Οι συμβασιούχοι του Δημοσίου και ευρύτερου δημόσιου τομέα που κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες και εργάστηκαν πριν από την τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001, μπορούν να μονιμοποιηθούν.
Αυτή την απόφαση «βόμβα», που δημοσιεύτηκε την Τετάρτη, έλαβε κατά πλειοψηφία (26 υπέρ έναντι 20 κατά) η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Οι αρεοπαγίτες δεν έκαναν δεκτή τόσο την εισήγηση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Τέντε, όσο και του αρεοπαγίτη, Ανδρέα Δουλγεράκη, οι οποίοι είχαν ταχθεί υπέρ της μη νομιμοποίησης των συμβασιούχων καθαριστριών του ΟΠΑΠ.
Οι αρεοπαγίτες έκριναν ότι πριν από την τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος (στις 17 Απριλίου 2001) δεν απαγορευόταν η μετατροπή των συμβάσεων εργασίας από ορισμένου χρόνου σε αορίστου. Η μετατροπή αυτή των συμβάσεων, σύμφωνα με τους δικαστές, κρίνεται κάθε φορά από τα δικαστήρια, σύμφωνα με τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας σε συνδυασμό με τα άρθρα 281 και 671 του Αστικού Κώδικα και υπό το “πέπλο” του άρθρου 25 του Συντάγματος.
Δηλαδή, τα δικαστήρια αποφασίζουν εάν οι απασχολούμενοι με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες της επιχειρησιακής μονάδας του Δημοσίου και ευρύτερου δημοσίου τομέα που εργάζονται. Και σε καταφατική περίπτωση μετατρέπουν τις συμβάσεις από ορισμένου σε αορίστου χρόνου.
Μάλιστα, η Ολομέλεια υπογραμμίζει ότι ο Ν. 2112/1920 παρέχει πληρέστερη προστασία και από τη μεταγενέστερη Κοινοτική Οδηγία 1197/70 (που κυρώθηκε με το Π.Δ. 81/2003) εφόσον πρόκειται για διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου που καλύπτουν πραγματικά πάγιες και διαρκείς ανάγκες της υπηρεσίας που απασχολούνται.
Ερμηνεύοντας τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, η Ολομέλεια δέχεται ότι το δικαστήριο β’ βαθμού εφαρμόζει το νόμο που ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της πρωτόδικης απόφασης, ενώ όταν εξετάζει την ουσία της υπόθεσης δεν εφαρμόζει το δευτεροβάθμιο δικαστήριο παράλληλα άλλες νεότερες νομοθετικές διατάξεις που δεν έχουν αναδρομική ισχύ και που δεν καταλαμβάνουν χρονικά την επίδικη έννομη σχέση.
Την Ολομέλεια την απασχόλησε περίπτωση συμβασιούχων καθαριστριών του ΟΠΑΠ, οι οποίες προσλήφθηκαν το ’90 και ’91 με ημερήσιες συμβάσεις και το ’95-’97 όταν μειώθηκε το πενθήμερο ωράριο εργασίας τους σε τέσσερις και σε τρεις ημέρες υπέβαλαν αγωγή για αναγνώριση των συμβάσεών τους ως αορίστου χρόνου και για την καταβολή διαφορών επί των αποδοχών τους.
Οι αρεοπαγίτες επισημαίνουν ότι “η αγωγή αυτή σε συνδυασμό με τα χρονικά όρια που εκτείνονται οι αξιώσεις των καθαριστριών (μέχρι 31.12.1997) είναι νόμιμη, κατά τους ισχύοντες, κατά το χρόνο δημοσίευσης (27.4.1998) της πρωτόδικης απόφασης του Ειρηνοδικείου, κανόνες δικαίου με βάση τους οποίους κρίνεται η ορθότητα ή μη αυτής, ήτοι του άρθρου 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920 σε συνδυασμό με τα άρθρα 281 και 671 Αστικού Κώδικα και 25 παράγραφοι 1 και 3 του Συντάγματος”.
Και αυτό, αναφέρει η απόφαση της Ολομέλειας, γιατί οι επίμαχες διαδοχικές σχέσεις (λόγω μη έγκυρης κατάρτισης συμβάσεως) εργασίας των καθαριστριών είχαν προσλάβει ήδη το χαρακτήρα σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, εφόσον από τη φύση τους κάλυπταν μόνιμες και διαρκείς ανάγκες του ΟΠΑΠ.
Ο “καθορισμός της ημερήσιας διάρκειάς τους εξακολουθητικά δεν δικαιολογείται από τη φύση τους”, συνεχίζουν οι αρεοπαγίτες, “αλλά τέθηκε προς καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους από τη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και κατά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος του εναγομένου ΟΠΑΠ να ρυθμίζει τη διάρκεια εργασίας με βάση σχετικές ρυθμίσεις του Εσωτερικού του Κανονισμού (του Οργανισμού) και ανεξάρτητα από τις ρυθμίσεις της οδηγίας 1999/70 και του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος, οι οποίες δεν έχουν στην προκειμένη περίπτωση εφαρμογή, παρότι η σχέση εργασίας των καθαριστριών, όπως δεν αμφισβητείται από τον αναιρεσίβλητο οργανισμό, συνεχιζόταν ακόμη και ήταν ενεργός κατά την έναρξη ισχύος τους”.
Υπενθυμίζεται ότι μετά την τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος, το άρθρο 103 απαγορεύει ρητά τη μετατροπή των συμβάσεων από ορισμένου σε αορίστου χρόνου.
Ακόμη, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η απόφαση αυτή της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου δεν ασχολήθηκε με το ζήτημα της μονιμοποίησης των συμβασιούχων που εργάστηκαν μετά το 2001 και κατά συνέπεια δεν καλύπτονται από την απόφαση της Ολομέλειας.