Με ανοικτή επιστολή του προς τον υπουργό Δικαιοσύνης, Κώστα Τσιάρα, ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Ιωάννης Αγγελής, ζητά ακρόαση σχετικά με την πειθαρχική του δίωξη για την υπόθεση Novartis.
Η εξέλιξη αυτή έρχεται μία ημέρα μετά την απόφαση της Εισαγγελίας Πρωτοδικών της Αθήνας για την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος του κ. Αγγελή για παράβαση καθήκοντος που αφορά στην ίδια υπόθεση, δηλαδή στην άρνηση του να παραλάβει στοιχεία για λογαριασμό συγγενικού προσώπου ενός εκ των δέκα πολιτικών προσώπων που ερευνούσε η εισαγγελία Διαφθοράς για την υπόθεση Novartis.
Ο κ. Αγγελής στην επιστολή που απέστειλε στον υπουργό Δικαιοσύνης, ο οποίος καλείται να αποφασίσει σχετικά με την πειθαρχική του δίωξη, κάνει λόγο για πολιτική και κομματική δίωξη του.
Μάλιστα υποστηρίζει πως αυτή η εξοντωτική για αυτόν διαδικασία που φτάνει μέχρι και την «πειθαρχική του δίωξη» είναι αποτέλεσμα της προσπάθειάς του να αποτρέψει «στην από εμένα τότε εποπτευομένη (κα Τουλουπάκη) να ολοκληρώσει το ήδη σε εξέλιξη ευρισκόμενο (κατά τον χρόνο της εποπτείας μου) παράνομο σχέδιό της, για το οποίο και ήδη έχει ασκηθεί εναντίον της ποινική δίωξη για κατάχρηση εξουσίας (άρθρο 239 Π.Κ.), πράξη που φέρεται ότι έχει τελέσει τον μήνα Φεβρουάριο του 2018, με την διαβίβαση της δικογραφίας εναντίον δέκα πολιτικών προσώπων – αντιπάλων του τότε κυβερνώντος κόμματος, προς την Βουλή των Ελλήνων».
Ο κ. Αγγελής ζητά από τον Υπουργό Δικαιοσύνης ακρόαση πριν ληφθεί απόφαση για την άσκηση ή όχι πειθαρχικής δίωξης σε βάρος του, με βάση το πόρισμα του αντιπροέδρου του ΣτΕ, Μιχ. Πικραμένου, το οποίο -όπως αναφέρει στην επιστολή του- καταλήγει στην άσκηση πειθαρχικής δίωξης σε βάρος του για «αναξιοπρεπή συμπεριφορά, που προσβάλλει το κύρος της δικαιοσύνης, λόγω «υπέρβασης των ορίων ελέγχου», που επέδειξα κατά την άσκηση της τρίμηνης εποπτείας μου».
Μάλιστα, ο ίδιος υποστηρίζει ότι η πειθαρχική έρευνα που διατάχθηκε από τον τότε υπουργό Δικαιοσύνης Μιχάλη Καλογήρου, είναι πολιτική και κομματική: «Οι παραγγελίες αυτές δόθηκαν (από τον προκάτοχό Σας) ελάχιστο χρόνο πριν την διενέργεια των Εθνικών – Βουλευτικών εκλογών της 7-7-2019 για λόγους αποκλειστικώς πολιτικούς και κομματικούς και ειδικότερα για να «ελαφρύνει» τις κατηγορίες που αποδίδονταν (τότε) και εξακολουθούν να αποδίδονται (ακόμα και σήμερα) στο κόμμα του και εμμέσως στον ίδιο, σχετικά με την προσπάθεια να καταστούν ποινικώς υπεύθυνα, δέκα πολιτικά πρόσωπα (εκ των οποίων δύο πρώην πρωθυπουργοί), πολιτικοί αντίπαλοι του τότε κυβερνώντος πολιτικού κόμματος (ΣΥΡΙΖΑ). Χαρακτηριστικό της εμφανέστατης διάστασης του κομματικού χαρακτήρα της εναντίον μου παραγγελίας για πειθαρχική έρευνα, αποτελεί το γεγονός ότι, και οι τρεις παραγγελίες δόθηκαν «εντός κλίματος έντονης κομματικής αντιπαράθεσης για την υπόθεση NOVARTIS» και εντός έντονης προεκλογικής περιόδου. Ειδικότερα δε, η τρίτη εναντίον μου παραγγελία, δόθηκε την 4-7-2019, ήτοι δυο ημέρες πριν από την οριστική αποχώρισή του τότε υπουργού Δικαιοσύνης κ. Καλογήρου από το Υπουργείο (αριθμός πρωτ. Ε -75 -04/07/2019 προς το ΣΤΕ) και μάλιστα για το «ιδιαίτερα ατιμωτικό αδίκημα μου», που συνίσταται στο ότι, διαφώνησα με τη νομική άποψη συγκεκριμένης γραμματέως της Εισαγγελίας Α.Π. , ως προς το εάν δύο έγγραφα (που αφορούσαν δημόσια διαδικασία) θα έπρεπε να «περάσουν» στο κοινό ή στο εμπιστευτικό πρωτόκολλο».
Όπως αναφέρει ο κ.Αγγελής «η ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΤΕ» Σας προτείνει να ασκήσετε πειθαρχική δίωξη εναντίον μου, όχι γιατί έκανα κάτι λιγότερο ή παρέλειψα να κάνω κάτι κατά την άσκηση των καθηκόντων μου, αλλά γιατί «άσκησα περισσότερο και με διαφορετικό τρόπο εποπτεία», που υπερβαίνει το «νομικό μέτρο», που καθορίζει η έκθεση (σε αντίθεση με την μέχρι τότε νομολογία και πρακτική), κατά το υποκειμενικό βέβαια κριτήριο του υπογράφοντος αυτήν. Η διαφορετική αυτή «αντίληψη των «νομικών ορίων» της εποπτείας που υποστηρίζει η επίδικη «ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΤΕ», ότι έπρεπε να είχα ακολουθήσει, οδηγεί σε εσφαλμένα, παράδοξα και ανεδαφικά συμπεράσματα, όπως π.χ. ότι «λόγω της εσφαλμένης (κατά το υποκειμενικό κριτήριο του συντάκτη της έκθεσης) αντίληψης του εποπτικού μου ρόλου» , επέδειξα αναξιοπρεπή υπηρεσιακή συμπεριφορά και παρενέβην στην κρίση της κας Τουλουπάκη, με το να μην της επιτρέψω να ολοκληρώσει το «σχέδιο Ρασπούτιν», που ήταν «να ασκήσει ποινική δίωξη χωρίς ενδείξεις κατά πολιτικών προσώπων και από εκεί και πέρα θα τα βρει ο ανακριτής… Οι εμπλεκόμενοι στην όλη υπόθεση (π.χ. κατηγορούμενοι, οι έχοντες πολιτικό και κομματικό συμφέρον προς διάψευση των διαπιστωθέντων από εμένα, κλπ) προσπαθούν με κάθε τρόπο να αντιστρέψουν την πραγματική κατάσταση σε βάρος μου, διαστρεβλώνοντας την αλήθεια και υποστηρίζοντας ότι δήθεν, όλα όσα κατήγγειλα στα πλαίσια της ευόρκου ενασκήσεως των καθηκόντων μου, «έγιναν στην φαντασία μου και μόνο». Τούτο δε προσπαθούν να επιτύχουν με ψευδείς αναφορές και καταγγελίες εναντίον μου».