Μπορεί να γεννήθηκε στη Γερμανία, αλλά δηλώνει Πόντια, «απόγονος των Αμαζόνων». Ο λόγος για την 36χρονης Ανδρονίκη Χαρισοπούλου της οποία η ζωή είναι συνυφασμένη με την παράδοση.
Η Ανδρονίκη Χαρισοπούλου παίζει από μικρή τον κεμεντζέ -την ποντιακή λύρα, το νταούλι και τραγουδάει παραδοσιακά ποντιακά. Αγαπά να χορεύει τους πολεμικούς χορούς πυρρίχιο και σέρρα ως γνήσια Πόντια, ενώ το επάγγελμά της προϋποθέτει κατοχή όπλου γιατί είναι συνοδός ασφάλειας υψηλών προσώπων.
«Το όνομα Ανδρονίκη το κληρονόμησα από τη γιαγιά μου, που εδώ και χρόνια -μετά τη σύνταξη που πήρε στη Γερμανία, μένει μόνιμα στο χωριό της, τη Σφένδαμη Πιερίας», λέει.
Στη συνέχεια πρόσθεσε χαρακτηριστικά: «Μια μέρα η γιαγιά Ανδρονίκη μού αφηγήθηκε πως η μάνα της -αντάρτισσα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, της έδωσε αυτό το όνομα, γιατί γεννήθηκε στα ψηλά βουνά μέσα στις δύσκολες συνθήκες. Η προγιαγιά έδωσε το όνομα Ανδρονίκη στην γιαγιά κι εγώ είμαι η συνέχεια. Το όνομα αυτό τότε δεν ήταν συμβολικό για όλους. Η γιαγιά μου επιβίωσε, αλλά το όνομα ήταν και είναι ευλογία για τη νίκη στον πόλεμο».
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που συνδέουν το επάγγελμά της, με αυτό του «σωματοφύλακα», αλλά της ίδιας δεν της αρέσει να την αποκαλούν έτσι κι εξηγεί γιατί μιλώντας στο ΑΠΕ: «Πολλοί μπερδεύουν το επάγγελμά μας με το επάγγελμα του “μπράβου”. Δεν θα ήθελα να εκθέσω κανέναν, αλλά στην περίπτωσή μου δεν ισχύει.
Εάν φτάσω στη χρήση της βίας, των όπλων, σημαίνει πως δεν προστάτεψα τον άνθρωπο για τον οποίο είχα την ευθύνη. Η δουλειά μας είναι να προσφέρουμε ασφάλεια πριν να συμβεί κάτι κακό. Ο στόχος μου είναι να προβλέπω τα πάντα και να μην φτάσω ποτέ στη χρήση όπλου», λέει η Ανδρονίκη Χαρισοπούλου, που έχει εκπαιδευτεί σε διάφορες σχολές στην Ελλάδα αλλά και το εξωτερικό. «Πολλές εκπαιδεύσεις έκανα στην Πολωνία, που πηγαίνω για ενημερωτικά σεμινάρια, αλλά και για ασκήσεις – προπονήσεις», λέει.
Στην ερώτηση γιατί επέλεξε ένα δύσκολο για μια γυναίκα επάγγελμα, απαντάει με πλατύ χαμόγελο: «Μάλλον φταίει το όνομά μου, που κληρονόμησα από τη γιαγιά, η οποία με μύησε στον πολιτισμό των προγόνων μου. Αλλά και από την προγιαγιά – αντάρτισσα και ίσως από τις Αμαζόνες που ζούσαν, σύμφωνα με τον μύθο, στην περιοχή του Ευξείνου Πόντου.
Αλλά και να θυμηθούμε, στα χρόνια της Γενοκτονίας, ότι οι γυναίκες του Πόντου, για να μπορούν να προστατεύονται ήταν μαθημένες στη χρήση των όπλων και οπλοφορούσαν, για να είναι ασφαλείς. Οι βιαιοπραγίες των Τούρκων είχαν ως αποτέλεσμα πολλές γυναίκες, ιδίως στον δυτικό Πόντο, να ανεβούν στα βουνά για να σωθούν από τις σφαγές και την ατίμωση. Πολεμούσαν κι αυτές φορώντας την αντρική πολεμική φορεσιά, και οι Τούρκοι δεν ήξεραν, αν πολεμούν με άντρες ή γυναίκες».
Μίλησε και για την ανησυχία των γονιών της για το επάγγελμα που επέλεξε, αφού κάθε στιγμή μπορεί να βρεθεί σε κίνδυνο. «Σίγουρα ανησυχούν, σέβομαι και αγαπώ πολύ την οικογένειά μου, γι’ αυτό τους υποσχέθηκα ότι δεν θα θα εργαστώ σε εμπόλεμες ζώνες σε κανένα μέρος του πλανήτη, για να κοιμούνται ήσυχα!».
Η Ανδρονίκη Χαρισοπούλου βρίσκεται στην Ελλάδα από όταν ήταν 20 ετών… Την χρονιά εκείνη είχε έρθει για διακοπές στην Ελλάδα, όπως κάθε χρόνο, και κατάλαβε πως αυτός είναι ο πραγματικός της τόπος και ότι θέλει να μείνει εδώ για πάντα.
«”Ευχαριστώ Γερμανία, θα ζήσω στην πατρίδα της καρδιάς μου, την Ελλάδα”, είπα μέσα μου και έμεινα», λέει. Αν και στη ρίζα της καταγωγής της υπάρχουν εκτός από Πόντιοι και Μικρασιάτες και Μανιάτες, η Ανδρονίκη δηλώνει Πόντια. «Την ποντιακή λύρα αμέσως την ερωτεύτηκα, όταν ήμουνα μικρή μάθαινα ποντιακό χορό, γιατί παρακολουθούσα τον λυράρη μας.
Κανείς δε με στήριξε από την αρχή να ξεκινήσω μαθήματα λύρας γιατί θεωρούν ότι το μουσικό αυτό όργανο ανήκει στα χέρια των αντρών. Μία φορά, σε ένα οικογενειακό ταξίδι -ήμουν έφηβη πια- σε κάποιο κατάστημα ενός σταθμού είδα τη λύρα στην βιτρίνα και ζήτησα από τον πατέρα μου να μού την αγοράσει. Από τότε άρχισα να κάνω το όνειρό μου πράξη», αφηγείται και προσθέτει πως στη συνέχεια έμαθε και το νταούλι, συμμετέχοντας σε χορούς, συναυλίες και πανηγύρια.
Η ίδια τονίζει ότι οι περισσότερες αναμνήσεις της συνδέονται με το χορευτικό: «Εκεί ντυνόμασταν και τα κορίτσια με ανδρικές παραδοσιακές στολές, αφού τα αγόρια ήταν πάντα λιγότερα στα χορευτικά. Ο χοροδιδάσκαλος μιλούσε με πάθος για τους χορούς και πάντα τόνιζε, ότι ο πυρρίχιος και η σέρρα είναι χοροί για γυναίκες δυναμικές, ψυχές ανοιχτές στον κόσμο, που μπορούν ισότιμα να χορέψουν μαζί με άντρες», λέει και επαναλαμβάνει: «Οι γυναίκες του Πόντου ήταν πραγματικές μαχήτριες. Με αυτές τις αφηγήσεις μεγάλωσα και ίσως επηρεάστηκα σε βαθμό που αφιέρωσα τη ζωή μου σε ένα επάγγελμα που θεωρείται …άρση ανδρών».