«Καταπέλτης» για τις αστυνομικές αρχές αποτελούν εννέα αποφάσεις του Ά τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας με τις οποίες επιδικάστηκαν αποζημιώσεις ύψους 1.868.000 ευρώ από το Δημόσιο, σε επιχειρήσεις που υπέστησαν ολοσχερή ή μερική καταστροφή και λεηλατήθηκαν από αγνώστους, γύρω από το Πολυτεχνείο και στην περιοχή των Εξαρχείων ανήμερα της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, τον Δεκέμβριο του 2008.
Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο με ένα ιστορικής σημασίας σκεπτικό, ανέτρεψε τις εφετειακές αποφάσεις ως μη νόμιμες και δικαίωσε τις επιχειρήσεις. Οι προσφεύγοντες υποστήριζαν ότι οι ζημιές που υπέστησαν οφείλονται σε παραλήψεις της Αστυνομίας να λάβει τα κατάλληλα μέτρα (προληπτικά και κατασταλτικά) που επιβάλλονται από τις περιστάσεις.
Το σκεπτικό του ΣτΕ
Σύμφωνα με όσα έκρινε το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο ( αποφάσεις υπ´ αριθμόν 1964 έως 1972/2021, με πρόεδρο την αντιπρόεδρο Σπυριδούλα (Σίσσυ) Χρυσικοπούλου και εισηγήτρια την πάρεδρο Χαρίκλεια Χαραλαμπίδη) η Αστυνομία υποχρεούται να προστατεύει την περιουσία των πολιτών από βίαια επεισόδια και καταστροφές κατά την διάρκεια μαζικών κινητοποιήσεων πολιτών, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν για τις κινητοποιήσεις αυτές είναι ενήμερη, καθώς το παρελθόν σε ανάλογες κινητοποιήσεις είχαν εκδηλωθεί και πάλι έκτροπα και ήταν αναμενόμενη ανάλογη εξέλιξη.
Το Α΄ Τμήμα του ΣτΕ, στις εννέα αποφάσεις του, ξεκαθαρίζει ότι «η προστασία της περιουσίας των πολιτών από βιαία επεισόδια που εκδηλώνονται στο πλαίσιο οποιασδήποτε μορφής μαζικής κινητοποίησης πολιτών αποτελεί υποχρέωση των αστυνομικών οργάνων, η εκπλήρωση της οποίας δεν εναπόκειται στην διακριτική τους ευχέρεια. Επομένως, αν τα αστυνομικά όργανα παραλείψουν παντελώς να επέμβουν για να προστατεύσουν την περιουσία του πολίτη η οποία απειλείται, υπό τις ανωτέρω περιστάσεις, η παράλειψη αυτή είναι παράνομη και συνεπώς συντρέχει η απαιτούμενη για την θεμελίωση αστική ευθύνη του Δημοσίου».
Σύμφωνα με όσα αναφέρει, το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, στις αποφάσεις του, οι αστυνομικές αρχές διαθέτουν διακριτική ευχέρεια μόνο στην επιλογή των μέτρων που πρέπει να λάβουν για την εκπλήρωση της υποχρέωσης τους.
Μάλιστα, οι σύμβουλοι επικράτειας επισημαίνουν ότι «στην ειδικότερη περίπτωση κατά την οποία τα αστυνομικά όργανα αν και επεμβαίνουν και επιχειρούν, δεν λαμβάνουν κανένα συγκεκριμένο μέτρο για να προστατεύσουν την περιουσία του πολίτη, η επιλογή της αποχής τους από κάθε ενέργεια, ειδικώς προς το σκοπό του αγαθού της περιουσίας, συνιστά υπέρβαση των άκρων ορίων της ευχέρειας τους και για το λόγο αυτό είναι παράνομη».
Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο ότι ξεκάθαρο μάλιστα στο ότι μπορεί η περίπτωση ανωτέρας βίας να αποτελεί απαλλακτικό από την ευθύνη του Δημοσίου για καταβολή αποζημιώσεων σύμφωνα με το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, καθώς δεν υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ παράνομης πράξης ή παράλειψης και του περιστατικού που συνέβη, ωστόσο «δεν συνιστούν περίπτωση ανωτέρα βίας, βίαια επεισόδια ιδιαίτερης μεγάλης έντασης και έκτασης που κλιμακώνονται και εξαπλώνονται σταδιακά και λαμβάνουν χώρα σε πολλά σημεία ταυτοχρόνως με συνέπεια τη διάσπαση των αστυνομικών δυνάμεων και κατ΄ επέκταση τη μείωση της αποτελεσματικότητας τους, αν αυτά τα επεισόδια μπορούσαν να προβλεφθούν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και να τεθούν υπό έλεγχο εγκαίρως, πριν δηλαδή εξαπλωθούν και καταστούν ανεξέλεγκτα με την λήψη άμεσων, αναγκαίων και πρόσφορων μέτρων».
Διδάγματα κοινής πείρας
Στις αποφάσεις του, οι σύμβουλοι επικράτειας τονίζουν ότι «η είδηση θανάτου ανηλίκου (σ.σ. Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου) στην περιοχή των Εξαρχείων από πυροβολισμό αστυνομικού είναι λίαν πιθανό έως αναμενόμενο να προκαλέσει έντονη κοινωνική αντίδραση, να οδηγήσει σε άμεση μαζική κινητοποίηση πολιτών στα αστικά κέντρα και συνακόλουθα να πυροδοτήσει ανά πάσα στιγμή κοινωνική έκρηξη».
Παράλληλα, τονίζουν ότι δε συνιστούν περίπτωση ανωτέρας βίας, βίαια επεισόδια και βανδαλισμοί που λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο προγραμματισμένης πορείας διαμαρτυρίας όταν το ίδιο γεγονός που πυροδότησε την διαμαρτυρία έχουν ήδη λάβει χώρα βίαια περιστατικά μεγάλης έντασης και έκτασης, καθώς και εκτεταμένες φθορές και καταστροφές είτε στην ίδια περιοχή είτε σε άλλη, εφόσον ανά πάσα στιγμή μια τέτοια εξέλιξη είναι αναμενόμενη με μεγάλη πιθανότητα και άρα είναι δυνατόν να προβλεφθεί και να αποτραπεί με άμεση ενέργεια και λήψη όλων των ενδεδειγμένων μέτρων, λαμβανομένης υπόψη της εξουσίας των αστυνομικών οργάνων να επιβάλλουν περιορισμούς στην διεξαγωγή συγκεντρώσεων ή συναθροίσεων ή να διυλίσουν συγκεντρώσεις και συναθροίσεις οι οποίες εκ του ότι εκτρέπονται σε πράξεις βίας κατά προσώπων είναι παράνομες».
Σε πρώτο βαθμό οι προσφεύγοντας δικαιώθηκαν, αλλά το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών εξαφάνισε την απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου, με το επιχείρημα, μεταξύ των άλλων, ότι η ΕΛ.ΑΣ. είναι αδύνατον σε μια τέτοιου είδους αιφνίδια και γενικευμένη βίαια κατάσταση να ενεργεί για την φύλαξη όλων των επιχειρήσεων και ότι οι προσφεύγουσες επιχειρήσεις δεν προέβαλαν συγκεκριμένες παραλήψεις της Αστυνομίας.
Αντίθετα, το ΣτΕ ανέτρεψε τις εφετειακές αποφάσεις ως μη νόμιμες και δικαίωσε τις επιχειρήσεις.