- Σε ηλικία μόλις 63 ετών έφυγε από τη ζωή ο Ανδρέας Βγενόπουλος - Πέθανε τα ξημερώματα του Σαββάτου από ανακοπή καρδιάς - Οι δικαστικές περιπέτειες των τελευταίων ετών και οι βαριές καταγγελίες κατά της προέδρου του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θάνου - Η Marfin, η Λαϊκή Τράπεζα και οι διώξεις - Σε στενό οικογενειακό κύκλο η κηδεία του
Πρωταγωνιστής σε ένα δικαστικό σήριαλ με δεκάδες επεισόδια γεμάτα ανατροπές ήταν το τελευταίο διάστημα ο επιχειρηματίας Ανδρέας Βγενοπούλος που πέθανε ξαφνικά τα ξημερώματα του Σαββάτου (05.11.2016) από ανακοπή καρδιάς.
Ο Ανδρέας Βγενόπουλος υπέστη ανακοπή καρδιάς και έφυγε από τις ζωή στις 03:30 τα ξημερώματα. Μεταφέρθηκε νεκρός στο νοσοκομείο Υγεία. Η κηδεία του, μετά από παράκληση της οικογένειάς του, θα γίνει σε στενό οικογενειακό κύκλο.
Ήταν ένας επιχειρηματίας που απασχόλησε πολύ την επικαιρότητα, όχι μόνο εξαιτίας της ενασχόλησής του με τα κοντά του Παναθηναϊκού (με τον οποίο είχε κατακτήσει πρωτάθλημα ξιφασκίας) αλλά και εξαιτίας των πολλών και πολύκροτων δικαστικών περιπετειών στις οποίες είχε “πρωταγωνιστήσει”.
Με την ελληνική Δικαιοσύνη να ψάχνει ενδελεχώς τα αιτήματα των Κυπριακών αρχών σχετικά με την υπόθεση της κατάρρευσης της Λαϊκής τράπεζας και τον ίδιο τον επιχειρηματία να περνά στην αντεπίθεση βάζοντας στο…στόχαστρο την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασιλική Θάνου οι εξελίξεις τους τελευταίους μήνες ήταν συνεχείς και ραγδαίες, σε πολλαπλά δικαστικά μέτωπα, με τον Ανδρέα Βγενόπουλο να δηλώνει “καλοδεχούμενες οι έρευνες”.
Η τελευταία δικαστική εξέλιξη ήρθε μόλις πριν από τρία 24ώρα όταν η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Ξένη Δημητρίου αποφάσισε την ανάσυρση από το αρχείο των δύο αναφορών που είχε καταθέσει ο εισαγγελέας Εφετών, Ιωάννης Αγγελής σχετικά με παρεμβάσεις στο έργο του όσο αφορά τους χειρισμούς του σε υπόθεση του επιχειρηματία. Οι δύο αναφορές είχαν τεθεί στο αρχείο από τον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Μανώλη Ρασιδάκη στις 30 Ιουνίου 2016 ο οποίος είχε κρίνει πως δεν είχαν προκύψει στοιχεία που να τις τεκμηριώνουν.
Είχε προηγηθεί στις αρχές Οκτωβρίου 2016 η άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος του Ανδρέα Βγενόπουλου και 14 ακόμα στελεχών της Marfin από την Εισαγγελία Διαφθοράς για απιστία σε βαθμό κακουργήματος. Η δίωξη ασκήθηκε μετά το πέρας της έρευνας από την εισαγγελία Διαφθοράς για δάνειο ύψους 200 εκατομμυρίων το οποίο δόθηκε – κατά τη δίωξη- χωρίς εξασφαλίσεις στην επενδυτική εταιρία IRF συμφερόντων της εφοπλίστριας Αγγελικής Φράγκου.
Η άσκηση της ποινικής δίωξης ήρθε μετά την ανάσυρση της υπόθεσης από το αρχείο στο οποίο είχε τεθεί από την Εισαγγελέα Εφετών Γεωργία Τσατάνη η οποία είχε βρεθεί στην επικαιρότητα όταν κατήγγειλε με αναφορά της πως δέχθηκε πιέσεις από τον αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης, αρμόδιο για την καταπολέμηση της διαφθοράς, Δημήτρη Παπαγγελόπουλο για την υπόθεση του Ανδρέα Βγενόπουλου.
Την ανάσυρση της υπόθεσης από το αρχείο είχε αποφασίσει το καλοκαίρι του 2016 η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ξένη Δημητρίου με αφορμή την προσκόμιση νέων στοιχείων, όπως αναφορών πρώην βουλευτών και συγκεκριμένα των Γιάννη Τσιρώνη και Νίκου Σηφουνάκη, την άσκηση πειθαρχικής δίωξης σε βάρος της Γεωργίας Τσατάνη για τη συγκεκριμένη υπόθεση, σειρά δημοσιευμάτων αλλά και το γεγονός ότι η προηγουμένη ποινική διαδικαςία είχε ξεκινήσει με αυτοκαταγγελία του επιχειρηματία.
Το επίμαχο δάνειο άρχισε να χορηγείται το 2006 με (ποσό 75.000.000 αρχικά) και με τις αναχρηματοδοτήσεις έφτασε τα 200.000.000 ευρώ. Από τις πρώτες ενδείξεις της έρευνας που κατέληξε σε δίωξη, φαίνεται ότι το επίμαχο δάνειο χορηγήθηκε για να αγοραστούν από την επενδυτική εταιρία μετοχές του ομίλου MIG και ΜRB, του ομίλου δηλαδή όπου άνηκε η τράπεζα η οποία έδινε και το δάνειο.
Τότε ο επιχειρηματίας σε ανακοίνωση του έκανε λόγο για μη “σύννομη” ποινική δίωξη αναφέροντας: “Η υπόθεση είχε τεθεί, όπως είναι γνωστό, στο αρχείο μετά από πολύχρονη προκαταρκτική εξέταση με πλήρως αιτιολογημένη διάταξη της αρμόδιας εισαγγελέως. Γι’ αυτό η άσκηση ποινικής δίωξης προϋπέθετε, σύμφωνα με τον νόμο, την ύπαρξη νέων σοβαρών αποδεικτικών στοιχείων αλλά και την προηγούμενη ακρόασή μου από τους εισαγγελείς που ασχολήθηκαν εκ νέου με την υπόθεση. Ούτε νέα στοιχεία υπήρξαν όμως, εξ όσων γνωρίζω, ούτε κλήθηκα ποτέ για να ασκήσω το θεμελιώδες δικαίωμά μου να ακουστώ και να υποδείξω τα μέσα της υπεράσπισής μου.
Υπό τα δεδομένα αυτά η ποινική μου δίωξη θα ελεγχθεί για τη νομιμότητά της και δικαιολογεί δυσπιστία για την ευθυκρισία και την αμεροληψία όσων την αποφάσισαν. Στην πορεία της διαδικασίας θα αποδειχθεί πανηγυρικά ότι δεν έχω διαπράξει οποιαδήποτε αξιόποινη πράξη”.
Τον Ιούλιο του 2016 μετά από εντολή του οικονομικού εισαγγελέα Παναγιώτη Αθανασίου πραγματοποιήθηκε έφοδος στο σπίτι του επιχειρηματία και τεσσάρων συνεργατών του στο πλαίσιο έρευνας για ενδεχόμενη φοροδιαφυγή και ξέπλυμα βρώμικου χρήματος. Η υπόθεση αφορούσε νομίμως καταγεγραμμένες συνακροάσεις οι οποίες παραδόθηκαν στην Εισαγγελία από την Ελληνική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στο πλαίσιο έρευνα που διενεργούσε για την αύξηση μετοχικού κεφαλαίου του ομίλου MIG το 2011.
Στο πλαίσιο αυτής της έρευνας προέκυψαν οι νόμιμες συνακροάσεις από τις οποίες φέρεται να υπήρξαν ενδείξεις ότι στελέχη του ομίλου αναφέρονταν σε μη νόμιμες συναλλαγές. Παράλληλα ο επιχειρηματίας ερευνώνταν για τα ίδια αδικήματα (ξέπλυμα και φοροδιαφυγή) σε άλλη δικογραφία με βάση την περίφημη λίστα περί ενδεχόμενης φοροδιαφυγής των 65 CC και το ΚΕΦΟΜΕΠ είχε δεσμεύσει τους τραπεζικούς λογαριασμούς και τις θυρίδες του μέχρι του ποσού των 200.000.000 ευρώ.
Τους τελευταίους μήνες ο επιχειρηματίας είχε βρεθεί αρκετές φορές στα δικαστήρια στο πλαίσιο αιτημάτων των Κυπριακών αρχών σχετικά με την υπόθεση της Λαϊκής τράπεζας. Και αυτό διότι οι κυπριακές αρχές ελέγχουν εδώ και καιρό κατηγορίες για χειραγώγηση της αγοράς, παραπλανητικές δηλώσεις, συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος και τήρηση ψευδών λογαριασμών την περίοδο 2011 αναφορικά με την πρώην Λαϊκή Τράπεζα πρόεδρος της οποίας ήταν ο Ανδρέας Βγενόπουλος.
Μία από αυτές ήταν στις 17 Μαρτίου 2016 όταν βρέθηκε στο Εφετείο της Αθήνας προκειμένου να παρασταθεί ως δικηγόρος στη συζήτηση ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών για το αίτημα έκδοσης των δυο συνεργατών του, Ευθύμιου Μπουλούτα και Μάρκου Φόρου που έχουν υποβάλει οι Κυπριακές αρχές ενώ λίγους μήνες μετά το καλοκαίρι του 2016 είχε καταθέσει ενώπιον της 10ης ειδικής ανακρίτριας για σκέλος της υπόθεσης της Λαϊκής Τράπεζας, στο πλαίσιο δικαστικής συνδρομής των κυπριακών αρχών.
Η έκδοση των δυο συνεργατών του Ανδρέα Βγενόπουλου στην Κύπρο αποφασίστηκε τελικά από την ελληνική Δικαιοσύνη ωστόσο τα εντάλματα παραμένουν ανεκτέλεστα ενώ το Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο του Παρισιού με απόφαση που εξέδωσε πρόσφατα αποφάνθηκε να μην εκτελεστούν τα κυπριακά εντάλματα σύλληψης κατά των συνεργατών του και να μην μπορεί να εκδοθεί και να εκτελεστεί ένταλμα σύλληψης εναντίον του Ανδρέα Βγενόπουλου.
Πριν από λίγες εβδομάδες μάλιστα ένας ακόμα συνεργάτης του επιχειρηματία ο εφοπλιστής Μιχάλης Ζολώτας συνελήφθη μετά από ένταλμα των Κυπριακών άρχων και βρίσκεται υπό κράτηση. Σύμφωνα με την έρευνα που διεξάγεται για την κατάρρευση της Λαϊκής Τράπεζας, ο Ζολώτας φέρεται να δωροδόκησε το 2007 με ένα εκατομμύριο ευρώ τον πρώην κεντρικό τραπεζίτη της Κύπρου, Χρ. Χριστοδούλου υπόθεση για την οποία οι Κυπριακές αρχές κατηγορούσαν και τον Ανδρέα Βγενοπούλο.
Σε συνέντευξη τύπου που είχε παραχωρήσει τον Μάιο του 2016 ο Ανδρέας Βγενόπουλος είχε προχωρήσει σε βαριές καταγγελίες κατά της Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασιλικής Θάνου. “Υπέβαλα μηνυτήρια αναφορά για δωροληψία δικαστικού και για σειρά ποινικών αδικημάτων. Στις πράξεις φέρεται να εμπλέκεται η Βασιλική Θάνου, μια επιχειρηματίας φίλη της και ενδεχομένως συγγενικά της πρόσωπα” είχε πει τότε.
Είχε καταγγείλει, κάτι βέβαια που είχε αποκρούσει κατηγορηματικά η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, ότι του ζητήθηκε να ν’ ακολουθήσει τη διαδικασία του “βιβλίου” και να τοποθετήσει χαρτονομίσματα μέσα σε βιβλίο και να το παραδώσει, ενώ στη συνεχεία του ζητήθηκε “ολόκληρη βιβλιοθήκη”, δηλαδή ένας μεγάλος αριθμός “βιβλίων”.