Όχι μόνο τον φτωχό πληθυσμό, αλλά και μέρος του μη φτωχού πληθυσμού, αφορά η στέρηση βασικών αγαθών και υπηρεσιών.
Μάλιστα το 49,5% των μη φτωχών νοικοκυριών δηλώνει οικονομική δυσκολία να καλύψει έκτακτες, αλλά αναγκαίες δαπάνες ύψους περίπου 395 ευρώ.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Πέρυσι δε (εισοδήματα 2019), σύμφωνα με την έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για την υλική στέρηση και τις συνθήκες διαβίωσης, η Ελλάδα κατείχε τη 2η θέση μεταξύ 19 ευρωπαϊκών χωρών με υλική στέρηση στο 16,5% του πληθυσμού. Στην 1η θέση βρίσκεται η Βουλγαρία (19,4%) και μετά την Ελλάδα βρίσκονται η Ρουμανία (15,2%), η Κύπρος (8,4%), η Ουγγαρία (8%) και η Γερμανία (7,2%). Τα χαμηλότερα ποσοστά απαντώνται σε: Δανία (2,4%), Ολλανδία (2,1%) και Νορβηγία (2,1%).
Από την ίδια έρευνα προκύπτουν επίσης τα εξής:
Στις ηλικίες 18- 64 ετών το ποσοστό των ατόμων που στερούνταν βασικών αγαθών και υπηρεσιών το 2020 ανέρχεται σε 17,6%, αυξημένο κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2019. Το αντίστοιχο ποσοστό το 2009 ανήλθε σε 10,3%.
Τα νοικοκυριά που αντιμετωπίζουν ελλείψεις βασικών ανέσεων στην κύρια κατοικία κατατάσσονται, κατά καθεστώς ιδιοκτησίας ως εξής:
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
-το 6,1% των νοικοκυριών διαθέτει ιδιόκτητη κατοικία με οικονομικές υποχρεώσεις (δάνειο, υποθήκη, κλπ.),
-το 4,8% των νοικοκυριών διαθέτει ιδιόκτητη κατοικία χωρίς οικονομικές υποχρεώσεις (δάνειο, υποθήκη, κλπ.),
-το 8,1% των νοικοκυριών διαμένει σε ενοικιασμένη κατοικία,
-το 8,3% των νοικοκυριών διαμένει σε δωρεάν παραχωρημένη κατοικία.
Το ποσοστό του πληθυσμού που διαβιεί σε κατοικία με στενότητα χώρου ανέρχεται σε 29,1% για το σύνολο του πληθυσμού, σε 25,8% για τον μη φτωχό πληθυσμό και σε 44,6% για τον φτωχό πληθυσμό.
Το 45,5% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει ότι στερείται διατροφής που περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας, ψάρι ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των μη φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται σε 5,3%.
Το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνουν οικονομική αδυναμία να έχουν ικανοποιητική θέρμανση το χειμώνα ανέρχεται σε 16,7%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα φτωχά νοικοκυριά είναι 38,8% και για τα μη φτωχά νοικοκυριά 12%.
Το 96,6% των φτωχών νοικοκυριών και το 49,5% των μη φτωχών δηλώνει οικονομική δυσκολία να καλύψει έκτακτες, αλλά αναγκαίες δαπάνες ύψους περίπου 395 ευρώ.
Περιβαλλοντικά προβλήματα από παρακείμενη βιομηχανία ή προβλήματα από την κυκλοφορία αυτοκινήτων δηλώνει ότι αντιμετωπίζει το 20,2% των νοικοκυριών, ενώ ποσοστό 18,1% των νοικοκυριών αναφέρει ως πρόβλημα τους βανδαλισμούς και την εγκληματικότητα στην περιοχή του.
Το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνουν επιβάρυνση από το κόστος στέγασης ανέρχεται σε 32,6%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα φτωχά νοικοκυριά είναι 82,5% και για τα μη φτωχά νοικοκυριά 21,9%.
Το 44,6% των νοικοκυριών που έχουν λάβει καταναλωτικό δάνειο για αγορά αγαθών και υπηρεσιών, δηλώνει ότι δυσκολεύεται πάρα πολύ στην αποπληρωμή αυτού ή των δόσεων.
Το 49% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει δυσκολία στην έγκαιρη πληρωμή πάγιων λογαριασμών, όπως αυτών του ηλεκτρικού ρεύματος, του νερού, του φυσικού αερίου, κ.λπ.
Το 71% των φτωχών νοικοκυριών αναφέρει μεγάλη δυσκολία στην αντιμετώπιση των συνήθων αναγκών του με το συνολικό μηνιαίο ή εβδομαδιαίο εισόδημά του.
Το ελάχιστο μέσο καθαρό μηνιαίο εισόδημα για την αντιμετώπιση των αναγκών των νοικοκυριών της χώρας ανέρχεται, κατά δήλωσή τους, σε 1.998 ευρώ. Τα φτωχά νοικοκυριά χρειάζονται 1.924 ευρώ, ενώ τα μη φτωχά νοικοκυριά 2.014 ευρώ.
Το 19,2% των φτωχών νοικοκυριών, το 8,7% των μη φτωχών νοικοκυριών και το 8,9% του συνόλου των νοικοκυριών δεν διαθέτουν ένα τουλάχιστον ΙΧ επιβατηγό αυτοκίνητο, ενώ το 9% των φτωχών νοικοκυριών, το 1,7% των μη φτωχών και το 3% του συνόλου των νοικοκυριών δεν διαθέτουν προσωπικό ηλεκτρονικό υπολογιστή, αν και τον χρειάζονται, λόγω οικονομικής αδυναμίας.
Οι κοινωνικές δραστηριότητες
Ως προς την υλική στέρηση που σχετίζεται με την οικονομική δυνατότητα κάλυψης βασικών αναγκών σχετικών με κοινωνικές δραστηριότητες- για άτομα ηλικίας 16 ετών και άνω- προέκυψαν τα ακόλουθα ευρήματα:
*Το 13,2% του πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να συναντιέται (στο σπίτι ή κάπου αλλού) με φίλους ή συγγενείς για ένα γεύμα ή ένα ποτό τουλάχιστον μια φορά το μήνα. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον φτωχό και τον μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 31,8% και 9,3%.
*Το 27% του πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να συμμετέχει τακτικά σε δραστηριότητες αναψυχής, όπως αθλητισμό, σινεμά κ.λπ. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον φτωχό και τον μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 48,8% και 22,5%.
*Το 37% του πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να ξοδεύει χρήματα για τον εαυτό του ή για κάποιο χόμπι χωρίς να συμβουλευτεί κάποιο άλλο μέλος του νοικοκυριού. Το ποσοστό εκτιμάται στο 65,1% για τον φτωχό πληθυσμό και στο 31,2% για τον μη φτωχό πληθυσμό.
*Το 4% του πληθυσμού δεν διαθέτει σύνδεση στο διαδίκτυο για οικιακή χρήση λόγω έλλειψης οικονομικής δυνατότητας. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον φτωχό και τον μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 12,4% και 2,3%.
Σχετικά με τα θέματα υγείας, προκύπτουν τα εξής:
*Το 6,8% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω δήλωσε ότι έχει πολύ κακή ή κακή υγεία, το 14,7% μέτρια, ενώ το 78,5% πολύ καλή ή καλή υγεία.
*Το 23,7% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω έχει χρόνιο πρόβλημα υγείας.
*Το 9,8% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω για διάστημα έξι μηνών ή περισσότερο είχε περιορίσει, λόγω δικού του προβλήματος υγείας, κάποιες, συνήθεις για τον γενικό πληθυσμό δραστηριότητες ή είχε δυσκολευτεί σε αυτές πάρα πολύ, ενώ το 13,6% είχε, αλλά όχι πάρα πολύ.
*Το 25,4% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω δήλωσε ότι υπήρξε περίπτωση, κατά την διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, που πραγματικά χρειάστηκε ιατρική εξέταση ή θεραπεία για πρόβλημα υγείας και δεν υποβλήθηκε σε αυτήν. Τα ποσοστά για τον φτωχό και μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 50,8% και 20,7%, αντίστοιχα.
*Το 37,3% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω δήλωσε ότι υπήρξε περίπτωση, κατά τη διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, που δεν υποβλήθηκε σε ιατρική εξέταση ή θεραπεία όταν πραγματικά την χρειάστηκε λόγω της πανδημίας. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον φτωχό και μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 10,1% και 49,6% (Πίνακας 18).
*Το 30,4% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω δήλωσε ότι υπήρξε περίπτωση, κατά την διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, που πραγματικά χρειάστηκε οδοντιατρική εξέταση ή θεραπεία για πρόβλημα υγείας και δεν υποβλήθηκε σε αυτήν. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον φτωχό και μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 55,3% και 26,3%. Το 22,4% του αντίστοιχου πληθυσμού δεν υποβλήθηκε στην εξέταση λόγω COVID-19.
Οι κοινωνικές ανισότητες
Σε 6.079 ευρώ ανέρχονταν πέρυσι (εισοδήματα 2019) το υψηλότερο ατομικό ετήσιο εισόδημα για τον πληθυσμό της χώρας με το χαμηλότερο εισόδημα, ενώ για τον πληθυσμό με τα υψηλότερα εισοδήματα το χαμηλότερο ατομικό ετήσιο εισόδημα ήταν 12.315 ευρώ.
Αυτό προκύπτει από την έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για την κοινωνική ανισότητα στη χώρα, η οποία κατατάσσει τα άτομα του πληθυσμού σε αύξουσα σειρά με βάση το εισόδημά τους (από το μικρότερο στο μεγαλύτερο) και στη συνέχεια χωρίζει τον πληθυσμό σε τέσσερα ίσα μέρη (με βάση το συνολικό αριθμό των ατόμων).
Ειδικότερα:
*Το 25% του πληθυσμού στο 1ο τεταρτημόριο, με το χαμηλότερο εισόδημα, κατέχει το 10,4% του συνολικού εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος, ποσοστό σταθερό σε σχέση με το 2019.
*Το 25% του πληθυσμού στο 4ο τεταρτημόριο, με το υψηλότερο εισόδημα, κατέχει το 45% του συνολικού εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος, ποσοστό αυξημένο κατά 0,1 ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με το 2019.
*Το 50% του πληθυσμού στο 2ο και 3ο τεταρτημόριο, με μεσαία εισοδήματα, κατέχουν το 44,6% του εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος, ποσοστό μειωμένο κατά 0,1 ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με το 2019.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ