Πρόκειται για τον νέο τρόπο προσδιορισμού του εισοδήματος που μπορεί να επιλέξει η εφορία στις περιπτώσεις που διαπιστώνεται από την πλευρά των φορολογούμενων αδικαιολόγητος πλουτισμός, μεγάλες δαπάνες που δεν δικαιολογούνται από τα δηλωθέντα έσοδα, όταν υπάρχουν ανέλεγκτες φορολογικές υποθέσεις ή υφίστανται πληροφορίες για παράνομες συναλλαγές.
Εγκύκλιος του γενικού γραμματέα Εσόδων Χάρη Θεοχάρη, προς εφορίες και ελεγκτικά κέντρα, περιγράφει αναλυτικά τις κατηγορίες εσόδων και δαπανών με βάση τις οποίες θα υπολογίζεται το φορολογητέο εισόδημα σύμφωνα με τον μηχανισμό των έμμεσων τεχνικών ελέγχου.
Όπως διευκρινίζει η εγκύκλιος, με τον τρόπο αυτόν προσδιορίζεται το φορολογητέο εισόδημα με την συνεκτίμηση των εσόδων (φορολογητέα και μη), των αγορών και δαπανών (επαγγελματικές, ατομικές και οικογενειακές) και των αυξήσεων και μειώσεων των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων (επαγγελματικών, ατομικών και οικογενειακών) του φορολογούμενου φυσικού προσώπου. Στην περίπτωση που προκύπτει διαφορά που δεν δικαιολογείται τότε το ποσό αυτό υπόκειται σε φορολόγηση.
Η τεχνική αυτή προσδιορίζει το φορολογητέο εισόδημα παρακολουθώντας την κίνηση των (διαθεσίμων) κεφαλαίων του φορολογούμενου, είτε με την κατάθεσή τους σε χρηματοπιστωτικούς λογαριασμούς είτε με την ανάλωσή τους σε διάφορες συναλλαγές με χρήση μετρητών. Αναλύει τις συνολικές καταθέσεις σε χρηματοπιστωτικούς λογαριασμούς, τα διαθέσιμα, τις αγορές και δαπάνες σε μετρητά τόσο σε επαγγελματικό όσο και σε οικογενειακό επίπεδο κατά τη διάρκεια της ελεγχομένης φορολογικής περιόδου και τα συγκρίνει με τα συνολικά δηλωθέντα έσοδα.
– Οι ανέλεγκτες υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος φορολογουμένων φυσικών προσώπων, για τα φορολογικά έτη που αρχίζουν από 1/1/2014 και μετά.
– Οι ανέλεγκτες υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος φορολογουμένων φυσικών προσώπων για διαχειριστικές περιόδους για τις οποίες δεν είχε γίνει έναρξη ελέγχου μέχρι 31/12/2013 και συντρέχει μία ή περισσότερες από τις πιο κάτω περιπτώσεις:
α) Όταν υφίσταται αδικαιολόγητος πλουτισμός (περιουσιακά στοιχεία και καταθέσεις).
β) Όταν παρουσιάζονται μεγάλες δαπάνες που δεν δικαιολογούνται από τα δηλωθέντα εισοδήματα του φορολογούμενου φυσικού προσώπου (ατομικά και οικογενειακά).
γ) Όταν οι φορολογούμενοι είναι μέλη εταιρειών (οποιασδήποτε μορφής) με ζημιογόνα αποτελέσματα.
δ) Όταν δεν τηρούνται ή δεν επιδεικνύονται τα βιβλία και τα στοιχεία ΚΒΣ/Κ.Φ.Α.Σ.
ε) Όταν υφίστανται πληροφορίες για παράνομα ή/και αδήλωτα εισοδήματα/αγορές/ δαπάνες (επαγγελματικές, ατομικές, οικογενειακές).
ζ) Όταν υπάρχουν μία ή περισσότερες πηγές εισοδήματος (του φορολογούμενου ή του/της συζύγου) που παραμένουν ανέλεγκτες.
Προκειμένου να εφαρμοσθούν οι έμμεσες τεχνικές ελέγχου, η Φορολογική Διοίκηση, μπορεί να ζητήσει από τον φορολογούμενο, και αυτός έχει υποχρέωση, να παράσχει στοιχεία για την περιουσιακή κατάσταση και τις συνθήκες διαβίωσης του ιδίου ή της συζύγου του και των προστατευόμενων μελών τους, για τις ελεγχόμενες φορολογικές περιόδους, καθώς και κάθε άλλο στοιχείο που η Φορολογική Διοίκηση θεωρεί απαραίτητο.
Σ’ αυτά μπορούν να συμπεριλαμβάνονται: Στοιχεία για ακίνητα (οικόπεδα, αγροτεμάχια, κτίσματα κάθε μορφής), για κινητά μέσα (οχήματα κάθε μορφής, πλωτά και εναέρια μέσα), για επενδύσεις/ συμμετοχές κάθε μορφής, για καταθέσεις κάθε μορφής στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, για διαθέσιμα μετρητά, για έργα τέχνης, συλλογές και λοιπά τιμαλφή και για απαιτήσεις/ υποχρεώσεις κάθε είδους.
Ειδικά ως προς τα περιουσιακά στοιχεία των κατηγοριών έργων τέχνης, συλλογών και λοιπών τιμαλφών απαιτείται η παροχή στοιχείων μόνον εφόσον η αξία εκάστου υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ.
Διαβάστε
Προβόπουλος: Λιτότητα και πολιτική σταθερότητα για να έρθει η ανάπτυξη
Ξεπέρασαν τις 1.900 οι πτωχεύσεις επιχειρήσεων από το 2009
Νέα μείωση των καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες”
Δεν πουλάμε το συγκρότημα Πόρτο Καρράς”