Την δικτατορία, όσο κι αν την προκάλεσαν Έλληνες την ευλόγησαν οι Αμερικανοί. Οι ίδιοι που τότε έριχναν ναπάλμ στο Βιετνάμ, αυτοί που αιματοκύλισαν τη Χιλή, οι ίδιοι που ευνόησαν το πραξικόπημα στην Κύπρο.
Είχε νόημα το «φονιάδες των λαών Αμερικάνοι», είχε νόημα η καταγγελία και η διατράνωση μιας θέλησης, πρώτη φορά μετά τον εμφύλιο, να πάρουμε ώριμα τις τύχες στα χέρια μας χωρίς επιτρόπους και ξένες παρεμβάσεις, να χτίσουμε και να ζήσουμε δημοκρατία, η Ελλάδα να ανήκει στους Έλληνες.
Σήμερα η δημοκρατία δεν κινδυνεύει, αλλά όπως την καταφέραμε δεν αξίζει. Και Αμερικάνοι δεν υπάρχουν στον ορίζοντα, όσο κι αν δημιουργούμε ψευδουποκατάστατα Μέρκελ.
Στην Βουλή λοιπόν όχι για να καταγγείλουμε απλά κάποιους ξένους, αλλά για να δηλώσουμε ότι η αλλαγή είναι επιτακτική, ότι το μεταπολιτευτικό κομματικό σύστημα δεν είναι πια κατάλληλο για τη διακυβέρνηση. Απαίτηση αλλαγής, προστασία της Βουλής από τους πετσάλνικους που την έχουν καταλάβει. Και είναι πολλοί και πρέπει επειγόντως να εξέλθουν.
Στη πορεία θα ήταν όλοι μαζί, ο καθένας με τη σημαία του, όχι χώρια με περιφρούρηση, κουκούλες και λοστάρια και κλειστά μαγαζιά. Και σιωπηλοί αν δεν είχαμε κάτι να πούμε
Στην δικτατορία διαφωνούσαμε έντονα στα Πανεπιστήμια, κυρίως στο χώρο της Αριστεράς. Αλλά είχαμε τη Χούντα απέναντι, έναν κοινό εχθρό και είχαμε ένα κοινό στόχο, τον πόθο της δημοκρατίας. Μας συσπείρωνε ο εχθρός, μας ενέπνεε ο στόχος.
Φτιάξαμε συντονιστική επιτροπή στο Πολυτεχνείο. Το μόνο που χάθηκε από το Πολυτεχνείο ολόκληρο, κατ’ ομολογία της ίδιας της Χούντας που έκανε εξαντλητικό έλεγχο μετά, ήταν μια τανάλια στο εργαστήριο δομικών υλικών. Και φυσικά είχε διαλυθεί το γραφείο του Στρατιωτικού Επίτροπου, δίπλα στην Πρυτανεία. Είχαμε σπάσει την πόρτα και παραβιάσει τα συρτάρια του γραφείου του.
Η αθλιότητα των βάνδαλων που καίνε την Αθήνα, η φαρσοκωμωδία επί 35 χρόνια να μην υπάρχει ΕΦΕΕ αλλά «παρατάξεις», δεν είναι Πολυτεχνείο. Είναι το χάλι του σήμερα, που γεννήθηκε πολλά χρόνια πριν. Ο «αγώνας» ποτέ δεν συναιρείται , ούτε δικαιώνεται στο «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι». Αξίζουμε καλύτερα συνθήματα, περισσότερη αξιοπρέπεια, είμαστε από το Πολυτεχνείο.
Όσο δεν βρίσκουμε εχθρό να μας ενώνει και στόχο να μας κινητοποιεί, μπορούμε να διαδηλώνουμε σιωπηλοί κι ας μη φωνάζουμε. Μπορούμε δηλαδή να δηλώνουμε πως ξέρουμε το κενό και το πρόβλημα, πως δεν θέλουμε άλλες κραυγές τηλεόρασης, κούφια λόγια και μεγαλοστομίες, πως ψάχνουμε το «νόημα», μέσα από όσα χτίσαμε και όσα γκρεμίσαμε στα κοντά 40 χρόνια μεταπολίτευσης. Η λύσσα της καταστροφής, η τυφλή καταγγελία είναι ρηχή σκέψη και πετροπόλεμος εκεί που ζητιούνται κριτική αποτίμηση και πανστρατιά.
Θα διαδήλωναν οι Έλληνες, όχι οι συντεχνίες τους.
Θα είχαμε νέα μπλοκ, πανο και συνθήματα με τους ακτιβιστές αλληλεγγύης στις γειτονιές, τους μαχητές των συσσιτίων για άπορους, τους εθελοντές στα νοσοκομεία, τους έντιμους δημόσιους υπάλληλους, τους παπάδες, τους εφοριακούς και τελωνειακούς, τις πολεοδομίες και τους ταξιτζήδες. Και κάποιους εξεγερμένους δικαστές, στρατιωτικούς, διπλωμάτες, πολιτευτές, δημάρχους, εκπαιδευτικούς, πανεπιστημιακούς. Όχι τη ΓΣΕΕ, το ΠΑΜΕ, την ΑΔΕΔΥ, τη ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ, την ένωση εισαγγελέων, τον Λυμπερόπουλο, τον ΣΥΡΙΖΑ….
Ναι μέχρι τώρα η πορεία είναι τα σκέλεθρα, τα άδεια πουκάμισα που περιφέρουν τα κενά τους ονόματα, που εμπορεύονται λείψανα συμβόλων και αφρίζουν στο φανατισμό της απόγνωσής τους και της διατήρησης των προνομίων τους. Παρελαύνει το σύστημα, επιδεικνύεται η ψευτιά.
Ναι θέλουμε τους εφοριακούς που θα διαδηλώσουν γιατί δεν κλέβουν, γιατί θέλουν να εκπροσωπούν τους φορολογούμενους.
Τους υπαλλήλους πολεοδομίας που δεν έχουν τσέπες για φακελάκι, τους δημάρχους που φτιάχνουν τις κοινωνίες της κάθε μέρας.
Τους δικαστές που ντρέπονται για την κατάντια της δικαιοσύνης του Ψωμιάδη και της δεκαετούς καθυστέρησης.
Τους καθηγητές που δεν αντέχουν την αθλιότητα του ιδιαίτερου, την κατάντια του κενού βλέμματος στην τάξη, την νοητική αποεπένδυση του βιβλίου που βαριεστημένα αποστηθίζεται.
Όλους όσους λένε, φτάνει πια, ο καθείς εφ΄ω ετάχθη και ζητούν, δηλώνουν και διαδηλώνουν, για την χαμένη τιμή, διεκδικούν την νέα αξία στο επάγγελμά τους, την αξιοπρέπεια στην κοινή ζωή, χτίζουν το νόημα του κοινού συμφέροντος.
Στην πορεία θα κατεβαίναμε για να ξεβολευτούμε, για να είμαστε μαζί, για να δώσουμε, όχι για να διώξουμε, ούτε για να σπάσουμε.
Θα συναντούσαμε εκεί όλους όσους αντιλαμβάνονται τη ζωή και σαν προσφορά. Όλους όσους συνειδητοποιούν πως χωρίς τον δίπλα, αργά ή γρήγορα ούτε εγώ υπάρχω.
Στο Πολυτεχνείο, τις τρεις μέρες του Νοέμβρη 1973, προσφέρθηκαν τόνοι από τρόφιμα, φάρμακα, και χιλιάδες λεφτά, κατοστάρικα, πενηντάρικα που πετούσε ο κόσμος από τα κάγκελα ακόμη κι από τα παράθυρα των λεωφορείων και των τρόλει στην Πατησίων.
Προσφορά, ο κόσμος έδινε για να βοηθήσει, για να συμμετέχει, για να υπάρξει.
Σήμερα η καρδιά του Πολυτεχνείου χτυπά σε κάθε ανάγκη αλληλεγγύης στη φτώχια την ανεργία, το κοινωνικό κράτος που διαλύθηκε.
Αλλά χτυπά και κάθε μέρα στη δουλειά, στο καθήκον να αλλάξουμε.
Ακόμη περιμένω το νέο εκφωνητή του ραδιοφωνικού σταθμού, εκείνο το δημοσιογράφο που στο δελτίο των 8, θα σηκωθεί πάνω και θα πει πως το «αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι» δεν τον αφήνει να ζήσει, πως βαρέθηκε το φόβο της συντήρησης των προνομίων του. Πως αποφάσισε να ξεβολευτεί.
Και πως αυτό το πανο θα υψώσει στην πορεία.
Αυτή την προσφορά της αλλαγής από τον καθένα, γιατί εμείς είμαστε το Πολυτεχνείο, αυτή την πορεία αναζητώ.
Τότε το Πολυτεχνείο θα ζούσε, τότε θα ζούσαμε.
Υ.Γ. Ο Γιάννης Αναστασάκος το 1973 ήταν σπουδαστής στη σχολή Μηχανολόγων-Ηλεκτρολόγων του ΕΜΠ και συμμετείχε στα γεγονότα του Νοέμβρη.