Ο αρμόδιος εισαγγελέας του τριμελούς εφετείου Θεσσαλονίκης, δεν είχε ενημερώσει τον Ιατρικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης για την αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση που είχε εκδοθεί το 2012, κατά του ίδιου ιατρού που χειρούργησε την 14χρονη Γωγώ από την Θεσσαλονίκη.
Το άτυχο κορίτσι, έχασε τη ζωή της από σηπτικό σοκ, μετά από επέμβαση γαστρικού δακτυλίου στην οποία υπεβλήθη λόγω παχυσαρκίας.
Αυτό έκανε γνωστό ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας, Βασίλης Κοντοζαμάνης, απαντώντας σε σχετική επίκαιρη ερώτηση του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξανδρου Τριανταφυλλίδη.
Ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας, ανέφερε συγκεκριμένα πως «η αμετάκλητη απόφαση του τριμελούς εφετείου Θεσσαλονίκης του 2012, κατά του ίδιου ιατρού, δεν περιήλθε εις γνώση του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης από τον αρμόδιο εισαγγελέα, παρά το γεγονός ότι είναι θεσπισμένη υποχρέωση του τελευταίου να ανακοινώνει αμελλητί τον πρόεδρο του οικείου Ιατρικού Συλλόγου» προκειμένου να ληφθούν τα όποια μέτρα προβλέπονταν από το νομικό πλαίσιο. Ο κ. Κοντοζαμάνης, μάλιστα, υπογράμμισε πως και «με πρόσφατη νομοθετική απόφαση, έχει περιληφθεί εκ νέου η σχετική υποχρέωση των ποινικών δικαστηρίων να αποστέλλουν αμελλητί στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, όπως είναι οι Ιατρικοί Σύλλογοι, αντίγραφα των αμετάκλητων καταδικαστικών αποφάσεων που αφορούν επαγγελματίες Υγείας», καθώς όπως πρόσθεσε «έχει παρατηρηθεί πως και σε άλλες περιπτώσεις, κάποια βουλεύματα με καταδικαστικές ή απαλλακτικές αποφάσεις, ή κάποιες ποινικές διώξεις ή εγκλήσεις κατά ιατρών, δεν έχουν ανακοινωθεί στον Ιατρικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης». Γι’ αυτό «έχει επιδιωχθεί συνάντηση του προέδρου του Ιατρικού Συλλόγου με τον πρόεδρο του τριμελούς συμβουλίου Διεύθυνσης Εφετείου Θεσσαλονίκης και έχει ζητηθεί μάλιστα από τον ΙΣΘ εγγράφως, να εκλείψουν αυτά τα κενά στην ενημέρωση».
Ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας, παράλληλα, γνωστοποίησε ότι σύμφωνα με την έρευνα που έγινε στον Ιατρικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης, προέκυψε ότι «δεν έχουν υποβληθεί καταγγελίες για τον συγκεκριμένο γιατρό στον Ιατρικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης, εκτός από μία το 2006. Ούτε καν για το περιστατικό της 14χρονης Γωγώς δεν εκκρεμεί καταγγελία στον Ιατρικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης, ενώ μέχρι τώρα, επίσης δεν έχει υπάρξει καμία σχετική ενημέρωση από τις δικαστικές ή εισαγγελικές αρχές προς τον Ιατρικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης σχετικά με την συνέχεια της μηνυτήριας αναφοράς που κατέθεσαν οι γονείς της, προκειμένου ο Σύλλογος να προβεί στην άσκηση των κατά νόμο αρμοδιοτήτων του».
Σχετικά με το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο, ο κ. Κοντοζαμάνης είπε ότι σε σχέση με τους γιατρούς του ιδιωτικού τομέα, αρμόδιοι (όχι ποινικά, αλλά διοικητικά και πειθαρχικά), υπεύθυνοι είναι οι Ιατρικοί Σύλλογοι μέσω των πειθαρχικών τους οργάνων. Που με αιτιολογημένη απόφασή τους και έπειτα από ακρόαση του εμπλεκόμενου ιατρού, μπορούν να εισηγηθούν στον ΠΙΣ, την προσωρινή καταρχάς αναστολή άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος για έναν γιατρό, όταν υπάρχει κίνδυνος για την προστασία της δημόσιας υγείας και κίνδυνος για τους ασθενείς. Επίσης, ένας επιπρόσθετος ελεγκτικός μηχανισμός που η Πολιτεία έχει στην διάθεσή της, είναι και η Εθνική Αρχή Διαφάνειας, δημιούργημα της σημερινής κυβέρνησης, η οποία στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της έχει εκδώσει πλείστα πορίσματα, ενώ η διερεύνηση πολλών άλλων υποθέσεων είναι σε εξέλιξη.
Η Πολιτεία, ανέφερε, «στο σύνολό της έχει ελεγκτικούς μηχανισμούς, όπως και ανθρώπους που τους στελεχώνουν, οι οποίοι εργάζονται έτσι ώστε οι συμπολίτες μας να μπορούν να έχουν σε κάθε περίπτωση την ασφάλεια ότι οι νόμοι τηρούνται στο ακέραιο. Και είμαι βέβαιος ότι οι μηχανισμοί αυτοί είναι επαρκείς, όπως και το πλαίσιο είναι πυκνό και αυστηρό. Θα εξαντλήσουμε κάθε αυστηρότητα σε περιπτώσεις που υπάρχουν παρεκκλίσεις από νόμους και διατάξεις – και σε κάθε περίπτωση είμαστε εδώ, και εφόσον το νομικό πλαίσιο αυτό χρειάζεται επικαιροποίηση ή εκσυγχρονισμό, με συναίνεση θα μπορέσουμε να καταλήξουμε σε τροποποιήσεις και βελτιώσεις. Είμαστε όλοι στην ίδια πλευρά και όλοι θέλουμε η ιατρική πράξη να διεξάγεται με ασφάλεια και προς όφελος των ασθενών».
Ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξανδρος Τριανταφυλλίδης χαρακτήρισε αδιανόητο ότι πέρασαν 9 χρόνια από την έκδοση της αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης από το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης για τον γιατρό, χωρίς να έχει κοινοποιηθεί στον Ιατρικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης. Αυτό, είπε ο βουλευτής, «πρώτα από όλα θα έπρεπε να εξοργίσει τους ίδιους τους ιατρούς που ασκούν σοβαρά και υπεύθυνα το λειτούργημά τους».
Αναρωτήθηκε πώς από τα δημοσιεύματα που υπήρχαν στον Τύπο δεν είχε ενημερωθεί ποτέ ο Σύλλογος ότι σε βάρος του συγκεκριμένου ιατρού υπήρχαν συνολικά τρεις υποθέσεις – μια αυτή που τελεσιδίκησε το 2012, μια ακόμα καταγγελία ασθενούς το 2017 και τώρα το 2021 της Γωγώς – και αναρωτήθηκε: «Η Πολιτεία έχει ελεγκτικούς μηχανισμούς; Ο συγκεκριμένος ιατρός μπορούσε να εκτελεί ιατρικές πράξεις; Μήπως θα πρέπει να συγκροτήσουμε θεσμούς και πρωτόκολλα διασφάλισης της υγείας των πολιτών;».
Ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας, του απάντησε πως για τον εύλογο προβληματισμό, εάν μπορεί κάποιος με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση να ασκεί το ιατρικό επάγγελμα και να χειρουργεί, αυτό είναι ένα θέμα «ερμηνείας της νομικής και ιατρικής επιστήμης» και εξήγησε πως «τα ιατρικά λάθη στο πλαίσιο της διοικητικής πειθαρχικής διαδικασίας, σπάνια αξιολογούνται ως ιατρική αμέλεια και συνήθως ασθενείς που έχουν υποστεί κάποιο ιατρικό σφάλμα, χρειάζεται να προσφύγουν δικαστικά και να δικαιώνονται μετά από μακροχρόνιες διαμάχες».
Σε άλλες χώρες όπως η Γερμανία, ανέφερε ο κ. Κοντοζαμάνης, στους ιατρικούς συλλόγους έχουν συσταθεί ανεξάρτητες επιτροπές με διεπιστημονική σύνθεση, όπου οι ασθενείς που θεωρούν ότι έχουν υποστεί ιατρικό σφάλμα, μπορούν να προσφεύγουν – και οι οποίες κάνουν μια πρώτη αξιολόγηση των δεδομένων και γνωμοδοτούν σχετικά, και η θετική αυτή γνωμοδότησή τους αποτελεί πρόκριμα για την προσφυγή στα δικαστήριά». Στη χώρα μας και στο νομικό μας πλαίσιο αντίθετα, «η καταδίκη για αμέλεια δεν προβλέπεται ως λόγος για την ανάκληση της άδειας άσκησης επαγγέλματος και κατ’ αντιστοιχία η άσκηση ποινικής δίωξης δεν επιφέρει αναστολή της βεβαίωσης ή άσκησης του επαγγέλματος. Θα μπορούσε βεβαίως, να οδηγήσει στην ανάκληση από τον Ιατρικό Σύλλογο εάν θεμελιωνόταν κίνδυνος για τους ασθενείς, αλλά μια καταδίκη για ιατρικό σφάλμα δεν αρκεί άνευ άλλων στοιχείων» διευκρίνισε ο αν. υπουργός.