας και αναπληρωτής αυτοκράτορα στη Δύση το 293. Ο Κωνσταντίνος στάλθηκε ανατολικά, όπου ανήλθε στην ιεραρχία και διετέλεσε χιλίαρχος των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού και Γαλέριου.
Το 305 αναρριχήθηκε στο βαθμό του Αυγούστου και ανακλήθηκε δυτικά για να εκστρατεύσει υπό τον πατέρα του στη Βρετανία. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, το 306, αναγνωρίστηκε ως Αυτοκράτορας από τον στρατό στο Εβόρακο και αναδείχθηκε νικητής σε μία σειρά εμφυλίων πολέμων εναντίον των αυτοκρατόρων Μαξέντιου και Λικίνιου για να γίνει ο μοναδικός ηγέτης Δύσης και Ανατολής από το 324.
Ως Αυτοκράτορας, ο Κωνσταντίνος θέσπισε πληθώρα διοικητικών, οικονομικών, κοινωνικών και στρατιωτικών μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση της Αυτοκρατορίας. Αναδιάρθρωσε τις κυβερνητικές αρχές και για την καταπολέμηση του πληθωρισμού εισήγαγε τον σόλιδο, ένα νέο χρυσό νόμισμα που έγινε το πρότυπο για τα βυζαντινά και ευρωπαϊκά νομίσματα για περισσότερα από χίλια χρόνια.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Ο ρωμαϊκός στρατός αναδιοργανώθηκε, ώστε να αποτελείται από κινητές μονάδες πεζικού και μονάδες φρουρών ικανές να αντιμετωπίσουν εσωτερικές απειλές και εισβολές. Η θητεία του Κωνσταντίνου ως Καίσαρα συνοδεύτηκε από επιτυχείς εκστρατείες εναντίον των φυλών στα ρωμαϊκά σύνορα, τους Φράγκους, τους Αλαμάνιους, τους Γότθους και τους Σαρμάτες, ακόμη και από την επαναπροσάρτηση των εδαφών που έχασαν οι προκάτοχοί του κατά την Κρίση του Τρίτου Αιώνα.
Ο Κωνσταντίνος ήταν ο πρώτος Ρωμαίος αυτοκράτορας που μεταστράφηκε στον Χριστιανισμό. Αν και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ως παγανιστής, κατά πολλές πηγές εγκολπώθηκε τη χριστιανική πίστη λίγο πριν τον θάνατό του, βαπτιζόμενος από τον Ευσέβιο της Καισαρείας. Ακόμη, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο Διάταγμα των Μεδιολάνων στα 313, σύμφωνα με το οποίο κατοχυρώθηκε η ανεξιθρησκία και η θρησκευτική ελευθερία, ενώ παύθηκαν οι διωγμοί κατά των Χριστιανών. Επίσης, συνεκάλεσε την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο κατά την οποία θεσπίστηκε το Σύμβολο της Πίστεως. Ο Ναός της Αναστάσεως χτίστηκε με τις εντολές αυτού και της μητέρας του, Αγίας Ελένης στην περιοχή του τάφου του Ιησού στα Ιεροσόλυμα το οποίο παραμένει το ιερότερο μέρος της Χριστιανοσύνης. Παράλληλα, η παπική αξίωση για τη διαχρονική εξουσία στον Μεσαίωνα βασιζόταν στην υποτιθέμενη Δωρεά του Κωνσταντίνου (που σήμερα θεωρείται πλαστογραφία)..
Έχει ιστορικά αναφερθεί ως ο «Πρώτος Χριστιανός Αυτοκράτορας», και προώθησε έντονα τη χριστιανική πίστη. Η εποχή του Κωνσταντίνου σημάδεψε μια ξεχωριστή εποχή στην ιστορία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Δημιούργησε μία νέα αυτοκρατορική κατοικία στο Βυζάντιο και μετονόμασε την αρχαία αποικία Βυζάντιο σε «Κωνσταντινούπολη» όπου και μεταφέρθηκε η πρωτεύουσα. Η πιο άμεση πολιτική του καινοτομία ήταν ότι αντικατέστησε την Τετραρχία του Διοκλητιανού με την αρχή της αυτοκρατορικής διαδοχής, δίνοντας ως εκ τούτου το δικαίωμα της κληρονομιάς στα τέκνα του.
Όταν ο Κωνσταντίνος ανέλαβε τη διακυβέρνηση της Αυτοκρατορίας, ο χριστιανισμός ήταν μια μικρή θρησκεία, χωρισμένη σε πολλές ομάδες και αιρέσεις. Ο Κωνσταντίνος έδωσε αρκετά προνόμια στους χριστιανούς ενώ έδρασε κατασταλτικά εναντίον άλλων θρησκειών όπως τον παγανισμό ή άλλων χριστιανικών αιρέσεων. Έθεσε τις βάσεις για να γίνει η Χριστιανική Εκκλησία κυρίαρχη στη θρησκευτική ζωή της Αυτοκρατορίας. Το αν ο Κωνσταντίνος ήταν πράγματι χριστιανός ή απλά χρησιμοποίησε τον χριστιανισμό για την πολιτική του ανέλιξη, είναι αντικείμενο συζήτησης. Λίγο μετά την εορτή του Πάσχα του 337, ο Κωνσταντίνος αρρώστησε βαριά. Έφυγε από την Κωνσταντινούπολη για τα ζεστά λουτρά κοντά στη γενέτειρα πόλη της μητέρας του. Εκεί, στον ναό του Αποστόλου Λουκιανού, που έχτισε η μητέρα του, προσευχήθηκε τελευταία φορά. Ο Κωνσταντίνος απεβίωσε το 337 μ.Χ.
Η Αγία Ελένη και η εύρεση του Τιμίου Σταυρού
Η Ελένη γεννήθηκε το 248 ή το 249 στο Δρέπανο (σημερινή Γιάλοβα) της Βιθυνίας της Μικράς Ασίας. Αργότερα, ο Μέγας Κωνσταντίνος μετονόμασε το Δρέπανο σε Ελενόπολις (ή Ελενούπολις), για να τιμήσει τη μητέρα του.
Έζησε από κοντά όλη την πορεία του Κωνσταντίνου (Καίσαρας, Αύγουστος, Αυτοκράτορας) και κάτι ακόμη πιο σημαντικό, το περίφημο όραμα του μεγάλου Κωνσταντίνου το 312, πριν τη μάχη της Μιλβίας Γέφυρας: το φωτεινό σταυρό με την επιγραφή «ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ». Τότε, η Ελένη πρέπει να έλαβε το χριστιανικό βάπτισμα, σε ηλικία 60 περίπου ετών, έπειτα από πολυετή κατήχηση, προετοιμασία και αφοσίωση στα διδάγματα του χριστιανισμού.
Στην αυτοκρατορική Αυλή, η Ελένη πρέπει να κατείχε εξέχουσα θέση. Ήδη πριν το 324, ο Μέγας Κωνσταντίνος της είχε απονείμει τον τίτλο της Nobilissma Femina και έκοψε νομίσματα με τη μορφή της. Μετά το 324, και αφού νίκησε τον αντίπαλό του Λικίνιο, την ονόμασε Αυγούστα. Της παραχώρησε το ανάκτορο στο Σεσσόριο του Λατερανού, όπου της έκτισε και έναν ωραίο ναό. Εκεί η Ελένη ζούσε μια διακριτική ζωή, αφιερωμένη σε φιλανθρωπικά έργα και στη διάδοση της χριστιανικής διδασκαλίας. Υπέδειξε μάλιστα στον γιο της να ιδρύσει δημόσια πτωχοκομεία, νοσοκομεία και ορφανοτροφεία.
Τη θέση της όμως στην Ιστορία, η Ελένη την οφείλει στο ταξίδι της στην Παλαιστίνη και τις υπόλοιπες ανατολικές επαρχίες της Αυτοκρατορίας. Κατά τη διάρκεια της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου (325) πληροφορήθηκε για την κατάσταση που επικρατούσε στους Αγίους Τόπους και προς το τέλος του 326 αναχώρησε για την Ιερουσαλήμ, με σκοπό να φέρει στο φως τα διάφορα μέρη, στα οποία έζησε και δίδαξε ο Χριστός. To 327 μ.Χ. η Ελένη καθ’ οδόν προς την Ιερουσαλήμ σταμάτησε στη Σύλλη Ικονίου της Μικράς Ασίας. Εκεί υπήρχαν λαξευμένοι ναοί των πρώτων χριστιανικών εποχών και αποφάσισε να χτίσει έναν ναό στη Σύλλη για τους χριστιανούς αφιερωμένο στον Αρχάγγελο Μιχαήλ. Ο Ναός σώζεται μέχρι σήμερα.
Η μεγάλη δόξα της Αγίας Ελένης οφείλεται στην εύρεση του Τιμίου Σταυρού. Οι ιστορικοί διατηρούν κάποιες επιφυλάξεις για το κατά πόσο η παράδοση αυτή αποτελεί ιστορικό γεγονός. Ο Ευσέβιος, παρόλο που δίνει λεπτομερείς πληροφορίες για τα έργα της Ελένης στα Ιεροσόλυμα, δεν αναφέρει την ανακάλυψη του Τιμίου Σταυρού. Από τα γραπτά του αγίου Κυρίλλου, Πατριάρχη Ιεροσολύμων, φαίνεται ξεκάθαρα ότι τεμάχιο του ιερού κειμηλίου βρισκόταν στα Ιεροσόλυμα στα τέλη του 340. Ο ίδιος Πατριάρχης, μετά το 351, γράφει στον αυτοκράτορα Κωνστάντιο Β΄, γιο του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ότι ο Σταυρός ανακαλύφθηκε στα χρόνια του Κωνσταντίνου, δεν αναφέρει όμως ποιος τον βρήκε. Ο Ρουφίνος είναι εκείνος, που στη δική του «Εκκλησιαστική Ιστορία», συνδέει την Ελένη με την εύρεση του Τιμίου Σταυρού (Hist. Eccl 10, 7-8). Όμως, τόσο η Ορθόδοξη Εκκλησία όσο και η Καθολική έχουν εγκολπωθεί τη σχετική παράδοση, η οποία ήδη από το δεύτερο μισό του 4ου αιώνα είχε εξαπλωθεί σε ολόκληρη τη ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Αφού ολοκλήρωσε το ταξίδι της στην Ανατολή, η Ελένη εγκαταστάθηκε στη Νικομήδεια. Εκεί απεβίωσε σε ηλικία 80 ετών έχοντας στο πλευρό της το γιο της Κωνσταντίνο. Το γεγονός ότι από τις αρχές του 329 σταματάει απότομα η κοπή νομισμάτων με τη μορφή της, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο θάνατός της επήλθε στα τέλη του 328 ή στις αρχές του 329. Ενταφιάστηκε με βασιλικές τιμές στη Ρώμη, στο μαυσωλείο της οδού Λαβικάνας. Αργότερα, το σώμα της μεταφέρθηκε στις κατακόμβες Πέτρου και Μαρκελλίνου. Η πορφυρή σαρκοφάγος που περιείχε το σκήνωμά της, σήμερα βρίσκεται στο μουσείο του Βατικανού. Απότμημα του ιερού λειψάνου της Αγίας Ελένης βρίσκεται στον Ιερό Ναό Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Ιπποδρομίου Θεσσαλονίκης και στον ναό Saint-Leu-Saint-Gilles στο Παρίσι.