Υπενθυμίζεται πως μόλις πριν από λίγα 24ώρα η πρόεδρος του Αρείου Πάγου αποφάσισε να αναθέσει την διενέργεια του πειθαρχικού ελέγχου σε βάρος της εισαγγελέως εφετών, Γεωργίας Τσατάνη, στην αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ασπασία Καρέλλου, προκειμένου όπως χαρακτηριστικά ανέφερε στο σχετικό έγγραφο της, την προστασία του κύρους και της αξιοπιστίας του θεσμικού της ρόλου και της Δικαιοσύνης.
Στην σημερινή ανακοίνωση της η κυρία Θάνου-Χριστοφίλου κάνει αναλυτικά αναφορά στο νομοθετικό πλαίσιο για τους πειθαρχικούς ελέγχους των δικαστικών λειτουργών, τονίζοντας :
«1. Αρμοδιότητα άσκησης πειθαρχικής δίωξης, (κατά τοάρθρ. 99 παρ. 1 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων – Ν. 1756/1988)διαθέτουν ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και ο Προϊστάμενος
Επιθεώρησης για όλους τους Δικαστικούς Λειτουργούς(Δικαστές και Εισαγγελείς), καθώς και οι Πρόεδροι Εφετών,Διευθύνοντες τα Εφετεία, για τους Δικαστές της Περιφέρειάς τους και οι Εισαγγελείς Εφετών, Διευθύνοντες τις Εισαγγελίες, για τουςΕισαγγελείς της Περιφέρειάς τους. Με το Ν.4356/2015, άρθρ. 46παρ. 3, προστέθηκε και η αρμοδιότητα του Προέδρου του Αρείου Πάγου. Ευλόγως, επομένως, προκύπτει το ερώτημα, ποιοί και γιατί ενοχλούνται, επειδή, πέραν του Εισαγγελέα Αρείου Πάγου και του Προϊσταμένου Επιθεώρησης απέκτησε αρμοδιότητα και ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου. Επίσης, σαφώς προκύπτει από το κείμενο του νόμου ότι όλα τα έχοντα αρμοδιότητα άσκησης πειθαρχικής δίωξης όργανα είναι μονοπρόσωπα και είναι απολύτως ανακριβές ότι μέχρι τώρα το δικαίωμα άσκησης πειθαρχικού ελέγχου είχαν μόνον πολυπρόσωπα όργανα, όπωςορισμένοι ισχυρίζονται, στα πλαίσια της προσπάθειας παραπληροφόρησης.
2. Απολύτως ανακριβές, επίσης, είναι ότι η Πρόεδρος, η οποία ασκεί την πειθαρχική δίωξη, στη συνέχεια κρίνει τον ελεγχόμενο, συμμετέχοντας στο Πειθαρχικό Συμβούλιο, δεδομένου ότι «δεν μπορούν να μετάσχουν σε πειθαρχικό συμβούλιο ή δικαστήριο, για την εκδίκαση ορισμένης πειθαρχικής υπόθεσης,εκείνοι που έχουν ασκήσει την πειθαρχική δίωξη ή έχουν ενεργήσει την ανάκριση, στην ίδια πειθαρχική υπόθεση.» (άρθρ. 97 παρ. 5 του ιδίου ως άνω νόμου)».
Παράλληλα, όσο αφορά συγκεκριμένα την υπόθεση της κυρίας Τσατάνη η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου αναφέρει πως η αίτηση εξαίρεσης είναι αβάσιμη και καταχρηστική και επαναλαμβάνει πως αποφάσισε να απέχει από την έρευνα σε βάρος της εισαγγελέας με γνώμονα τη διαφύλαξη του κύρους και της αξιοπιστίας τόσο της θεσμικής της θέσης,όσο και της Δικαιοσύνης
«1. Ο αρμόδιος για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης έχειτο δικαίωμα (άρθρ. 99 παρ. 9 του ιδίου ως άνω νόμου) να ενεργεί αμέσως προκαταρκτική εξέταση, η οποία διενεργείται είτε με εντολή του, από άλλο δικαστικό λειτουργό, ανώτερο κατά βαθμό από τον ελεγχόμενο, είτε από τον ίδιον, αυτοπροσώπως, όπωςέπραξα στην προκειμένη περίπτωση, λόγω της μεγάλης δημοσιότητας που είχε λάβει η υπόθεση αυτή και του μεγάλουκοινωνικοοικονομικού ενδιαφέροντος των υποθέσεων, που χειρίσθηκε η ελεγχόμενη.
2. Συνεπώς, οι επικαλούμενοι ως λόγοι εξαίρεσης, που δημιουργούν δήθεν υπόνοια μεροληψίας σε βάρος μου, ότι δηλαδή ανέλαβα η ίδια την διενέργεια της πειθαρχικής έρευνας, μετά από «υπόδειξη» από τους Κύπριους αξιωματούχους, ή ότι έχω σχέση γνωριμίας μαζί τους ένεκα της ιδιότητάς μου, ως πρώην Υπηρεσιακής Πρωθυπουργού, ή ότι διατηρώ σχέση υπηρεσιακής συνεργασίας με τον Αναπληρωτή Υπουργό Δικαιοσύνης κ. Παπαγγελόπουλο, δεν χρήζουν καν απάντησης, διότι εάν οι τυπικές υπηρεσιακές σχέσεις ή η απλή γνωριμία εκτιμηθούν ως λόγοι εξαίρεσης, τότε όλοι οι Δικαστικοί Λειτουργοί θα πρέπει να εξαιρούνται. Οι λοιποί λόγοι εξαίρεσης έχουν κριθεί νόμω αβάσιμοι από τη νομολογία (ΑΠ 1080/2010), πέραν του ότι είναι παντελώς αβάσιμοι κατ΄ ουσία και ανακριβείς, όπως ανακριβέστατος είναι και ο λόγος ότι δήθεν συνομολόγησα ότι η προς εκείνη επιδοθείσα κλήση για γραπτές εξηγήσεις ήταν αόριστη.
3. Ωστόσο, πέραν του αβασίμου και της καταχρηστικότηταςτης εν λόγω αίτησης εξαίρεσης, και παρά το γεγονός ότι ουδεμία έχθρα ή αντιπάθεια είχα ουδέποτε με την ελεγχόμενη, με την οποία,αντιθέτως, διατηρούσα πάντοτε πολύ καλές υπηρεσιακές σχέσεις και ουδεμία, επίσης, ιδιαίτερη σχέση έχω με τους ασκήσαντες τις αναφορές Κυπρίους αξιωματούχους, εν τούτοις, προς διαφύλαξη του κύρους και της αξιοπιστίας τόσο της θεσμικής μου θέσης όσο και της Δικαιοσύνης γενικότερα, ανέθεσα σε Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου την περαιτέρω διενέργεια της πειθαρχικής ξέτασης και τη σύνταξη του σχετικού πορίσματος».
Παράλληλα, η κυρία Θάνου αναφέρεται και στην υπόθεση της μήνυσης που έχει καταθέσει κατά του καθηγητή, Σταύρου Τσακυράκη. «Είναι καταφανές ότι έχει πέσει στο κενό η συνεχιζόμενηπροσπάθεια ορισμένων προσώπων να πείσουν την κοινή γνώμη ότι η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου δεν δικαιούται να καταμηνύσει κάποιον, όταν αυτός υπερβαίνει τα οριζόμενα από το Σύνταγμα και τους νόμους όρια της ελευθερίας της έκφρασης και κατά τρόπο απρόκλητο, προσβάλλει την προσωπικότητά της, με φράσεις εξυβριστικές και μειωτικές και η εμμονή τους αυτή δημιουργεί ευλόγως σκέψεις και ερωτηματικά, για το ποιός είναι ο πραγματικός τους στόχος, όπως επίσης, δημιουργούν ερωτηματικά όσοι προφασίζονται ότι δεν κατανοούν ότι η Πρόεδρος, με το αποσταλέν έγγραφό της, ασφαλώς δεν έκανε παρέμβαση στον Κοινοβουλευτικό έλεγχο, αλλά εξέφρασε την απορία της για το γεγονός ότι συγκεκριμένο κόμμα της ήσσονος αντιπολίτευσης εξέδωσε δελτίο τύπου, για υπόθεση που αποτελεί προσωπική-ιδιωτική διαφορά”.
Τέλος, η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου διαβεβαιώνει τους Έλληνες πολίτες “ότι ότι πρέπει να συνεχίσουν να εμπιστεύονται τους ΄Ελληνες Δικαστικούς Λειτουργούς, οι οποίοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία, ασκούν το λειτούργημά τους με ακεραιότητα και σοβαρότητα, έχοντας πλήρη συναίσθηση των καθηκόντων τους και διαθέτουν το σθένος, ώστε να αγνοούν τις τυχον παρεμβάσεις ή πιέσεις, από οποιονδήποτε και αν προέρχονται».