Ένας χρόνος συμπληρώθηκε στις 4 Σεπτεμβρίου από την ημέρα που ο Αλέξανδρος Βέλιος αποφάσισε να φύγει από τη ζωή. Ένα χρόνο μετά, η σύντροφος της ζωής του, με ένα κείμενό της, συγκλονίζει.
Ήταν Κυριακή, 4 Σεπτεμβρίου όταν ο Αλέξανδρος Βέλιος αποφάσιζε το τέλος του. Το έκανε όταν και όπως εκείνος ήθελε για να μην τον “προλάβει” ο καρκίνος.
Η απόφασή του, ειδικά όταν την ανακοίνωσε δημόσια, σόκαρε όσους τον ήξεραν, είτε προσωπικά είτε μέσα από τη δουλειά του στη δημοσιογραφία.
Δίπλα του ως το τέλος, ο άνθρωπος της ζωής του, η σύζυγός του, Νάντια Γερολυμάτου.
Με αφορμή τη συμπλήρωση ενός χρόνου από το θάνατό του, η Νάντια Γερολυμάτου, μέσα από ένα συγκινητικό κείμενο, μίλησε για τον άνθρωπο που πάλεψε μέχρι τέλους αυτό που πίστευε.
Πως δηλαδή ο κάθε άνθρωπος είχε δικαίωμα στη ζωή και στο θάνατό του.
«Δεν έχω συνειδητοποιήσει πώς πέρασε ένας χρόνος από τότε που με κοίταξε ατρόμητος για τελευταία φορά στα μάτια», γράφει η σύζυγος του Αλέξανδρου Βέλιου.
«Ο Αλέξανδρος αγαπούσε πολύ τη ζωή. Για εκείνον το «ευ» της ευθανασίας ήταν το ίδιο με αυτό της ευζωίας», γράφει.
Όλο το κείμενο της Νάντιας Γερολυμάτου
«Πνεύμα ελεύθερο, μαχητικό, ανατρεπτικό…
Είναι αλήθεια ότι δεν έχω συνειδητοποιήσει πώς πέρασε ένας χρόνος από τότε που με κοίταξε ατρόμητος για τελευταία φορά στα μάτια.
Η ευστάθεια του νου και της σάρκας του δεν τον είχε προδώσει.
Το βλέμμα του είχε μια πραότητα, μου έγνεθε αβίαστα πως ήταν έτοιμος και αποφασισμένος για το τελευταίο του μεγάλο ταξίδι…
Δεν άντεχε τις συναισθηματικές εκδηλώσεις, τις αποκαλούσε συναισθηματικές ευκοιλιότητες.
Τον ενδιέφεραν οι έμπρακτες αποδείξεις, η ανόθευτη, χωρίς φειδώ προσφορά. Η αιωνιότητα αυτής της στιγμής έχει βαλσαμωθεί στο κάδρο της ψυχής μου.
Ελπίζω έτσι γαλήνια και ατάραχα να συνεχίσει τον διαρκή του προορισμό, που τόσο άδικα επωμίστηκε.
Αν μου ζητούσε, πλέον κάποιος να χαρακτηρίσω μονολεκτικά την προσωπικότητα του Αλέξανδρου, θα χρησιμοποιούσα τη λέξη αξιοπρέπεια…
Μία λέξη που τον συνόδευε σε όλη τη διάρκεια της ζωής του έως και την τελευταία στιγμή.
Η πλειοψηφία του κόσμου τον γνώρισε μέσα από την πολυετή τηλεοπτική παρουσία του, που χαρακτηρίζεται από τη στράτευσή του στην ελεύθερη και ανεξάρτητη δημοσιογραφία, είχε εντούτοις αναπτύξει από πολύ μικρός ποιητική και συγγραφική δραστηριότητα.
Ο Αλέξανδρος αντιμέτωπος με την αναπόδραστη πραγματικότητα του θανάτου, αποφάσισε να γράψει το σχετικό βιβλίο «Εγώ κι ο θάνατός μου: Το δικαίωμα στην ευθανασία», το οποίο συνέβαλε στο να κατανικήσει το φόβο του επερχόμενου θανάτου.
Και απέναντι στην απόλυτη μοναχικότητα που κάθε θάνατος προϋποθέτει, αντιπαρέθεσε τη θαρραλέα εξομολόγηση, χρησιμοποιώντας την πλούσια πνευματική του σκευή που με τα χρόνια απέκτησε.
Έγραψε το βιβλίο σε 15 νύχτες και όταν το τελείωσε, θυμάμαι ήταν ξημερώματα, ήρθε και μου είπε: «τελείωσα με εσένα, θάνατε. Τώρα κάνε ό,τι θέλεις».
Ένιωθε γαλήνιος σε βαθμό αναισθησίας. Καταλάβαινε πως είχε γράψει κάτι καλό, ειλικρινές και εκ βαθέων.
Την ίδια ημέρα το έστειλε σε δύο φίλους, του δήλωσαν συγκλονισμένοι, και την επομένη ξεκίνησε η διαδικασία να γίνει βιβλίο.
Το επόμενο βράδυ τόλμησα να διαβάσω το βιβλίο του, εκείνος καθόταν απέναντί μου, στον καναπέ, βλέποντας τηλεόραση.
Με κοιτούσε να το διαβάζω ….Κάθε γραμμή ήταν ένα σφίξιμο στο στομάχι μου…
Απορούσα πως μπόρεσε να αποτυπώσει τον ψυχικό του πόνο, την κραυγή αγωνίας, αδικίας που αισθανόταν, την εγκατάλειψη κάθε ελπίδας για τη ζωή του.
Διαβάζοντάς το, βίωνα από την αρχή όλο το διάστημα της άνισης μάχης που δίναμε ενάντια στον καρκίνο, βούρκωνα, δάκρυζα…
Δεν μου εξομολογήθηκε ποτέ ότι λυπάται που φεύγει. Ήταν σχεδόν αναίσθητος, ωσάν να επρόκειτο για κάποιον άλλο. Δεν ήθελε συναισθηματισμούς.
Όταν διάβασα τη φράση«… ζω εντός παρενθέσεως, προσπαθώντας να νιώσω τις μέρες μου ευρύχωρες, αλλά έχω ένα σφίξιμο στο στήθος που σπάνια με εγκαταλείπει», κατέρρευσα.
Δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω από πού αντλούσε τη δύναμη να μιλήσει για τον επικείμενο θάνατό του σε πρώτο πρόσωπο.
Αυτός ο άνθρωπος δεν μου είχε δείξει ποτέ πως αισθανόταν που η ζωή του λιγόστευε…
Προσπαθούσε να είναι το ίδιο ζωντανός και γλυκός όπως τον ήξερα όταν τον πρωτογνώρισα.
Ο Αλέξανδρος αγαπούσε πολύ τη ζωή. Για εκείνον το «ευ» της ευθανασίας ήταν το ίδιο με αυτό της ευζωίας.
Από τη μια το ευ-ζην και από την άλλη το ευ –θνήσκειν. Έλεγε «…ένας κακός θάνατος ακυρώνει μια καλή ζωή».
Συνεπώς, δεν άντεχε να δει τον εαυτό του να γίνει κουρέλι, σε κώμα, να φτάσει σε σημείο αδυναμίας επικοινωνίας, γραψίματος κ.λ.π. δεδομένου ότι δεν υπήρχε καμία δυνατότητα παράτασης της ζωής του.
ΈΤΣΙ ΚΙ ΕΓΙΝΕ. Ο θάνατός του υπήρξε γαλήνιος και ανώδυνος.
Ο Αλέξανδρος έφυγε με αξιοπρέπεια, όπως ακριβώς επιθυμούσε, όπως ακριβώς έζησε. Μέχρι και την τελευταία στιγμή, ήταν ο εαυτός του.
Κατ’ εμέ, η επιλογή του Αλέξανδρου (στην ευθανασία) δεν σχετίζεται με τη δειλία του απέναντι στον πόνο και στη σωματική βία, όπως κάποιοι μπορεί να πίστεψαν.
Σχετίζεται με το προσωπικό του αίτημα, το αίτημα της ελευθερίας, προσωπικής αυτονομίας, της αυτοδιάθεσης, της ηθικής και δικαιοσύνης».
Τον άκουγα πάντα να λέει «Με το βιβλίο μου θέλησα να σπάσω το ταμπού που περιβάλλει τη λέξη «ευθανασία» στην Ελλάδα… Και να πιέσω με όλες τις δυνάμεις μου για μια αλλαγή, για ένα εκσυγχρονισμό της σχετικής νομοθεσίας…» Το έργο μου είναι μια μικρή παρακαταθήκη, ένα υλικό απαθανάτισης».
Δεν ξέρω αν υπάρχει άλλος Αλέξανδρος τόσο γενναίος, που να αντιμετωπίζει τον θάνατον ως ίσος προς ίσον…
Εύχομαι, η προσπάθεια του Αλέξανδρου για να αναδείξει αυτό που θεωρούσε ως θεμελιωδέστερο ανθρώπινο δικαίωμα, το δικαίωμα της επιλογής ενός αξιοπρεπούς και ανώδυνου τέλους, κάποια στιγμή να μετουσιωθεί σε νομοθετική ρύθμιση».
Πηγή: Νέα Σελίδα